περιδρομή
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
ἡ,
A running round, encircling, Plu.Aem.20 (pl.); πλάναι καὶ -δρομαί Id.2.493d, etc.; περιδρομὴν ποιεῖσθαι = wheel about, X.Cyn.10.11.
2 revolution, περιδρομαὶ ἐτῶν E.Hel.776.
3 a military manoeuvre = Lat. decursio, στρατιωτῶν D.C.76.15; π. ἐνόπλιοι Id.77.16.
II κατὰ περιδρομήν = cursorily, J.AJ20.12.1; ἐκ περιδρομής Ptol.Tetr.55.
III getting round, cajolery, Memn.8.1, PLond.2.415.12 (iv A. D.); περιδρομὴ θεραπείας = Lat. ambitus, D.C.78.22.
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, das Herumlaufen, der Umlauf; διῆλθον ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν, Eur. Hel. 782; Plut. de superst. 11 u. öfter u. a. Sp.; auch Umgehung, Überlistung, Memnon. 8.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 course autour, course circulaire, circuit;
2 fig. action de circonvenir, fraude.
Étymologie: περίδρομος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιδρομή -ῆς, ἡ περίδρομος rondgang; Plut. Rom. 21.5; van tijd. ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν zeven jaargangen Eur. Hel. 776.
Russian (Dvoretsky)
περιδρομή: ἡ
1 бег по кругу Plut.;
2 круговращение, круговорот (ἐτῶν Eur.; τοῦ ἡλίου Plut.);
3 бесцельное хождение, шатание (πλάναι καὶ περιδρομαὶ εἰς οὐδὲν χρηστόν Plut.).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῖσθαι», Ξεν.
β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.)
(μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες», Ευστ.
β. «ἱερωσύνην περιδρομῇ ἥρπασας», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
1. περιστροφή, κύκλος («ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν», Ευρ.)
2. γρήγορη επίθεση από όλα τα σημεία («περιδρομὴ στρατιωτῶν», Δίων Κάσσ.)
3. φρ. «περιδρομὴ θεραπείας» — η περίοδος της θεραπείας (Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δρομή (< δραμεῖν απρμφ. αορ. του τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δρεμ- (πρβλ. ἔδραμον, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα)].
Greek Monotonic
περιδρομή: ἡ (περιδρᾰμεῖν),·
1. τρέξιμο γύρω από, σε Πλούτ.· περιδρομὴ ποιεῖσθαι, κάνοντας περιστροφή, σε Ξεν.
2. περιφορά, τροχιά, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
περιδρομή: ἡ, τὸ περιτρέχειν, Πλουτ. Αἰμίλ. 20, κτλ.· π. ποιεῖσθαι, περιστρέφεσθαι, περιτρέχειν, Ξεν. Κυν. 10, 11. 2) περιστροφή, κύκλος, περιδρομαὶ ἐτῶν Εὐρ. Ἑλ. 776· ἡ τοῦ ἡλίου π. Πλούτ. 2. 886C, κτλ. ΙΙ. τὸ περιτρέχειν, χρώμενα πλάναις καὶ περιδρομαῖς, ἐπὶ ζῴων, αὐτόθι 493D. ΙΙΙ. ἐξαπάτησις, Μέμνων 8.
Middle Liddell
περιδρομή, ἡ, [περιδρᾰμεῖν]
1. a running round, Plut.; π. ποιεῖσθαι to wheel about, Xen.
2. a revolution, orbit, Eur.
English (Woodhouse)
Translations
revolution
Arabic Moroccan Arabic: دورة; Armenian: պտույտ; Asturian: revolución; Bulgarian: въртене; Catalan: revolució; Chinese Mandarin: 旋轉/旋转; Dutch: omwenteling; Finnish: kierros, pyörähdys; French: tour, révolution; Galician: revolución; German: Umdrehung; Greek: περιστροφή; Ancient Greek: περιστροφή; Hindi: परिक्रमण, भ्रमण, परिभ्रमण; Hungarian: fordulat, forgás; Indonesian: revolusi; Japanese: 回転; Kurdish Central Kurdish: خول; Latin: revolutio; Luxembourgish: Ëmdréiung; Malay: pusingan; Manx: cassey, çhyndaa; Maori: hurihanga, whananga; Norwegian Bokmål: rotasjon, omdreining; Nynorsk: omdreiing; Persian: گشتن, بازگشتن; Polish: obrót; Portuguese: revolução, rotação, giro; Russian: вращение, оборот; Spanish: revolución; Swahili: geuza; Swedish: rotation; Turkish: döngü; Walloon: toû; Welsh: amdro, amdroeon
deception
Albanian: mashtrim; Arabic: خِدَاع, خَدْع; Armenian: խաբեբայություն; Azerbaijani: aldatma; Belarusian: падман; Bengali: প্রবঞ্চনা; Bulgarian: измама, лъжа, заблуждение; Catalan: engany; Chinese Mandarin: 騙局/骗局, 欺騙/欺骗, 欺詐/欺诈; Czech: podvod, klam, balamucení; Danish: bedrag; Dutch: bedrog, bedriegerij, misleiding; Esperanto: trompo; Estonian: pettus; Finnish: petos; French: supercherie, tromperie; Georgian: მოტყუება; German: Betrug, Betrügerei, Täuschung; Greek: απάτη; Ancient Greek: αβδήλευμα, ἀπάτα, ἀπάτησις, ἀποπλάνημα, διαμύθησις, δόλος, δόλωσις, ἔμπαιγμα, ἐξαπάτα, ἐξαπάτη, ἐξαπάτησις, ἐπιθεσία, ἠπερόπευμα, καβδηλεία, κατασοφισμός, κατεπίθεσις, μεθοδεία, παράκρουσις, παράπεισις, παραψηφισμός, παρεύρεσις, περιδρομή, πηνηκισμός, προσποίημα, πτερνισμός, ὑποπέττευμα, φενακισμός, φήλωμα, χλεύη; Hebrew: אֲחִיזַת עֵינַיִם, מִרְמָה; Hindi: धोखा, छल; Hungarian: megtévesztés; Icelandic: blekking; Irish: bréag; Italian: mistificazione, inganno, sotterfugio, raggiro, frode; Japanese: ごまかし, いんちき, 欺瞞, 欺騙; Kazakh: алдау; Korean: 기만, 속임, 사기; Kurdish Central Kurdish: بێ باوەڕی: چاوبەست, فڕوفێڵ; Northern Kyrgyz: алдоо; Latin: captio, dolus; Latvian: maldināšana; Lithuanian: apgavystė; Macedonian: измама; Malay: penipuan; Norwegian Bokmål: bedrag; Persian: فریب; Polish: oszustwo, bałamuctwo; Portuguese: enganação, engano, logro; Romanian: decepție, amăgire; Russian: обман, ложь, заблуждение; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏бмана, пре̏вара, прије̑вара; Roman: ȍbmana, prȅvara, prijȇvara; Slovak: podvod; Slovene: prevara; Spanish: engaño, socaliña; Swedish: bedrägeri; Tajik: фиреб; Tatar: алдау, алдак; Thai: การหลอกลวง; Tocharian B: kuhākäññe, tārśi; Turkish: kandırma, yanıltma, aldatma; Turkmen: aldaw; Ukrainian: обман; Urdu: دھوکا, فریب; Uyghur: ئالداش; Uzbek: aldash, firib; Vietnamese: sự lừa dối