ἑρμηνεία

From LSJ
Revision as of 07:45, 15 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμηνεία Medium diacritics: ἑρμηνεία Low diacritics: ερμηνεία Capitals: ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Transliteration A: hermēneía Transliteration B: hermēneia Transliteration C: ermineia Beta Code: e(rmhnei/a

English (LSJ)

ἡ, (ἑρμηνεύω)
A interpretation, explanation, Pl.R. 524b (pl.), Tht.209a, Epicur.Nat.28.1; especially of thoughts by words, expression, Diog.Apoll.1,X.Mem.4.3.12; χρῆσθαι τῇ γλώσσῃ πρὸς ἑρμηνείαν Arist.PA660a35, cf. de An.420b19, Resp.476a19, Hermog. Inv.1.1, etc.; mediation, Pl.Epin.984e; style, D.H.Comp.1,al., Demetr.Eloc. 1, etc.; an expression, ἡ ἀκόλουθος ἑρμηνεία Sch.Pi.O.3.1: also in plural, αἱ Πλατωνικαὶ ἑρμηνεῖαι = Plato's gifts of style, D.H.Pomp.1.2.
2 in Music, expression, Plu.2.1138a, 1144d.
3 translation, Aristeas 3, Ph.2.141; ἑρμηνεία τῶν Πωμαϊκῶν POxy.1201.12 (iii A.D.); ἑρμηνεία ἔχειν to mean when translated, Ph.1.232, Porph.Plot.17.

German (Pape)

[Seite 1032] ἡ, Auslegung, Erklärung, Plat. Rep. VII, 524 b, λόγος ἦν ἡ τῆς σῆς διαφορότητο ς ἑρμ. Theaet. 209 a; Sp. – Der Ausdruck, die Fähigkeit, sich auszudrücken, die Sprache, Xen. Mem. 4, 3, 12; τῇ γλώττῃ χρῆται πρὸς τὴν ἑρμηνείαν Arist. de respir. 11; part. anim. 3, 17; Rhett.; – die Fähigkeit zu erklären, das Dollmetschen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 expression d'une pensée ; élocution, faculté de s'exprimer;
2 interprétation d'une pensée ; éclaircissement, explication;
NT: traduction.
Étymologie: ἑρμηνεύς.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμηνεία:
1 словесное выражение мыслей, умение изъясняться (διὰ τῆς ὀνομασίας Arst.): τὸ ἑρμηνείαν δοῦναι Xen. наделить даром речи; χρῆσθαι τῇ γλώσσῃ πρὸς ἑρμηνείαν Arst. обладать членораздельной речью;
2 разъяснение, объяснение, истолкование, раскрытие смысла (τῆς διαφορότητος Plat.; ἑρμηνείαν ποιεῖν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμηνεία: ἡ, (ἑρμηνεύω) ἐξήγησις, διασαφήνισις, Διογ. Ἀπολλωνιάτ. ἐν Ἀποσπ. 1,
Πλάτ. Πολ. 524Β, Θεαίτ. 209Α· ἡ δύναμις τοῦ διὰ λόγων ἐκφράζειν τὰ διανοήματα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 12· χρῆσθαι τῇ γλώττῃ πρὸς ἑρμηνείαν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 5, πρβλ. τὸ περὶ Ψυχ. 2. 8, 16, π. Ἀναπν. 11, 1· ἔκφρασις, αἱ Πλατωνικαὶ ἑρμ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 1. 2· ὑπόμνημα ἑρμηνευτικόν, ἑρμηνεία εἰς τὴν ὀκτάτευχον Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 7. 8, κλ.

English (Strong)

from the same as ἑρμηνεύω; translation: interpretation.

English (Thayer)

(ἑρμηνευτής) ἑρμηνευτου, ὁ (ἑρμηνεύω, which see), an interpreter: L Tr WH marginal reading (Plato, politic., p. 290c.; for מֵלִיץ in Genesis 42:23.)

Greek Monolingual

η (AM ἑρμηνεία) ερμηνεύς
1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας
2. μετάφραση κειμένου
3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη
4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση του νομοθέτη, με παραβολή και σύγκριση προς την όλη νομοθεσία και νομολογία
5. (νομ.) «αυθεντική ερμηνεία» — η διασαφήνιση της έννοιας παλαιότερου νόμου με νεώτερο νομοθέτημα
6. ορθή κατανόηση και απόδοση μουσικού ή θεατρικού έργου
αρχ.
1. ικανότητα ή δύναμη στην έκφραση
2. δεξιότητα, κομψότητα στον γραπτό λόγο, το συγγραφικό τάλαντο («αἱ πλατωνικαί ἑρμηνεῖαι» — κομψότητες στη διατύπωση)
3. (ειδ. για φυσικά φαινόμενα) η εκδήλωση.

Greek Monotonic

ἑρμηνεία: ἡ (ἑρμηνεύω), μετάφραση, επεξήγηση, αποσαφήνιση, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

ἑρμηνεία, ἡ, ἑρμηνεύω
interpretation, explanation, Plat., Xen.

Chinese

原文音譯:˜rmhne⋯a 赫而姆尼阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:解釋
字義溯源:繙譯,繙,解釋,繙出來的話;源自(ἑρμηνεύω)=解釋),而 (ἑρμηνεύω)出自(Ἑρμῆς)*=希耳米,希臘諸神使者之名)
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編
1) 繙譯(1) 林前14:26;
2) 繙(1) 林前12:10

English (Woodhouse)

explanation, interpretation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)