ὑποστολή
English (LSJ)
ἡ,
A fasting, Plu.2.129c, Heliod. ap. Orib.46.20.6.
2 omission of a letter, τοῦ ῑ A.D.Adv.187.22: generally, removal, Id.Pron.91.26, al.
II shrinking, timidity, evasion, Ep.Hebr.10.39, Hsch.; δι' ὑποστολῆς holding back, Ascl.Tact.10.21; μετά τινος ὑ. with a certain reserve, Phld.Rh.1.108 S.
III concealment, dissimulation, J.BJ2.14.2.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
resserrement, diminution.
Étymologie: ὑποστέλλω.
German (Pape)
ἡ, das Herunterziehen, Herunterlassen (?). – Das Nachlassen, Vermindern, Plut. – Niedergeschlagenheit, Kleinmut, Furcht, Plut. und Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστολή: ἡ
1 уменьшение, сокращение Plut.;
2 боязнь, колебание NT;
3 грам. опущение буквы.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστολή: ἡ κατὰ μικρὸν ἐλάττωσις τῆς τροφῆς, περιορισμὸς τῆς διαίτης, Πλούτ. 2. 129C, 475F, Ὀρειβάσ. 105 Cocch. 2) ἡ ἀποβολὴ γράμματος, Α. Β. 600, 30. ΙΙ. «δειλία, φυγὴ» Ἡσύχ., προβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἐβρ. ι΄, 39.
English (Strong)
from ὑποστέλλω; shrinkage (timidity), i.e. (by implication) apostasy: draw back.
English (Thayer)
ὑποστολῆς, ἡ (ὑποστέλλω, which see), properly, a withdrawing (Vulg. subtractio) (in a good sense, Plutarch, anim. an corp. aff. sint pej. § 3under the end); the timidity of one stealthily retreating: οὐκ ἐσμεν ὑποστολῆς (see εἰμί IV:1g.), we have no part in shrinking back etc., we are free from the cowardice of etc. (R. V. we are not of them that shrink back etc.), λάθρᾳ τά πολλά καί μεθ' ὑποστολῆς ἐκακουργησεν, Josephus, b. j. 2,14, 2; ὑποστολην ποιοῦνται, Antiquities 16,4, 3).
Greek Monolingual
η / ὑποστολή, ΝΜΑ ὑποστέλλω
νεοελλ.
1. καταβιβασμός, κατέβασμα, μάζεμα (α. «υποστολή της σημαίας» β. «υποστολή τών ιστίων»)
2. περιορισμός, ελάττωση, μείωση («υποστολή αξιώσεων»)
αρχ.
1. ελάττωση δίαιτας, μείωση τροφής, νηστεία
2. προσποίηση, απάτη
3. ταπεινοφροσύνη
4. αποχώρηση, απόσυρση
5. αυτοσυγκράτηση, συστολή
6. σύνεση
7. δειλία, ατολμία
8. απροθυμία, δισταγμός·9. αποβολή γράμματος·10. (κατά τον Ησύχ.) «δειλία, φυγή».
Greek Monotonic
ὑποστολή: ἡ, δισταγμός, οπισθοχώρηση, ατολμία, αποφυγή, υπεκφυγή, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ὑποστολή, ἡ,
a shrinking back, evasion, NTest.
Chinese
原文音譯:Øpostol» 虛坡-士拖累
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在下-安放(著)
字義溯源:退縮,退後,膽怯;源自(ὑποστέλλω)=被抑制),由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 退縮(1) 來10:39
Mantoulidis Etymological
(=κατέβασμα). Ἀπό τό ὑποστέλλω → ὑπό + στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.