ἐπίκαιρος

From LSJ
Revision as of 12:55, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκαιρος Medium diacritics: ἐπίκαιρος Low diacritics: επίκαιρος Capitals: ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ
Transliteration A: epíkairos Transliteration B: epikairos Transliteration C: epikairos Beta Code: e)pi/kairos

English (LSJ)

ον, A in fit time or place, seasonable, opportune, S.OT875 (lyr.), Th.6.34; νίκη -οτάτη Id.8.106; of places, -ότατον χωρίον πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι Id.1.68; τὰ ἐ. advantageous positions, X.Hier.10.5; τοὺς ἐ. τῶν τόπων D. 18.27, cf. Arist.Pol.1331a21; Κόρκυρα ἐν -οτάτῳ κειμένη Isoc.15.108; τὰ ἐνδεχόμενα καὶ -ότατα Arist.Rh.1396b5; τοῦ πάθους τὸ ἐ. spontaneous outburst of passion, Longin.18.2: also c.gen., τρίποδα . .λουτρῶν ἐπίκαιρον, = καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν, convenient for... S.Aj.1406 (anap.); ἰατὴρ -ότατος helping in time of need, Pi.P.4.270. Adv. -ως Sm.Ps.9.10, Sup. -οτάτως Anon.in Rh.132.8. 2. serious, important, ἐ. σημεῖα important symptoms, Hp.Epid.1.25; ἐς τέκμαρσιν Id.Acut. . 3. of parts of the body, vital, ἐν τῷ -οτάτῳ ἀφύλακτον X.Eq.12.7, cf. Arist.GA766a24; ἐ. τοῦ ζῆν necessary for life, ib.719a16; of wounds, dangerous, ἐ. τρῶμα Hp.Fract.11; ἕλκος Id.Acut.46. Adv. -ρως, τετρῶσθαι Paus.4.8.4. 4. susceptible to disorders, Gal.Nat.Fac.2.8. II. for a time, temporary, opp. ἀΐδιος, Epict.Gnom.8; ἡ τῆς δόξης ἐ. εὐδαιμονία Vett.Val.130.30.

German (Pape)

[Seite 945] zur rechten Zeit, am rechten Orte, gelegen; ἐπικαιρότατος ἰατήρ Pind. P. 4, 270; ἃ μἡ' πίκαιρα μηδὲ συμφέροντα Soph. O. R. 875; τρίποδ' ἀμφίπ υρον λουτρῶν ὁσίων θέσθ' ἐπίκαιρον, zum Bade tauglich, Ai. 1385; τὸ μὲν ἐπικαιρότατον χωρίον πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι Thuc. 1, 68; νίκη 8, 106; φυλακαί Xen. Mem. 3, 6, 10; τὰ ἐπίκαιρα φυλάσσοντες Hier. 10, 5; τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Dem. 18, 27; Folgde. – Auch wie ἐπικαίριος, leicht verwundbar, gefährlich, von Theilen des Körpers, Hippocr.; Arist. gener. an. 4, 1 part. an. 4, 2; auch ἕλκος, Hippocr. – Zeitlich, vorübergehend, Ggstz ἀΐδιος, Stob. fl. 5, 112; ζημία u. ä., Clem. Al. – Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκαιρος: -ον, ἐν καταλλήλῳ καιρῷ ἢ τόπῳ, ἔγκαιρος, κατάλληλος, χρήσιμος, ὠφέλιμος, Σοφ. Ο. Τ. 875, Θουκ. 6, 34· νίκη ὁ αὐτ. 8. 106· ἐπὶ τόπων ἢ θέσεων, ἐπικαιρότατον χωρίον πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι ὁ αὐτ. 1. 68· τὰ ἐπ., θέσεις σπουδαῖαι καὶ χρήσιμοι, Ξεν. Ἱερ. 19, 5· τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Δημ. 234. 14, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 1· νῆσος ἐν ἐπικαιροτάτῳ κειμένη Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 115· τὰ ἐπικαιρότατα Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 10· τοῦ πάθους τὸ ἐπ. Λογγῖν. 18. 2:- ὡσαύτως μετὰ γεν., τρίποδα… λουτρῶν ἐπίκαιρον = καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν, κατάλληλον διά…, Σοφ. Αἴ. 1406:- ἐπὶ προσώπων, βοηθῶν ἐν καιρῷ ἀνάγκης, Πινδ. Π. 4. 488. 2) σπουδαῖος, ἔχων μεγάλην σημασίαν, ἐπ. σημεῖα, σπουδαῖα συμπτώματα, Ἱππ. 964Α, πρβλ. 383. 36, κτλ.· ἐπ. τρῶμα ὁ αὐτ. 759G. 3) ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, σπουδαίος, καίριος, Ξεν. Ἱππ. 12, 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 35· ἐπ. τοῦ ζῆν, ἀναγκαῖος πρὸς ζωήν, αὐτόθι 1. 11, 5: ἐπὶ τραυμάτων ἢ ἑλκῶν, ἐπικίνδυνος (πρβλ. καίριος), ἐπ. ἕλκος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 391.- Ἐπιρρ., ἐπικαίρως τετρῶσθαι Παυσ. 4. 8. 4. ΙΙ. πρόσκαιρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀΐδιος, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 74. 16, Κλημ. Ἀλ. 220.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 opportun, favorable, convenable ; τὰ ἐπίκαιρα XÉN position avantageuse ; νῆσος ἐν ἐπικαιροτάτῳ κειμένη ISOCR île dans une situation très favorable ; ἐπίκαιρος πρός τι, ἐπίκαιρός τινος avantageux ou utile pour qch;
2 important;
Sp. ἐπικαιρότατος.
Étymologie: ἐπί, καιρός.

English (Slater)

ἐπῐκαιρος
   1 opportune, timely ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος sc. Arkesilas (P. 4.270)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίκαιρος, -ον)
1. αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος («επίκαιρη συζήτηση»)
2. (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο σπουδαίος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό («επίκαιρα σημεία»)
νεοελλ.
1. (για ενέργεια) καίριος, αποτελεσματικός
2. (το ουδ. ως ουσ. συνήθ. στον πληθ.) τα επίκαιρα
τα νέα, τα πρόσφατα γεγονότα
αρχ.
1. αυτός που παρουσιάζει πλεονεκτήματα, πλεονεκτικός («τά ἐπίκαιρα φυλάττοντες», Ξεν.)
2. (για πάθος) αυθόρμητη έκρηξη
3. (με γεν.) ο κατάλληλος για κάτι («τρίποδ’ ἀμφίπυρον λουτρῶν ὁσίων θέσθ’ ἐπίκαιρον», Σοφ.)
4. (για μέρη του σώματος) καίριος, ζωτικός
5. (για ζωή) αναγκαίος
6. (για τραύματα, πληγές) επικίνδυνος
7. πρόσκαιρος, παροδικός, προσωρινός
8. (για πρόσ.) αυτός που βοηθά σε κατάλληλο χρόνο, σε ώρα ανάγκης («ἐσσὶ δ’ ἰατὴρ ἐπικαιρότατος», Πίνδ.).
επίρρ...
επικαίρως, -α
1. σε κατάλληλο καιρό, κατάλληλα
2. καίρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καιρός «κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία»].

Greek Monotonic

ἐπίκαιρος: -ον, 1. αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο χρόνο ή τόπο, έγκαιρος, επίκαιρος, κατάλληλος, πρόσφορος, χρήσιμος, ωφέλιμος, σε Σοφ., Θουκ.· λέγεται για τόπους, ἐπικαιρότατον χωρίον ἀποχρῆσθαι, το πιο πρόσφορο, το πλέον κατάλληλο προς χρήση, στον ίδ.· τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων, σε Δημ.· επίσης, με γεν., λουτρῶν ἐπίκαιρος, κατάλληλο για..., σε Σοφ.
2. λέγεται για μέρη του σώματος, ζωτικός, σπουδαίος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκαιρος:
1) удобный, выгодный (χωρίον Thuc.; τόπος Arst., Dem.): τὰ ἐπίκαιρα Xen. и οἱ ἐπίκαιροι τῶν τόπων Dem. (стратегически) выгодные позиции; ἐ. πρός τι Thuc. или ἐ. τινος Soph. подходящий, удобный, годный или полезный для чего-л.;
2) важный, существенный (νίκη Thuc.; φυλακαί Xen.; προτείχισμα Plut.): τὰ ἐπίκαιρα καὶ συμφέροντα Soph. важные и полезные мероприятия;
3) (тж. ἐ. τοῦ ζῆν Arst.) жизненно важный (ἥπατος φύσις Arst.): τὸ ἐπικαιρότατον Xen. наиболее важный (для жизни) участок тела;
4) опытный, сведущий (ἰατήρ Pind.).

Middle Liddell

ἐπί-καιρος, ον
1. in fit time or place, in season, seasonable, opportune, convenient, Soph., Thuc.; of places, ἐπικαιρότατον χωρίον ἀποχρῆσθαι most convenient to use, Thuc.; τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Dem.:—also c. gen., λουτρῶν ἐπίκαιρος convenient for . . , Soph.
2. of parts of the body, vital, Xen.

English (Woodhouse)

convenient, opportune, seasonable, suitable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)