κλάσμα

From LSJ
Revision as of 11:27, 28 February 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "θραῦμα, κλάσμα" to "θραῦμα, θραῦσμα, κλάσμα")

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλάσμα Medium diacritics: κλάσμα Low diacritics: κλάσμα Capitals: ΚΛΑΣΜΑ
Transliteration A: klásma Transliteration B: klasma Transliteration C: klasma Beta Code: kla/sma

English (LSJ)

ατος, τό, A fragment, morsel, IG22.1425.347,368, LXX 1 Ki.30.12, D.S.17.13, Ev.Marc.6.43, Plu.TG19, AP6.304 (Phan.), 11.153 (Lucill.); μελάθρων κλάσματα Inscr.Délos400.44 (ii B.C.). II lesion, rupture, Vett.Val.110.31.

German (Pape)

[Seite 1446] τό, das Abgebrochene, Bruchstück; Lucill. 30 (XI, 153); Plut. Tib. Gr. 19; N. T.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
morceau brisé, fragment.
Étymologie: κλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλάσμα -τος, τό [κλάω] stuk, brok.

Russian (Dvoretsky)

κλάσμα: ατος τό обломок (sc. τῶν δοράτων Plut.); кусок Anth., NT.

English (Strong)

from κλάω; a piece (bit): broken, fragment.

English (Thayer)

κλασματος, τό (κλάω), a fragment, broken piece: plural, of remnants of food, Xenophon, cyn. 10,5; Diodorus 17,13; Plutarch, Tib. Gr. 19; Anthol.; the Sept..)

Greek Monolingual

το (AM κλάσμα) κλώ
τεμάχιο, κομμάτι, τμήμα μονάδας («ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα... καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε;», ΚΔ)
νεοελλ.
1. μαθ. ο μη ακέραιος ρητός αριθμός, που γράφεται υπό τη μορφή α/β, όπου ο α λέγεται αριθμητής και ο β παρονομαστής
2
(χημ) το συστατικό ενός μίγματος που χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες, όπως λ.χ. είναι η διαλυτότητα, τα όρια ζέσης και τήξης, με βάση τις οποίες καθίσταται δυνατός ο διαχωρισμός του από το υπόλοιπο μίγμα κατά τις διεργασίες απόσταξης, διύλισης κ.ά.
μσν.
(για γόνατα) λύγισμα, άρθρωση
μσν.-αρχ.
1. σπάσιμο, θλάση, εξάρθρωση
2. διάρρηξη, εισβολή σε σπίτι
αρχ.
1. τρίμμα, ψίχουλο, απομεινάρι
2. ρήγμα, ρωγμή, χάσμα, ράγισμα.

Greek Monotonic

κλάσμα: -ατος, τό (κλάω), αυτό που σπάζεται, κομμένο κομμάτι, τεμάχιο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κλάσμα: τό, τὸ θραυσθέν, ἀποκοπέν, τεμάχιον, Ἀνθ. Π. 6. 304., 11. 153, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 19, Καιν. Διαθ.

Middle Liddell

κλάσμα, ατος, τό, κλάω
that which is broken off, a fragment, morsel, NTest., Plut.

Chinese

原文音譯:kl£sma 克拉士馬
詞類次數:名詞(9)
原文字根:破碎(果效)
字義溯源:片,碎片,餅屑,零碎;源自(κλάω)*=破碎)
出現次數:總共(9);太(2);可(4);路(1);約(2)
譯字彙編
1) 零碎(9) 太14:20; 太15:37; 可6:43; 可8:8; 可8:19; 可8:20; 路9:17; 約6:12; 約6:13

Mantoulidis Etymological

(=κομμάτι). Ἀπό τό κλάω (=σπάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

fragment

Arabic: قِطْعَة‎, شَقَفَة‎, كَسْرَة‎; Hijazi Arabic: قِطْعة‎, شَقْفة‎, كَسْرة‎; Armenian: կտոր; Belarusian: аскепак, аскалёпак, асколак, фрагмент, фрагмэнт, абломак, адломак, зломак, кусок; Bulgarian: къс, парче, отломък, фрагмент; Catalan: fragment; Chinese Mandarin: 碎片, 碎屑, 斷片/断片, 碴兒/碴儿; Czech: úlomek, fragment, zlomek, střep; Danish: fragment; Dutch: fragment; Esperanto: fragmento; Finnish: sirpale, osanen, fragmentti; French: fragment; Galician: fragmento, retrinco; German: Fragment, Bruchstück; Greek: θραύσμα; Ancient Greek: θραῦμα, θραῦσμα, κλάσμα; Hebrew: פָּרוּר‎, רְסִיס‎; Hungarian: töredék, darab; Indonesian: fragmen; Irish: boim; Italian: frammento; Japanese: 断片, 破片, フラグメント, 欠片; Kazakh: фрагмент, үзік, үзiндi; Korean: 조각, 파편(破片); Kurdish Central Kurdish: لەت‎; Latin: fragmen, fragmentum; Macedonian: одломка; Malay: serpihan, fragmen; Maori: mōrohe, mōtete, kuru, rutunga, kongakonga, kora, korakora, tūāporo, porohanga, rutunga, tīmokamoka; Norwegian Bokmål: fragment, bruddstykke; Nynorsk: fragment; Old English: ġebrot; Old Norse: brot; Persian: قطعه‎, پارچه‎; Polish: odłamek, ułamek, fragment; Portuguese: fragmento; Romanian: bucată, fragment, fărâmă, crâmpei; Russian: осколок, обломок, кусок, фрагмент; Sanskrit: खण्ड; Scots: pran; Scottish Gaelic: bìdeag, criomag, mìr; Serbo-Croatian Cyrillic: фра̀гмент, у̀ломак, о̀дломак, ко̀ма̄д; Roman: fràgment, ùlomak, òdlomak, kòmād; Slovak: úlomok, zlomok, kúsok, fragment; Slovene: drobec; Spanish: fragmento; Swedish: fragment; Tajik: порча; Turkish: parça, bölüm, kısım, kırıntı; Ukrainian: шмат, шматок, кусок, кусень, фрагмент, уламок, кусок; Uyghur: پارچە‎‎; Uzbek: parcha; Yiddish: פֿראַגמענט‎