περικλυτός
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
[ή, όν, κλύω) famous, renowned, of Hephaestus, Il.1.607, Od.8.287, Hes.Th.571; of heroes, Il.11.104, 18.326; of a minstrel, Od.1.325,8.83, etc.; of places, ἄστυ π. 4.9, 16.170; of things, π. δῶρα, ἔργα, excellent, noble, Il.7.299, 6.324, cf. Orph.Fr.238, al.
German (Pape)
[Seite 580] eigtl. rings umher gehört, wovon man rings umher hört, weit und breit berühmt, ruhmvoll; Hephästus, Il. 1, 607 Od. 8, 287 u. öfter; υἱός, Il. 18, 326; ἀοιδός, Od. 1, 325. 8, 83, wo man es ohne Grund »weit tönend od. singend« übersetzen will; auch von Sachen, ἔργα, Il. 6, 324, δῶρα, 7, 299. 9, 121; bei Hes. stets Beiwort des Hephästus.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
renommé alentour, illustre.
Étymologie: περί, κλύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κλυτός -ή -όν zeer beroemd; van zaken prachtig.
Russian (Dvoretsky)
περικλῠτός: всем известный, славный, знаменитый (ἀοιδός, ἄστυ, ἔργα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
περικλῠτός: -ή, -όν, (κλύω) ὁ πανταχοῦ φημιζόμενος, περιώνυμος «ξακουσμένος», Λατ. inclytus, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Α. 607, Ὀδ. Θ. 287· περικλυτὸς ἀμφιγυήεις Ἡσ. Θεογ. 571, («περικλυτὸς ἔνδοξος περισσῶς καὶ λίαν ὠνομασμένος διὰ τὴν τέχνην» Ἡσύχ.)· ἐπὶ ἡρώων, Ἰλ. Λ. 104, Σ. 326· ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Δ. 325, Θ. 83, κτλ.· ἐπὶ τόπων, π. ἄστυ Δ. 9, Π. 170· ἐπὶ πραγμάτων, π. δῶρα, ἔργα, ἔξοχα, λαμπρά, Ἰλ. Ζ. 324, Η. 299, Ι. 121. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ τοῖς Βυζ. πεζογράφοις.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(επικ. τ.)
1. (ιδίως για τον Ήφαιστο) αυτός του οποίου το όνομα ακούγεται παντού, περιώνυμος, ξακουστός
2. (για ήρωα) τρισένδοξος
3. (για αοιδό) ονομαστός για την τέχνη του
4. (για τόπο) περίφημος
5. (για πράγμ.) λαμπρός, έξοχος («δῶρα δ' ἄγ' ἀλλήλοισι περικλυτὰ δώομεν ἄμφω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλυτός «φημισμένος» (< κλύω «ακούω»), πρβλ. δουρικλυτός.
Greek Monotonic
περικλῠτός: -ή, -όν, ονομαστός παντού, ολόγυρα ξακουστός, φημισμένος, ένδοξος, Λατ. inclytus, σε Όμηρ.
Middle Liddell
περι-κλῠτός, ή, όν
heard of all round, famous, renowned, glorious, Lat. inclytus, Hom.
Mantoulidis Etymological
(=ξακουσμένος). Ἀπό τό περί + κλύω (=ἀκούω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.