βία

From LSJ
Revision as of 15:09, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (abb-1)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βία Medium diacritics: βία Low diacritics: βία Capitals: ΒΙΑ
Transliteration A: bía Transliteration B: bia Transliteration C: via Beta Code: bi/a

English (LSJ)

Ion. βίη [ῐ], ἡ: Ep. dat.

   A βίηφι Od.6.6:—bodily strength, force, Hom., etc.; χειρῶν βία B. 10.91:—in Hom., periphr. of strong men, βίη Ἡρακληείη Il.2.658, where the part. masc. πέρσας follows, cf. 11.690; βίη Ἐτεοκληείη, Ἰφικλείη, 4.386, Od.11.290, etc.; βίη Διομήδεος Il.5.781; also ἲς . . βίης Ἠρακληείης Hes.Th.332: so in Lyr. and Trag., Πέλοπος βία B.5.181; Τυδέως βία, Πολυνείκους β., A.Th. 571,577; φίλτατ' Αἰγίσθου β. Id.Ch.893; θήρειος β., = Κένταυροι, S. Tr.1059.    2 personified, Κράτος Βία τε A.Pr.12.    3 of the mind, οὐκ ἔστι βίη φρεσίν Il.3.45.    b of an argument, βίαν οὐκ ἔχειν πρὸς <τὸ> ἀποδειξαι Phld.Sign.9.    II act of violence, ὕβρις τε βίη τε Od.15.329: mostly in pl., κείνων γε βίας ἀποτείσεαι 11.117; βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν 16.189; βίαι ἀνέμων Il.16.213.    2 βίᾳ τινός against one's will, in spite of him, A.Th.746 (lyr.), S.Ant.79, Th.1.43, etc.; β. φρενῶν A.Th.612; β. καρδίας Id.Supp.798; β. alone as Adv., perforce, Od.15.231, B.17.10, A.Pr.74, al.; βίῃ ἐπειρᾶτο Hdt. 6.5; opp. κατὰ φύσιν, Arist.Ph.215a1; also πρὸς βίαν τινός A.Eu.5; πρὸς βίαν ἄγειν τινά Id.Pr.210, cf. S.OT805, Eup.8.10 D., Ar.V.443, etc.; opp. ἑκών, Pl.Phdr.236d; ἐκ βίας S.Ph.563, al., Herod.5.58; ὑπὸ βίης Hdt.6.107; ἀπὸ βίας D.S.20.51; of Zeus, εὐμενεῖ βία κτίσας A.Supp.1068(lyr.).    3 in Att. law, rape, βίας δίκη Sch.Pl.R.464e; βίᾳ αἰσχύνεσθαί τινα Lys.1.32.    4 = Lat. vis, βίας γραφή D C.37.31, cf. 33; μαρτύρομαι τὴν βίαν POxy.1120.11 (iii A. D.). (Cf. Skt. jyā´ jiyā´ 'preponderating power', jināti 'oppress'.)

German (Pape)

[Seite 443] ἡ, ion. βίη (verwandt βίος u. βιός), Stärke, Gewalt, Kraft, sowohl in geistiger als in leiblicher Hinsicht; beide lassen sich nicht immer genau sondern; auch = Gewaltthat. Der Zusammenhang des Wortesmit βίος, Leben, Lebenskraft, bes. deutlich Odyss. 22, 219 αὐτὰρ ἐπην ὑμέων γε βίας ἀφελώμεθα χαλκῷ = »wenn wir euch getödtet haben werden.« Odyss. 4, 415 καὶ τότ' ἔπειθ' ὑμῖν μελέτω κάρτος τε βίη τε, Homerisch, κάρτος u. βίη stehn παραλλήλως; 18, 139 πολλὰ δ' ἀτάσθαλ' ἔρεξα βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων; 6, 197 Ἀλκινόοιο, τοῦ δ' ἐκ Φαιήκων ἔχεται κάρτος τε βίη τε. Diese homerische Zusammenstellung von κράτος und βία schwebte dem Aeschylus vor, als er im Prom. die Personificationen Κράτος καὶ Βία einführte; vgl. über Aeschylus Homer. Studien Sengebusch Homer. diss. 1 p. 170 sqq. Auch das Adjectiv κρατερός verbindet Homer mit βία: κρατερῆφι βίηφιν Iliad. 21, 501 Odyss. 9, 476. 12, 210. Παραλλήλως steht bei Hom. βία auch mit ἴς und mit χεῖρες: Odyss. 18, 4 οὐδέ οἱ ἦν ἲς οὐδὲ βίη, εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι; 21, 315 χερσίν τε βίηφί τε ἧφι πιθήσας; Iliad. 12, 135 χείρεσσι πεποιθότες ἠδὲ βίηφιν; 15, 139 βίην καὶ χεῖρας ἀμείνων. Gegensatz μῆτις Iliad. 23. 315 μήτι τοι δρυτόμος μέγ' ἀμείνων ἠὲ βίηφιν; Odyss. 9, 406 ἦ μή τις σ' αὐτὸν κτείνει δόλῳ ἠὲ βίηφιν, Iliad. 15, 106 ἦ ἔτι μιν μέμαμεν κα ταπαυσέμεν ἆσσον ἰόντες ἢ ἔπει ἠὲ βίῃ; mehr geistig, = Muth Iliad. 3, 45 οὕνεκα καλὸν εἶδος ἔπ'· ἀλλ' οὐκ ἔστι βίη φρεσίν, οὐδέ τις ἀλκή; 11, 561 οἱ δέ τε παῖδες τύπτουσιν ῥοπάλοισι· βίη δέ τε νηπίη αὐτῶν. Oefters wird βία zur Umschreibung des Namens von Fürsten und Helden gebraucht: Iliad. 5, 781 ἀμφὶ βίην Διομήδεος ἱπποδάμοιο εἰλόμενοι, = ἀμφὶ Διομήδη; 20, 307 νῦν δὲ δὴ Αἰνείαο βίη Τρώεσσιν ἀνάξει καὶ παίδων παῖδες; 3, 105 ἄξετε δὲ Πριάμοιο βίην; 18, 117 οὐδὲ γὰρ οὐδὲ βίη Ἡρακλῆος φύγε κῆρα; 5, 638 ἀλλοῖόν τινά φασι βίην Ἡρακληείην εἶναι; 4, 386 δαινυμένους κατὰ δῶμα βίης Ἐτεοκληείης; Odyss. 11, 290 ὃς μὴ ἕλικας βόας εὐρυμετώπους ἐκ Φυλάκης ἐλάσειε βίης Ἰφικληείης ἀργαλέας; vs. 296 καὶ τότε δή μιν ἔλυσε βίη Ἰφικληείη θέσφατα πάντ' εἰπόντα. Vom Winde, Iliad. 16, 213 βίας ἀνέμων ἀλεείνων. Oefters = Gewaltthat, Gewaltthätigkeit: Odyss. 15, 329 τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει; 11, 118 ἀλλ' ἤτοι κείνων γε βίας ἀποτίσεαι ἐλθών; 16, 189 τοῦ εἵνεκα σὺ στεναχίζων πάσχεις ἄλγεα πολλά, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν; Iliad. 16, 387 οἳ βίῃ εἰν ἀγορῇ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας; Odyss. 1, 403 ὅς τίς σ' ἀέκοντα βίηφιν κτήματ' ἀπορραίσει; 4, 646 ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα μέλαιναν, ἦε ἑκών οἱ δῶκας; 15, 231 ὅς οἱ χρήματα εἶχε βίῃ. – Aehnlich bei den Folgenden: Hesiod. Theog. 332 ἀλλά ἑ ἲς ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης; Pind. Ol. 1, 88 Οἰνομάου βίαν; Isthm. 8, 54 Μέμνονος βίαν ὑπέρθυμον; Aeschyl. Sept. 448 Πολυφόντου βία; 620 φῶτα Λασθένους βίαν; Soph. Trach. 38 Ἰφίτου βίαν; Eurip. Phoeniss. 56 Ἐτεοκλέα κλεινήν τε Πολυνείκους βίαν. Vom Winde Aristot. und Sp. Oft = Gewaltthat; Tragg.; δυσφιλής Aesch. Eum. 54; βίᾳ, mit Gewalt, gewaltsam, Prom. 357 u. öfter, mit ἁρπάζειν, ἐλαύνειν vrbdn; vgl. Eur. Andr. 390 Hipp. 886; auch in Prosa, αἱ βίᾳ πράξεις, gewaltthätige Handlungen, Plat. Polit. 280 d; βίᾳ καὶ ἀγριότητι Rep. III, 411 d; πειθοῖ καὶ βίᾳ Legg. IV, 722 b, wie διὰ πειθοῦς u. διὰ βίας, Polit. 304 d; ὑπὸ πειθοῦς u. ὑπὸ βίας Rep. VIII, 548 b; oft βίᾳ ἄγειν, πάσχειν u. ä.; ἑλεῖν, im Kriege, Xen.; βίᾳ τινός, wider Jemandes Willen, so daß Einer ihn zwingt, φρενῶν βίᾳ Aesch. Spt. 594; Suppl. 424; Eur. Phoen. 875; ἡμῶν Thuc. 1, 43. 68; ὲχθρῶν Plat. Rep. VIII, 566 a; τῶν πολλῶν Dem. Lept. 53; πρὸς βίαν, gewaltsam, gezwungen, Aesch. Prom. 208; Ag. 850 u. öfter; Ar. Ach. 73 u. sonst; πρὸς βίαν μᾶλλονἑκών, gezwungen, Plat. Phaedr. 239 d; πρὸς βίαν τινός Aesch. Eum. 5; Eur. Suppl. 170 u. öfter; πρὸς βίαν ist gew. pass., βίᾳ act. zu fassen; ἐκ βίας, dasselbe, Soph. Phil. 563 u. öfter; ἀπὸ βίας D. Sic. 20, 51.

Greek (Liddell-Scott)

βία: Ἰων: βίη, ἡ, Ἐπ. δοτ. βίῃφι Ὀδ. Ζ. 4· - σωματικὴ ἰσχύς, ῥώμη, δύναμις, Ὅμ., κτλ.· συχνάκις ὡς τὸ ἴς, σχηματίζον περίφρασιν τοῦ ὀνόματος ἰσχυρῶν ἀνδρῶν, οἷον, βίη, Ἡρακληείη Ἰλ. Β. 658. ἔνύα ἀκολουθεῖ ἡ μετοχ. πέρσας κατ’ ἀρσ. γένος, πρβλ. Λ. 690· βίη Ἐτεοκληείη, Ἰφικλείη, κτλ.· βίη Διομήδεος Ε. 781· ἐν Ἡσ. Θ. 332, ἴς .. βίης Ἡρακληείης· οὕτω παρὰ τοῖς Τραγ., Τυδέως βία, Πολυνείκους β. Αἰσχύλ. Θήβ. 571, 577, κτλ· φίλτατ’ Αἰγίσθου β., ὡς εἰ εἶχε γράψει Αἴγισθε, ὁ αὐτ. Χο. 893· θήρειος β., = Κένταυροι, Σοφ. Τρ. 1059. 2) προσωποπ., Κράτος Βία τε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12. 3) ἐπὶ τοῦ πνεύματος, οὐκ ἔστι βίη φρεσὶν Ἱλ. Γ. 45. ΙΙ. βία, πρᾶξις βίας, ἐφαρμογὴ βίας, βίαιος τρόπος, ὕβρις τε βίη τε Ὀδ. Ο. 329· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς Λ. 117., Π. 189· βίαι ἀνέμων Ἰλ. Π. 213· - ἰδίως παρ΄ Ἀττ., βἰᾳ τινός, ἐναντίον τῆς θελήσεώς τινος, παρὰ τὴν θέλησιν αὐτοῦ, Αισχύλ. Θήβ. 746, Σοφ. Ἀντ. 791, Θουκ. 1. 43, κτλ· βίᾳ φρενῶν Αίσχύλ. Θήβ. 612· β. καρδίας ὁ αὐτ. Ἱκ. 798· ὡσαύτως, βίᾳ μόνον, ὡς ἐπίρρ. διὰ τῆς βίας. Ὀδ. Ο. 231, Ἡρόδ. 6. 5. Αἰσχύλ. Πρ. 74, κ. ἀλλ. – οὕτω, πρὸς βίαν τινὸς ὁ αὐτ. Εὐμ. 5· καὶ μόνον, πρὸς βίαν ὁ αὐτ. Πρ. 208, Σοφ. Ο. Τ. 805, Ἀριστοφ. Σφηξ. 443, κτλ· ἀντίθ. τῷ ἑκών, Πλάτ. Φαίδρ. 236D· ἐκ βίας Σοφ. Φ. 563, 945, 985· ὑπὸ βίης Ἡρόδ. 6. 107· - ἐπὶ τῆς ἰδιαιτέρας εἰ καὶ φιλικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Διός, εὐμενεῖ βίᾳ κτίσας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1068.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
force :
1 force vitale ; ἀφαιρεῖσθαι βίας χαλκῷ OD trancher la vie par le fer;
2 p. ext. force du corps, vigueur ; par périphr. βίη (ion.) Διομήδεος IL, βία Τυδέως ESCHL la force de Diomède, de Tydée, etc., càd le vaillant Diomède, le vaillant Tydée, etc. ; βίη Ἐτεοκληείη IL, βίη Ἡρακληείη IL le valeureux Étéocle, le robuste Hèraklès. etc. ; en parl. de choses (force du vent, etc.);
3 emploi de la force, violence ; βίᾳ τινός ATT en dépit de qqn ou de qch ; πρὸς βίαν ἐμοῦ malgré moi ; adv. • βίᾳ, (ion.) βίῃ, • βίηφι OD par force, de force, τινος malgré qqn ; βίας γραφή PLUT accusation de violence.
Étymologie: cf. lat. vis.

English (Slater)

βῐα (βία, -ας, -αν)
   1 power, might, esp. of physical strength. Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν (sc. οἱ Ἀργοναῦται; “intellego de ludis dictum,” Schroeder) (P. 4.212) βία δὲ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ (P. 8.15) εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται (N. 5.19) ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν (N. 11.14) [Ἄβδ]ηρε, καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν [σᾷ] βᾳ πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (supp. Bury: ιᾶι Π.: οὐρίᾳ Blass, alia alii) Πα. 2. 1. ν]υκτὶ βίας ὁδόν[ fr. 169. 19. periphrastically, c. gen., = mighty ἕλεν δΟἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον (O. 1.88) Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες (P. 11.61) Ἐνδαΐδος ἀριγνῶτες υἱοὶ καὶ βία Φώκου κρέοντος (N. 5.12) ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν (N. 10.73) ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον (N. 11.22) Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ (I. 8.54)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Il.3.45, Hes.Th.385, Anaxag.B 9, Hp.Aër.4

• Morfología: [dat. βίηφι Il.4.325, Hes.Th.882, Call.Dian.77]
I fís.
1 de seres vivos y dioses, sent. posit.:
a) de hombres como virtud heroica fuerza corporal νεώτεροι, οἵ περ ἐμεῖο ὁπλότεροι γεγάασι ... βίηφ' Il.4.325, cf. 7.157, 8.103, Pi.P.4.212, N.11.14
frec. radicada en los brazos χείρεσσι πεποιθότες ἠδὲ βίηφι μίμνον Il.12.135, 22.107, Od.21.315, βία χειρῶν B.11.91, οὐκ ἔστι β. φρεσίν Il.3.45
unida a otras cualidades μέγεθός τε βίην τε Il.7.288, βίῃ πολὺ φέρτερος εἶναι καὶ γενεῇ πρότερος Il.15.165, cf. 21.316, Od.18.4, 21.371, Hes.Fr.204.111, h.Ap.338, Sol.25.4
incluso emparejada con δίκη Sol.24.16
fuerza vital cuya pérdida puede traer la muerte Ζεὺς ὀλέσειε βίην πρὶν ἥβης μέτρον ἱκέσθαι Od.4.668, ἐπὴν ὑμέων γε βίας ἀφελώμεθα χαλκῷ Od.22.219, cf. Pi.P.8.15
formando parte de la identidad heroica, c. n. de pers. en gen. o adj. Αἰνείαο β. la fuerza de Eneas, el fuerte Eneas, Il.20.307, Διομήδεος Il.5.781, Πατρόκλοιο Il.17.187, Ἡρακλῆος Il.18.117, Hes.Fr.1.22, Πολυδεύκεος Simon.4.1, cf. Lyr.Adesp.51 (dud.), Κάστορος Pi.P.11.61, Πέλοπος B.5.181, Τυδέως A.Th.571, Ὀδυσσέως S.Ph.314, Tr.38, Πολυνείκους E.Ph.56, θηρῶν ... β. la fuerza de las fieras ref. los Centauros, S.Tr.1096
c. adj. β. Ἡρακληίη la fuerza Heraclea, e.e. el esforzado Heracles, Il.11.690, cf. 2.666, Hes.Th.289, 982, Sc.115, 349, β. Ἰφικληίη Od.11.296, θήρειος β. la fuerza animal, los Centauros S.Tr.1059, gener. δοκεῖ μὴ ἄνευ ἀρετῆς εἶναι τὴν βίαν Arist.Pol.1255a16, en el deporte, Arist.Rh.1361b9;
b) fuerza sobrenatural o mayor por parte de los dioses y seres fabulosos μείζων ἀρετὴ τιμή τε β. τε Il.9.498, 23.578, cf. Hes.Th.882, μεγάλη δὲ β. καὶ χεῖρες ἄαπτοι Hes.Op.148, Sc.75, ἔστειχ' ἶσος Ἄρει βίαν dicho de Gerión, A.Fr.74.10, χωρὶς θεοῦ βίας salvo caso de fuerza mayor, si Dios quiere, POxy.2721.24 (III d.C.), cf. 144.11 (VI d.C.), Tav.Lign.Cer.3.9;
c) de anim. fuerza bruta de los elefantes, Plb.1.34.5, 7.
2 de elementos o fenómenos naturales fuerza natural, presión, empuje, Il.16.213, ὑπό τε τοῦ πνεύματος εἰλούμενον καὶ ὑπὸ τῆς βίας Antipho Soph.B 29, β. τοῦ πνεύματος Hp.Flat.3, Plb.1.44.4, cf. Hp.VM 22, Arist.HA 586a17, cóm. τὸν πρωκτὸν ἠχεῖν ὑπὸ βίας τοῦ πνεύματος Ar.Nu.164, cf. 162, β. τοῦ θερμοῦ Hp.Aër.7, cf. Plb.14.5.11, LXX Sap.17.15, τοῦ ψυχροῦ Gal.17(2).40, τοῦ ὕδατος PPetr.2.37.2a.6 (III a.C.), τῆς θαλάττης D.Chr.34.33, cf. Plb.1.47.4, Act.Ap.27.41, fig. β. τοῦ ὄχλου fuerza ciega de las turbas, Act.Ap.21.35, como fuerza impersonal que se ejerce en el parto φθίσιες ... ἀπὸ τῶν τοκετῶν· ὑπὸ γὰρ βίης ῥήγματα Hp.Aër.4, cf. Nat.Puer.30
tb. de la ejercida por medios mecánicos, X.Cyr.7.1.31, ὠθῶσι βίᾳ προβάλλοντες en la aplicación de una cánula, Mnesith.Ath.51.13, cf. 34, como principio físico βίην δὲ ἡ ταχύτης ποιεῖ Anaxag.B 9, cf. Chrysipp.Stoic.3.128.
II sent. neg.
1 abuso de fuerza, violencia
a) μνησαμένοις ... Κύκλωπός τε βίης Od.10.200, cf. 3.216, ἡ β. ... ἀναγκάζει με δρᾶν S.El.256, βίαν πάσχειν Stud.Pal.20.54.1.16 (III d.C.), PGiss.34.11 (III d.C.), cf. POxy.3758.106 (IV d.C.)
unido a otros conceptos neg. (μνηστήρων) ὕβρις τε β. τε Od.15.329, cf. D.25.26, β. τ' ἀνδροκτασίη τε Hes.Fr.165.17, β. καὶ κέρδεα δειλὰ καὶ ὕβρις Thgn.835, κραυγὴ καὶ β. καὶ ἀναισχυντία D.20.166, cf. Mimn.12.3, Plb.16.22a.5
op. δίκη Hes.Op.275, Gorg.B 11a.2, Critias Fr.Trag.19.10, Th.4.69, μισεῖ θεὸς τὴν βίαν E.Hel.903, cf. HF 215, Ep.Diog.7.4, μεθίσταται δ' εἰς βίαν ... ἡ δημοκρατία Plb.6.9.7, ἄδικος β. PHib.34.5 (III a.C.);
b) plu. βίαι actos de violencia, brutalidades de los Cíclopes Od.11.118;
c) en dat. βίᾳ, βίῃ por, a la fuerza, por la violencia op. ‘legalmente’ χρήματα πολλὰ ... εἶχε βίῃ Od.15.231, cf. Hes.Sc.480, Alc.349d, Sol.Lg.27, οἳ τἀμὰ χρήματ' ἔχουσι βίῃ Thgn.346, cf. 677, B.18.10, Sol.Lg.19a, b, A.Pr.74, Hdt.6.5, βίᾳ τὰ ... ἀλλότρια ἔχειν Is.7.39, cf. Isoc.4.40, 12.194, LXX Ex.1.13, PAmh.77.21 (II d.C.), op. ‘naturalmente’ Arist.Ph.215a1, op. ‘con persuasión’ Arist.Metaph.1009a18, op. ‘voluntariamente’, de la violencia producida por la pobreza πενίη ... αἰσχρὰ δέ μ' οὐκ ἐθέλοντα βίῃ ... διδάσκεις Thgn.651
esp. de ejércitos o regímenes tiránicos por la fuerza de las armas, por la violencia, por medios violentos Ἰωνίαν τε πᾶσαν ἤλασεν βίᾳ A.Pers.771, cf. Supp.943, βίᾳ δορὸς ... τόδ' ἔσται A.Supp.347, οὐδέ μοι τυραννίδος ἁνδάνει βίᾳ τι ῥέζειν Sol.23.20, τοῖσδε δουλεύω βίᾳ S.El.1192, cf. Ph.983, βίᾳ ἀρχόμενος Th.3.46, cf. 6.85, τὴν βουλὴν βίᾳ κυκήσω Ar.Eq.363, cf. Th.1.11, 38, X.An.3.4.12, Arist.Pol.1304b12, Aen.Tact.40.1
gener. por medios agresivos o violentos ὅπως ... ῥαστώνῃ μᾶλλον ἢ βίῃ θηραπεύῃ Hp.de Arte 11, cf. Olymp.in Alc.87;
d) mismo sent. en giro prep. πρὸς βίαν πώνην beber a la fuerza Alc.332, cf. S.Fr.735, Ar.Ach.73, πρὸς βίαν τε δεσπόσειν A.Pr.208, πορεύομαι S.OC 845, cf. E.Alc.44, Ar.Ec.467, V.443, Eup.99.32, X.Cyr.1.3.17, op. ἑκών Pl.Phdr.236d, PPetr.3.53n.9 (III a.C.), ἐκ βίας μ' ἄξοντες S.Ph.563, cf. 945, 985, Herod.5.58, Lyc.626, μετὰ βίας Plb.16.3.12, LXX Ex.1.14, Act.Ap.5.26, PStras.5.18 (III d.C.), ὑπὸ βίας Hdt.6.107, ἀπὸ βίας D.S.20.51, εἰς βίαν Men.Dysc.396, παρὰ βίαν Epicur.Fr.[34.29].19, en perífr. subst. τὸ πρὸς βίαν δεινότατον el (hacerlo) a la fuerza es lo más temible Ar.Ec.471.
2 medic. agresión externa, como principio generador de enfermedades por op. a las de origen interno ὁκόσα μὴ ἀπὸ βίης νοσήματα γίνεται Hp.Morb.4.32, cf. 50, ἡ τοῦ νοσέειν β. Hp.Praec.2, cf. 1.
3 forzamiento, violación ἐάν τις ... αἰσχύνῃ βίᾳ Lys.1.32, ἡ γυνή, ὡς ἔδεισε τὴν βίαν X.Cyr.6.1.33, cf. Erot.Fr.Pap.32V.
en la ley ática βίας δίκη proceso por violación Sch.Pl.R.464e, pero βίας γραφή acusación de violencias D.C.37.31.3, cf. POxy.1120.11 (III d.C.).
III no fís.
1 voluntad contraria, despecho, pesar en dat. c. gen. a despecho de, a pesar de, pese a βίᾳ Ἀπόλλωνος A.Th.746, θεῶν E.IA 702, Ph.868, βίᾳ δίκας A.Supp.429, νόμου βίᾳ S.Ant.59, βίᾳ πολιτῶν S.Ant.79, 907, X.HG 3.1.21, ἐμοῦ E.Io 1295, τῆς μητρός X.An.7.8.7, cf. Th.1.43, 68, Ar.Ach.987, βίᾳ καρδίας contra la voluntad A.Supp.798
en ac. c. πρός y gen. de pers. θελούσης οὐδὲ πρὸς βίαν τινος A.Eu.5, πρὸς βίαν ἐμοῦ S.OC 657, Ἀμφιαρέω ... πρὸς βίαν E.Supp.158.
2 ret. fuerza probatoria de un argumento, Phld.Sign.9.4
violencia, dureza del discurso desde el punto de vista formal, Demetr.Eloc.246
en plu. violencia πολλαῖς βίαις ... κατὰ τὰς ἐννοίας χρῆται hace muchas violencias a la lógica Aristid.Rh.2.542.
IV como n. pr. ἡ Β. Violencia
1 personif., hija de Palante y Estigia, tenía un altar en Corinto, Hes.Th.385, A.Pr.12, Apollod.1.2.4, Plu.Them.21, Paus.2.4.6.
2 n. de una perra, X.Cyn.7.5.

• Etimología: De *gieH2 como ai. jyā́ ‘superioridad’ y en grado ø βιάζω.

English (Abbott-Smith)

βία, -ας, ἡ, [in LXX for פֶּרֶךְ, etc.;]
strength, force, violence: Ac 5:26 21:35 24:7 27:41.†