αἶθοψ

From LSJ
Revision as of 17:00, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθοψ Medium diacritics: αἶθοψ Low diacritics: αίθοψ Capitals: ΑΙΘΟΨ
Transliteration A: aîthops Transliteration B: aithops Transliteration C: aithops Beta Code: ai)qoy

English (LSJ)

οπος, (αἰθός, ὄψ) A fiery-looking, in Hom. as epithet of metal, flashing, αἴθοπι χαλκῷ Il.4.495, etc.; and of wine, sparkling (or 'fiery', cf. Epigr. ap. Luc.Dips.6), αἴθοπα οἶνον 4.259, etc.; once of smoke, mixed with flame (cf. αἴθαλος), Od.10.152; αἶ. φλογμός, λαμπάς, E. Supp.1019, Ba.594 (both lyr.). 2 black, Opp.H.1.133, etc.; αἴθοπι κισσῷ App.Anth.3.166 (Procl.). II metaph., fiery, keen, λιμός Hes.Op.363; μῶμος Tim. Pers.223; δίψη Nonn.D.15.7; βα- σκανίη AP5.217 (Agath.).

Spanish (DGE)

-οπος
1 de objetos de metal o del fuego brillante, resplandeciente χαλκῷ Il.4.495, 5.562, 681, Od.21.434, Hes.Sc.135, cf. αἴθοπα γὰρ οὐ καλεῖ τὸν ζοφερόν, ἀλλὰ τὸν διαυγῆ καὶ λαμπρόν Plu.2.692f, φλογμός E.Supp.1019, φλόγες αἴθοπες ἄστρων Nonn.D.2.188, λαμπάς E.Ba.594, ἵπποι de los caballos del Sol, Nonn.D.38.321.
2 del vino tinto οἶνος Il.1.462, 4.259, 5.341, 6.266, Od.2.57, 3.459, Hes.Op.592, 724, E.Fr.896, cf. Αἰθίοψ II 2
c. otras palabras oscuro, negruzco καπνός Od.10.152, κορακῖνον ἐπώνυμον αἴθοπι χροιῇ = la corvina (ict.) llamada así por su negra piel Opp.H.1.133, αἶθοψ κισσός (lo mismo que el μέλας κισσός) Procl.Epigr.2.3.
3 fig. ardiente, atroz, negro λιμός Hes.Op.363, δίψη Nonn.D.15.7, μῶμος Tim.15.210, βασκανίη AP 5.218 (Agath.), Ὕδρη (por su mordedura) Arat.697.
• Etimología: Cf. αἴθω.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ, ἡ)
1 qui est couleur de feu ; étincelant, éclatant;
2 fig. enflammé, ardent ; violent, furieux.
Étymologie: αἴθω, ὤψ.

Greek (Liddell-Scott)

αἶθοψ: -οπος, (αἰθός, ὄψ) ὁ ἔχων ὄψιν πυρός. Παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. μετάλλων = ἀστράπτων, αἴθοπι χαλκῷ, Ἰλ. Δ. 495, κτλ.· καὶ ἐπὶ οἴνου = ἀφρίζων, πομφολύζων (οὐχὶ θερμὸς ὡς πῦρ ἢ δυνατός, καθὼς ἄλλοι ἑρμηνεύουσιν)· αἴθοπα οἶνον, Δ. 259, κτλ.· ἅπαξ ἐπὶ καπνοῦ, Ὀδ. Κ. 152, ἔνθα πιθανῶς σημαίνει ἐρυθρὸν καπνόν, ὅ ε. μεμιγμένον μετὰ φλογός, ὡς τὸ αἴθαλος· κατόπιν αἶθοψ φλογμός, λαμπάς, Εὐρ. Ἱκ. 1019, Βάκχ. 594. 2) σκοτεινός, ἀμαυρός, μέλας, Ὀππ. Ἁλ. 1. 133, κτλ.· αἴθοπι κισσῷ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 69. ΙΙ. μεταφ., πυρώδης, θερμός, ὀξύς, Λατ. ardens, λιμός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 361· βασκανίη, Ἀνθ. Π. 5. 218: ὁρμητικός, μανιώδης, ἀνήρ, Σοφ. Αἴ. 224· ἴδε ἐν λέξ. αἴθων.

Greek Monotonic

αἶθοψ: -οπος (αἴθω, ὄψ),
I. 1. αυτός που έχει φλογισμένη όψη, λέγεται για μέταλλο, αυτό που αστράφτει, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για κρασί, αυτό που αφρίζει, στο ίδ.· επίσης, για καπνό, ανακατεμένος με φλόγα, σε Ομήρ. Οδ.
2. μελανός, σκοτεινός, σε Ανθ.
II. μεταφ., φλογερός, θερμός, οξύς, Λατ. ardens, σε Ησίοδ., Σοφ.

Middle Liddell

αἴθω, ὄψ]
I. fiery-looking, of metal, flashing, Il., etc.; of wine, sparkling, Il.; of smoke, mixed with flame, Od.
2. swart, dark, Anth.
II. metaph. fiery, keen, eager, Lat. ardens, Hes., Soph.

German (Pape)

οπος,
1 funkelnd, Hom. oft, aber nur in den Formen αἴθοπι und αἴθοπα, fast immer als Epitheton von χαλκός oder οἶνος, fast immer als fünfter Versfuß, das subst. im sechsten: αἴθοπι χαλκῷ Versende Il. 4.495, 5.562, 681, 13.305, 17.3, 87, 592, 18.522, 20.111, 117, Od. 21.434, αἴθοπι οἴνῳ Versende Il. 23.237, 250, 24.791, αἴθοπα οἶνον Versende Il. 1.462, 4.259, 5.341, 6.266, 14.5, 16.226, 230, 24.641, Od. 2.57, 3.459, 7.295, 9.360, 13.8, 17.536, 24.364, αἴθοπα καπνόν Versende Od. 10.152, σπένδων (σπείσας δ') αἴθοπα οἶνον Versanfang Il. 11.775, Od. 14.447, αἴθοπα οἶνον ἐρυθρόν (ἀγείρας) Versende Od. 12.19, 19.197. Vgl. Athen. 1.26b. – Eur. φλογμός Suppl. 1019, λαμπάς Bacch. 549; sp.D.
2 hitzig, heftig, λιμός, Heißhunger, Hes. O. 361; ἀνήρ Soph. Aj. 221, v.l. αἴθων, wird παρακεκινηκώς erkl.; βασκανία Agath. 14 (V.218).