φάλαγγα
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
Greek Monolingual
η / φάλαγξ, -αγγος, ΝΜΑ
1. γραμμή, τάξη, παράταξη στρατεύματος για μάχη σε μεγάλο βάθος
2. η οριζόντια μεταλλική ράβδος του ζυγού από την οποία είναι αναρτημένοι εκατέρωθεν οι δίσκοι
3. ανατ. καθένα από τα μικρά οστά που αποτελούν τον σκελετό τών δακτύλων τών χεριών και τών ποδιών του ανθρώπου και τών ζώων
νεοελλ.
1. έκτακτο στρατιωτικό σώμα με ιδιαίτερη συγκρότηση και οργάνωση (α. «φάλαγγα ιερολοχιτών» β. «φάλαγγα μακεδονομάχων»)
2. σχηματισμός στρατιωτικού τμήματος, ιδίως σε κίνηση («η αεροπορία επισήμανε δύο φάλαγγες τεθωρακισμένων στα μετόπισθεν τών εχθρικών γραμμών)·3. τρόπος διάταξης στρατιωτικού ή άλλου συγκροτημένου σώματος, λ.χ. προσκόπων, αθλητών, μαθητών («φάλαγγα κατ' άνδρα [ή κατά δυάδες, κατά τριάδες κ.λπ.]» — φάλαγγα αποτελούμενη από έναν ή δύο ή τρεις κ.λπ. άνδρες σε βάθος, από έναν ή δύο ή τρεις κ.λπ. ζυγούς)
4. παραστρατιωτικό σώμα
5. μεγάλη μονάδα οργανωτικής συγκρότησης της λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας την οποία είχε ιδρύσει το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου
6. φρ. α) «διπλή φάλαγγα» — σχηματισμός στρατεύματος
β) «σύστημα φάλαγγας»
(οικον.-κοινων.) το φαλαγγιστήριο
γ) «Πανεπιστημιακή Φάλαγξ» — βλ. πανεπιστημιακός
αρχ.
1. ιδιαίτερη διάταξη, ιδιαίτερος τακτικός σχηματισμός μάχης ενός στρατεύματος και ιδίως του κύριου σώματος, τών βαριά οπλισμένων στρατιωτών (α. «τοὺς ἱππέας πρώτους..., ὄπισθεν δὲ ἡ φάλαγξ ἐφεπομένη», Ξεν.
β. «ἐπετάχυνε τὴν πορείαν προσβιαζόμενος ἀκολουθεῖν τὴν φάλαγγα τοῖς ἱππεῡσι», Πλούτ.)
2. συνεκδ. η για κατά μέτωπο μάχη παράταξη του κέντρου του στρατού, σε αντιδιαστολή προς το κέρας·3. (στον Όμ.) σύνολο στρατεύματος που παρατάσσεται σε μάχη
4. μεγάλη στρατιωτική μονάδα 16. 384 ανδρών, υποδιαιρούμενη σε μικρότερες ομάδες και σε 16 σειρές
5. το στρατόπεδο («συνελκύσαντες τοὺς τῶν πολεμίων νεκροὺς εἴσω φάλαγγος», Ξεν.)
6. κυλινδρικό κομμάτι ξύλου, στέλεχος, πρέμνο, κορμός («φάλαγγες ἐβένου», Ηρόδ.)
7. η αράχνη φαλάγγιο («ἐοίκασιν ἡμῑν οἱ νόμοι τούτοισι τοῑσι λεπτοῑς ἀραχνίοις, ἃ τοῑσι τοίχοισιν ἡ φάλαγξ ὑφαίνει», Πλάτ.)
8. σειρά βλεφαρίδων
9. δ. προφ. του φάραγξ
10. (κατά τον Φώτ.) «φάλαγγες... λέγεται... καὶ νεὼς ὑπερείσματα... καὶ ἐπὶ τῆς νεὼς ἡ διαβάθρα»
11. στον πληθ. αἱ φάλαγγαι
α) ξύλινοι κύλινδροι για την μετακίνηση βαρών
β) περιφράγματα, χαρακώματα
12. φρ. «φάλαγξ πλαγία» — φάλαγγα με μήκος μετώπου πολλαπλάσιο του βάθους
β) «φάλαγξ ὀρθή [ή ὀρθία]» — φάλαγγα με βάθος πολλαπλάσιο του μετώπου
γ) «φάλαγξ ἀμφίστομος» — ορθή φάλαγγα στην οποία οι άνδρες τάσσονταν πλάτη με πλάτη ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν επίθεση του εχθρού και από τις δύο πλευρές
δ) «φάλαγξ άντίστομος» — πλάγια φάλαγγα με διάταξη όμοια με αυτήν της αμφίστομης
ε) «μακεδονικὴ φάλαγξ» — φάλαγγα από 8, και στη συνέχεια από 16, σειρές πεζεταίρων οπλισμένων με την περίφημη σάρισα και με ξίφος
στ) «λοξή φάλαγξ» — τύπος φάλαγγας που σχημάτιζε οξεία γωνία προς την αντίπαλη, παρατεταγμένη σε ευθεία γραμμή, φάλαγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φάλα-γ-ξ, -α-γ-γος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhelәg- «σανίδα, δοκάρι» και εμφανίζει συνεσταλμένο το φωνήεν της πρώτης συλλαβής και έρρινο ένθημα -γ- (πρβλ. φάρα-γ-ξ). Η λ. συνδέεται με τ. της Γερμανικής, πρβλ. αρχ. ισλανδ. bjalki «δoκάρι», αγγλοσαξ. balca, bealca «δοκάρι», γερμ. Balken «δοκάρι», ενώ η σύνδεση της με άλλους τ., όπως λατ. fulcio «στηρίζω», λιθουαν. balžiena «ρόπαλο», ρωσ. bolozno «χοντρή σανίδα», κ.ά. παραμένει ανεπιβεβαίωτη. Αρχική σημ. της λ., επομένως, είναι η σημ. «κυλινδρικό κομμάτι ξύλου», από την οποία προήλθαν οι σημ. «καθένα από τα επιμήκη οστά τών δακτύλων» (λόγω του σχήματός τους) και «είδος αράχνης» (για τη σημασιολογική σχέση τών τ., πρβλ. το ζεύγος: σκυτάλη «ξύλινη ράβδος»: σκυταλίς «φάλαγγα τών δακτύλων» και «είδος καβουριού», «είδος κάμπιας»). Τέλος, η χρήση της λ. φάλαγξ για να δηλωθεί η στρατιωτική παράταξη είναι αρχαία, πρέπει, όμως, να θεωρηθεί μεταφορική].