τερπνός
English (LSJ)
τερπνή, τερπνόν, (τέρπω)
A delightful, pleasant (Hom. only as v.l., Od.8.45), Thgn.1019 (= Mimn.5.3), Pi.O.6.57, al., A.Ag.143 (lyr.), etc.; τερπνὰ παθών Tyrt.12.38; also in Prose, Democr.211; πρὸς τὸ τερπνόν Th.2.53, cf. Pl.Cra.419d; τὰ τερπνά = delights, pleasures, Isoc.1.21, X.Mem.2.1.23; τὸ τερπνόν = enjoyment, Metrod.Fr.47.
2 rarely of persons, αὑτῷ δὲ τερπνός = to his own content, S.Aj.967; γέρων τ. Anacreont.37.1.
II regul. Comp. τερπνότερος Phld.Oec.p.9 J.: Sup. τερπνότατος Thgn.256; irreg. τέρπνιστος Call.Fr.256; Adv. τέρπνιστα (or τερπνίστα [τα]) Id. in PSI11.1218c6.
III Adv. τερπνῶς Thgn. 914, S.Fr.583.5.
German (Pape)
[Seite 1094] bei Eur. auch 2 Endgn (s. aber Dind. Eur. I. T. 1495), vergnügend, erfreulich, anmutig, angenehm, reizend; Hom. nur als v.l., Od. 8, 45; Theogn.; Mimn. 5, 3; oft bei Pind., Ἥβη Ol. 6, 57, τελευτά P. 9, 66, χάρις I. 3, 90, ἄνθεα N. 7, 53, τὰ τερπνὰ καὶ γλυκέα πάντα Ol. 14, 5, u. oft τὸ τερπνόν, wie P. 8, 93 N. 7, 74; τερπνὸν δὲ τἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν ἅπαν, Aesch. Ag. 876; ὦ τερπνὸν ὄμμα, Ch. 236, u. öfter; τὰ τερπνὰ πικρὰ γίγνεται, Soph. O. C. 621; αὑτῷ δὲ τερπνὸς τέθνηκε, Ai. 946; λόγοισι τερπνοῖς ἀκοῦσαι, Eur. Andr. 290, u. öfter; Plat. neben ἡδύ u. χαρτόν, Prot. 358 a; ἡδοναί, Eur. Suppl. 469; sp. D., die es auch für froh, fröhlich, heiter brauchen, γέρων, Anacr. 37, 1; auch in Prosa: τὰ τερπνά, = ἡδοναί, Isocr. 1, 21; Thuc. 2, 53; τῶν τερπνῶν οὐδενὸς ἄγευστος ἔσῃ, Xen. Mem. 2, 1, 23; Sp. – Compar. sowohl regelmäßig τερπνότερος, Strat. 4 (XII, 4) u. sonst, als unregelmäßig τερπνίστατος, τέρπνιστος, Callim. fr. 256 in VLL.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
1 réjouissant, agréable, charmant ; τὸ τερπνόν le charme, le plaisir ; τὰ τερπνά les plaisirs;
2 gai, joyeux : αὑτῷ τερπνός SOPH litt. qui se plaît à lui-même, càd plein de joie.
Étymologie: τέρπω.
Russian (Dvoretsky)
τερπνός:
1 приятный, милый (λόγοι Eur.);
2 прелестный (ἄνθεα Pind.);
3 радостный, веселый (γέρων Anacr.): αὑτῷ τ. Soph. радуясь в душе, радостно.
Greek (Liddell-Scott)
τερπνός: -ή, -όν, (τέρπω) εὐφρόσυνος, εὐχάριστος, προξενῶν τέρψιν, εὐάρεστος, χαροποιὸς (παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς διάφορ. γραφὴ ἐν Ὀδ. Θ. 45 ἀντὶ τοῦ τέρπειν), Θέογν. 1013, Μίμνερμ. 5. 3, Πίνδ., Αἰσχύλ., κλπ.· τερπνὰ παθὼν Τυρταῖ. 9. 38· ὡσαύτως, ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, πρὸς τὸ τερπνὸν Θουκ. 2. 53, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 419C, D· τὰ τερπνά, αἱ τέρψεις, αἱ ἡδοναί, Ἰσοκρ. 6C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 23. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπων, αὑτῷ δὲ τερπνὸς Σοφ. Αἴ. 967. ΙΙ. ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ὑπερθετ. τερπνότερος, -ότατος, Θέογν. 1062. 256· ἀνώμαλ., τέρπνιστος, Καλλ. Ἀποσπ. 256. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. τερπνῶς, Θέογν. 910, Σοφ. Ἀποσπ. 517. 5.
English (Slater)
τερπνός (-ός; -ᾶς, -άν, -αῖσι; -όν, -ῷ, -όν, -ά, -ῶν, -ά.) pleasant τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας (O. 6.57) τερπναῖσι θαλίαις (O. 10.76) ἔντυεν τερπνὰν γάμου κραίνειν τελευτάν (P. 9.66) ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς (N. 1.56) κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια (N. 7.53) σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν (I. 4.72) ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (Pae. 12.13) λόγον τερπνῶν ἐπέων (Pae. 14.34) τῷδ ἐν ἄματι τερπνῷ (Pae. 15.1) σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 5. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2. n. pro subs., pleasure τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν (O. 8.53) κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν (O. 9.28) ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν (O. 10.93) αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν (O. 13.115) σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκἔ ἄνεται πάντα βροτοῖς (O. 14.5) ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται (P. 8.93) τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν (P. 10.19) εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται (N. 7.74) τερπνὸν ἐφάμερον διώκων (I. 7.40) καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 3. δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν (sc. the soul) fr. 131b. 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τερπνός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που προξενεί τέρψη, ευχάριστος, ευάρεστος (α. «η προφήτισσα Μαρία μ' ένα τύμπανο τερπνό», Σολωμ.
β. «τῷ γὰρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν τερπνήν», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «το τερπνόν μετά του ωφελίμου» — λέγεται σε περίπτωση κατά την οποία ένα έργο ή μια ενέργεια συνδυάζει ταυτόχρονα το ευχάριστο αποτέλεσμα με το όφελος
αρχ.
1. (για πρόσ.) φαιδρός, εύθυμος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερπνόν
απόλαυση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τερπνά
οι ηδονές.
επίρρ...
τερπνώς / τερπνῶς ΝΜΑ, και τερπνά Ν
με τέρψη, με ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω + επίθημα -νός (πρβλ. στεγνός)].
Greek Monotonic
τερπνός: -ή, -όν (τέρπω)·
1. ευχάριστος, χαρούμενος, ευάρεστος, αυτός που προκαλεί τέρψη, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ τερπνόν, χαρά, ευχαρίστηση, σε Θουκ.· τὰ τερπνά, τέρψεις, ηδονές, σε Ξεν.
2. λέγεται για πρόσωπα, αὑτῷ τερπνός, με ευχαρίστηση για τον εαυτό του, σε Σοφ. — συγκρ. και υπερθ., τερπνότερος, τερπνότατος, σε Θέογν.· μεταγεν. τέρπνιστος· επίρρ., τερπνῶς, στον ίδ.
Middle Liddell
τερπνός, ή, όν τέρπω
1. delightsome, delightful, pleasant, agreeable, glad, Theogn., Aesch., etc.; τὸ τερπνόν delight, pleasure, Thuc.; τὰ τερπνά delights, pleasures, Xen.
2. of persons, αὑτῷ τερπνός with joy to himself, Soph.:—comp. and Sup. τερπνότερος, -ότατος, Theogn.; later, -ιστος:—adv. τερπνῶς, Theogn.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=εὐχάριστος). Ἀπό τό ρῆμα τέρπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
delightful
Arabic: بَهِيج; Azerbaijani: fərəhli; Bikol Central: masanggaya; Bulgarian: възхитителен; Catalan: encantador; Chinese Mandarin: 嫵媚/妩媚, 愉快; Esperanto: rava; Estonian: rõõmustav; Finnish: ihastuttava, ihana; French: délicieux; Old French: delitable; German: reizvoll, entzückend, angenehm; Greek: αξιαγάπητος, ευχάριστος, απολαυστικός, τερπνός; Ancient Greek: γλυκύθυμος, γλυκύς, ἐνήδονος, ἐπιτερπής, εὐτερπής, ἐφίμερος, ἡδονικός, θυμαρής, θυμήρης, νήδυμος, πολυγηθής, τερπνός, τερψίφρων; Irish: caithiseach; Japanese: 楽しい, 愉快な; Korean: 매우 기쁜; Latin: iucundus, voluptuosus; Persian: دلپذیر, دلپسند; Romanian: delicios; Russian: восхитительный, очаровательный, приятный; Sanskrit: रम्य; Spanish: delicioso
pleasing
Arabic: سَارّ; Bulgarian: приятен; Chinese Mandarin: 愉快; French: plaisant; Georgian: სასიამოვნო; German: angenehm; Ancient Greek: ἀρεστός; Hungarian: kellemes; Japanese: 楽しい; Latin: placens, placitus, venustus; Macedonian: пријатен, допадлив; Middle English: wynsom; Polish: przyjemny, miły; Portuguese: agradável; Romanian: agreabil, plăcut; Russian: приятный; Sanskrit: गूर्त; Scottish Gaelic: tlachdmhor; Spanish: grato; Turkish: hoş
pleasant
Arabic: سَارّ, لَطِيف, مُمْتِع; Armenian: հաճելի; Azerbaijani: xoş, fərəhli; Belarusian: прыемны; Bengali: আনন্দদায়ক, খোশ; Bulgarian: приятен; Catalan: agradable, plaent; Chinese Mandarin: 愉快; Czech: příjemný; Danish: behagelig, rar; Dutch: aangenaam, behaaglijk, plezierig, fijn; Esperanto: agrabla, plezura; Estonian: meeldiv; Finnish: miellyttävä, mukava, rattoisa, kiva; French: agréable, plaisant; Galician: pracenteiro; German: angenehm; Gothic: 𐍅𐍉𐌸𐌴𐌹𐍃, 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌽𐌴𐌼𐍃; Greek: ευχάριστος; Ancient Greek: ἡδύς; Hebrew: נָעִים; Hindi: सुखद; Hungarian: kellemes, rokonszenves; Irish: grianmhar, lách, aiteasach, aoibheallach; Italian: piacevole, gradito, gradevole; Japanese: 愉快な, 楽しい; Korean: 유쾌하다, 즐겁다, 기분 좋은; Latin: amoenus, bellus, benignus, blandus, dulcis, gratus, iucundus, suavis; Macedonian: пријатен; Maori: makue, pārekareka, purotu, rerehua, matareka, āhuareka; Minangkabau: lamak; Norman: pliaîsant; Old English: wynsum; Persian: دلپذیر; Polish: przyjemny; Portuguese: agradável; Romanian: plăcut, plăcută, savurabil, agreabil; Russian: приятный; Sardinian: galanu; Scottish Gaelic: tlachdmhor; Serbo-Croatian Cyrillic: при̏ја̄тан; Roman: prȉjātan; Slovak: príjemný; Slovene: prijeten; Spanish: agradable, placentero; Swabian: ognehm; Swedish: angenäm, trevlig, behaglig; Thai: สนุก; Turkish: sevimli, tatlı, hoş, güzel; Ukrainian: приє́мний; Vietnamese: dễ chịu; West Frisian: noflik