θάμβος

From LSJ
Revision as of 13:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰ́μβος Medium diacritics: θάμβος Low diacritics: θάμβος Capitals: ΘΑΜΒΟΣ
Transliteration A: thámbos Transliteration B: thambos Transliteration C: thamvos Beta Code: qa/mbos

English (LSJ)

εος, τό, also ὁ Simon.237, LXX Ec.12.5 (pl.): (τέθηπα):—A amazement, wonder, admiration, astonishment, consternation, stupefaction θ. δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il.4.79; θ. δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od.3.372; θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς Pi.N.1.55; θάμβει ἐκπλαγέντες E.Rh.291, cf. Ar.Av.781 (lyr.), Th.6.31, Pl.Phdr.254c: pl., Onos.41.2. 2 in objective sense, θάμβοι = terrors in the way, LXX l.c.; object of wonder, Epigr.Gr.1068 (Gerasa).

German (Pape)

[Seite 1185] τό, auch ὁ, Simonds bei Schol. Il. 4, 79 (vgl. τάφος, τέθηπα), Staunen, Erstaunen, Verwunderung, Entsetzen; θάμβος δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il. 4, 79; θάμβος δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od. 5, 372; Ar. Av. 781; δύσφορον Pind. N. 1, 55; θάμβει ἐκπλαγέντες Eur. Rhes. 291, vgl. Hec. 180; in Prosa, ὁ στόλος οὐχ ἧσσον τόλμης τε θάμβει, Staunen über das Wagniß, καὶ ὄψεως λαμπρότητι περιβόητος ἐγένετο Thuc. 6, 31; ὑπ' αἰσχύνης τε καὶ θάμβους Plat. Phaedr. 254 c; geradezu Furcht, δεισιδαιμονία θάμβος ἐργάζεται Plut. Pericl. 6.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
effroi, étonnement, stupeur ; admiration.
Étymologie: R. Θαπ, être étonné.

Russian (Dvoretsky)

θάμβος: εος (эп. gen. θάμβευς) τό
1) изумление: θ. ἔχεν τινά Hom. или ἐγένετο θ. ἐπί τινα NT изумление охватило кого-л.; τόλμης θ. Thuc. поразительная отвага;
2) тж. pl. страх, потрясение, ужас (θάμβει ἐκπτήσσειν τινὰ οἴκων Eur.): θάμβει ἐκπλαγέντες Eur. пораженные ужасом; ὑπ᾽ αἰσχύνης τε καὶ θάμβους Plat. от стыда и ужаса.

Greek (Liddell-Scott)

θάμβος: -εος, τό, καὶ ὁ, Σιμων. 238· (√ΤΑΦ, τέθηπα)· - ἔκπληξις, ἰσχυρὸς θαυμασμός, Λατ. stupor, συνώνυμον τῷ Ἐπικ. τάφος (ὃ ἴδε), θάμβος δ’ ἔχει εἰσορόωντας Ἰλ. Δ. 79· θάμβος δ’ ἕλε πάντας ἰδόντας Ὀδ. Γ. 372, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 781, καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., Θουκ. 6. 31, Πλάτ. Φαίδρ. 254C. 2) ἐπὶ ἀντικειμενικῆς σημασίας, πρᾶγμα θαυμάσιον, θαῦμα, ὁ γὰρ κολοσσὸς θ. ἦν Συλλ. Ἐπιγρ. 8703, πρβλ. 8655.

English (Slater)

θάμβος amazement ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς (N. 1.55)

English (Strong)

akin to an obsolete tapho (to dumbfound); stupefaction (by surprise), i.e. astonishment: X amazed, + astonished, wonder.

Greek Monolingual

το (Α θάμβος, -εος, το και θάμβος, ὁ)
1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ)
2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος
3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό
νεοελλ.
ιατρ. απότομη οπτική διαταραχή που προκαλείται από έντονο εκτυφλωτικό φως το οποίο κάνει τον προσβαλλόμενο ανίκανο να δει
αρχ.
1. αυτό που προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό («ὁ γάρ κολοσσὸς θάμβος ἦν»)
2. θαύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Οπωσδήποτε η λ. συνδέεται με αρχ. παρακμ. τέθηπα (υπερσ. ετεθήπεα) < θ. ταφ- < θαφ-, το οποίο απαντά μόνο στη μτχ. θεματ. αορ. ταφών «αυτός που θαμπώθηκε, που εξεπλάγη» — πρβλ. τρέφομαι (< θρεφ·) -θρόμβος, στρέφω- στρόμβος. Η λ. συνδέθηκε, εξάλλου, με γοτθ. προστ. afdobn = φιμώθητι «σώπα», πράγμα που οδηγεί στην αναγωγή σε ρίζα dhăbh- και στη σύνδεση με μσν. αγγλ. dabben «χτυπώ απαλά», νέο άνω γερμ. tappen κ.ά. Τέλος, υπετέθη ότι η λ. εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα dhembh- (πρβλ. dumbs «βουβός, άφωνος» της ΙΕ ρίζας dhembh- από την οποία θα προήλθε αμάρτ. θέμβος < ενεστ. θέμβω και θομβέω.
ΠΑΡ. θαμβός, θαμβώνω (-ω)
αρχ.
θαμβαίνω, θαμβαλέος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αθαμβής, μεγαθαμβής, περιθαμβής, πολυθαμβής.

Greek Monotonic

θάμβος: -εος, τό (από τη √ΤΑΦ, βλ. τέθηπα) = τάφος (τό), έκπληξη, ισχυρός θαυμασμός, σε Όμηρ., Αττ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: amazement (Il.).
Compounds: As 2. member e. g. in ἀ-θαμβής fearless, undaunted (Ibyk., B.) with ἀθαμβία, -ίη fearlessness, undauntedness (Democr. 215); back formation ἄθαμβος undaunted (Democr. 216), also as PN (Delphi); cf. ἔκθαμβος below; s. Schwyzer 469.
Derivatives: θαμβαλέος (Nonn.). Denomin. verbs: 1. θαμβέω, -ῆσαι, also with prefix, e. g. ἐκ-, be amazed, be frightened (Il.), hell. also trans. set in amazement, frighten (LXX) with θάμβ-ησις, -ημα (Aq.), ἔκθαμβος (Plb.). 2. θαμβαίνω intr. id.. (Pi.). 3. θαμβεύω trans. id. with -ευτής (Aq.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Beside θάμβος there is the perfekt τέθηπα am amazed with the thematic root aorist ταφεῖν (ταφών, τάφε; Il.); from the last τάφος n. = θάμβος (Od., Ibyk.). To τέθηπα sec. θήπω ἐπιθυμῶ, θαυμάζω; also θώψ. A nasal did not voice a following stop in Greek; wrong Schwyzer 692 and 333. - The group is further isolated. (Wood Mod. langu. notes 21, 227 connected Goth. ipv. afdobn φιμώθητι, become speechless. As doubtful is the connection with the Germ. group for slay, e. g. MEng. dabben slay slowly, NHG tappen (Fick, Pok. 233). Pelasgian etymology by v. Windekens Le Muséon 63, 106ff.; further see Szemerényi Glotta 33, 238ff. - The variation θαπ- ταφ- θαμβ- (with Pre-Greek prenasalization), also *θαϜ- in θαῦμα, cannot be IE, and the whole points to Pre-Greek origin. Thus Kuiper Gedenkschr. Kretchmer 1956, 225; thus Fur. passim.

Middle Liddell

θάμβος, εος, [from Root !ταφ, v. τέθηπα = τάφος
astonishment, amazement, Hom., attic

Frisk Etymology German

θάμβος: {thámbos}
Grammar: n.
Meaning: Staunen, Verwunderung, Erschrecken (poet. seit Il.).
Composita: Als Hinterglied z. B. in ἀθαμβής furchtlos, unerschrocken (Ibyk., B. u. a.) mit ἀθαμβία, -ίη Furchtlosigkeit, Unerschrockenheit (Demokr. 215); Rückbildung ἄθαμβος unerschrocken (Demokr. 216), auch als EN (Delphi); vgl. auch θαμβέω und ἔκθαμβος unten; dazu Schwyzer 469.
Derivative: Ableitung θαμβαλέος (Nonn.). Denominative Verba: 1. θαμβέω, -ῆσαι, auch mit Präfix, z. B. ἐκ-, staunen, erschrocken sein (ep. poet. seit Il., späte Prosa), hell. u. spät auch trans. in Staunen, in Schrecken setzen (LXX u. a.) mit θάμβησις, -ημα (Aq. u. a.), ἔκθαμβος (Plb. u. a.). 2. θαμβαίνω intr. ib. (Pi.). 3. θαμβεύω trans. ib. mit -ευτής (Aq.).
Etymology: Neben θάμβος steht ein altertümliches Perfekt τέθηπα staune mit dem thematischen Wurzelaorist ταφεῖν (ταφών, τάφε u. a.; ep. ion. poet. seit Il.; späte Prosa); vom letzteren τάφος n. = θάμβος (Od., Ibyk.). Zu τέθηπα entstand sekundär θήπω· ἐπιθυμῶ, θαυμάζω u. a.; s. auch θώψ. Zu θάμβος: ταφεῖν vgl. θρόμβος: τρέφειν u. a.; der sekundäre Nasal hat die nachfolgende Aspirata in eine tönende Media verwandelt; vgl. zur Nasalierung Schwyzer 692, zur Deaspiration ebd. 333. In dem dehnstufigen τέθηπα hat progressive Assimilation stattgefunden. — Sonst isoliert. Von Wood Mod. langu. notes 21, 227 mit dem got. Ipv. afdobn φιμώθητι, verstumme zusammengestellt. Ebenso zweifelhaft ist die Heranziehung einer germ. Wortgruppe für schlagen usw., z. B. meng. dabben leise schlagen, nhd. tappen u. a. m. (WP. 1, 824 nach Fick, Pok. 233). Pelasgische Etymologie von v. Windekens Le Muséon 63, 106ff.; hypothetische Kombinationen von Szemerényi Glotta 33, 238ff. (vgl. zu θέα).
Page 1,651-652

Chinese

原文音譯:q£mboj 探-波士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:畏懼
字義溯源:驚慌失措,驚訝,驚異,希奇;源自(τάφος)X*=驚訝)
出現次數:總共(3);路(2);徒(1)
譯字彙編
1) 驚訝(2) 路4:36; 路5:9;
2) 希奇(1) 徒3:10

Translations

astonishment

Arabic: ذُهُول‎, دَهْشَة‎, تَعَجُّب‎; Egyptian Arabic: ذهول‎; Armenian: զարմանք; Azerbaijani: təəccüb; Belarusian: здзіўленне, падзі́ў; Bulgarian: учудване, удивление; Catalan: estorament, sorpresa; Chinese Mandarin: 驚愕, 惊愕, 驚異, 惊异; Czech: údiv, úžas, podiv; Danish: forbavselse; Faroese: undran; Finnish: hämmästys, hämmästyminen, kummastus, kummastuminen; French: étonnement; Galician: abraio, aglaio, medoña, infento; German: Staunen, Erstaunen, Verwunderung; Greek: έκπληξη, κατάπληξη, σοκ; Ancient Greek: θάμβος, ἔκπληξις, θαῦμα; Icelandic: undrun; Irish: uafás; Italian: stupore, meraviglia, sorpresa, sbigottimento, attonimento; Japanese: 驚き, 驚愕; Korean: 놀람, 놀라움; Macedonian: чудење, зачудување; Malay: kekaguman; Malayalam: വിസ്മയം; Manx: ard-yindys; Maori: māharotanga; Persian: تعجب‎; Polish: zdziwienie, zdziwko, zdumienie, dziw, osłupienie; Portuguese: surpresa; Romanian: uimire, surprindere; Russian: удивление, изумление; Slovak: údiv, úžas; Spanish: asombro, estupefacción, sorpresa, extrañeza; Swedish: häpenhet, förvåning; Tajik: тааҷҷуб; Turkish: şaşkınlık, şaşırtı, sürpriz; Ukrainian: здивування, подив