ἐκδοχή

From LSJ
Revision as of 16:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδοχή Medium diacritics: ἐκδοχή Low diacritics: εκδοχή Capitals: ΕΚΔΟΧΗ
Transliteration A: ekdochḗ Transliteration B: ekdochē Transliteration C: ekdochi Beta Code: e)koxh/

English (LSJ)

ἡ, Arc. ἐσδοκά IG 5(2).6.40 :—A receiving from or at the hands of another, succession, πομποῦ πυρός A.Ag.299; ἐκδοχαῖς ἐπιφέρει θεὸς κακόν E.Hipp. 866; ἐ. ποιεῖσθαι πολέμου to continue the war, Aeschin.2.30. 2 receiving, containing, ὄμβρων J.BJ5.4.3, cf. Paul. Aeg.6.106. II taking or understanding in a certain sense, interpretation, ἐ. ποιεῖσθαι Plb.3.29.4, cf. UPZ110.86 (ii B.C.); ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχὴν ὅτι.. Plb.22.7.6, cf.SIG557.18 (Magn.Mae., iii B.C.), Sch.Pi.O.13.100. III = προσδοκία, κρίσεως Ep.Hebr.10.27. IV = ἀποδοχή, recognition for services rendered, IG12(5).722.8 (Andros). V giving of security, προειδὼς ἀσφαλῆ τὴν ἐ. οὖσαν PSI 4.349 (iii B.C.). VI contract, IG5(2).l.c.

German (Pape)

[Seite 758] ἡ, 1) die Aufnahme, Sp. – 2) die Nachfolge, Ablösung; ἤγειρεν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός Aesch. Ag. 290, er zündete ein Feuersignal an, das die früheren fortsetzte, vgl. Eur. Hipp. 866: τὴν ἐκδοχὴν ἐποιήσατο τοῦ πολέμου, er setzte den Krieg fort, Aesch. 2, 30. – 3) Auslegung, Deutung; ποιεῖσθαι Pol. 3, 29, 4; ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχήν, ὅτι, woraus man schließen konnte, daß, 23, 7, 6, vgl. 12, 18, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδοχή: ἡ, τὸ ἐκδέχεσθαι, λαμβάνειν τι παρ’ ἑτέρου, διαδοχή, Αἰσχύλ. Ἀγ. 299, Εὐρ. Ἱππ. 866· ἐκδοχὴν ποιεῖσθαι πολέμου, διαδέχεσθαι, ἐξακολουθεῖν τὸν πόλεμον, Αἰσχίν. 32. 18. ΙΙ. ἑρμηνεία, καθάπερ ἐποιοῦντο τὴν ἐκδοχὴν οἱ Καρχηδόνιοι, καθάπερ ἡρμήνευον (τὴν συνθήκην) οἱ Κ., Πολύβ. 3. 29, 4· ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχὴν ὅτι …, ὁ αὐτ. 23. 7, 6. ΙΙΙ. = προσδοκία, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de recueillir, succession ; continuation.
Étymologie: ἐκδέχομαι.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσδοκά Schwyzer 656.40 (Tegea IV a.C.)
• Grafía: graf. ἐγδοκή UPZ 110.86 (II a.C.), ἐγδοχή IAdramytteion 16.14 (II a.C.)
• Morfología: [gen. ἐσδοκαῦ Schwyzer l.c.]
A Ic. idea de transmisión sucesión, relevo ἤγειρεν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός despertó otro relevo del fuego mensajero A.A.299, τόδ' αὖ νεοχμὸν ἐκδοχαῖς ἐπεισφρεῖ θεὸς κακόν E.Hipp.866, τὴν ἐκδοχὴν ἐποιήσατο πρὸς τὴν πόλιν τοῦ πολέμου había tomado el relevo en la guerra contra la ciudad Aeschin.2.30.
II sólo como recepción
1 recepción, recogida esp. de aguas χειροποίητον ... λίμνην ... πρὸς τὰς ἐκδοχὰς τῶν πλημμυρίδων Str.13.4.7, δεξαμενάς, αἳ πρὸς ἐκδοχὴν τοῦ ὕδατος ἐγεγόνεισαν I.AI 2.259, ὑδάτων Gal.17(1).42, ἐπιβροχῶν Paul.Aeg.6.106.2
gener. τὴν τῶν καρπῶν ἐκδοχήν Lyd.Ost.42, ἐς ἐκδοχὴν τῆς ... λόγχης de un blanco dispuesto para la recepción del tiro Arr.Tact.42.2.
2 de pers. recepción de gala en el pritaneo, a unos jueces extranjeros una vez concluida su labor IAdramytteion l.c.
recepción, bienvenida τὸ πλεῖστον μέρος τῆς πόλεως ἐπὶ τὴν ἐκδοχὴν αὐτοῦ ἐξεκέχυτο Posidon.253.37
recepción, percepción ἡ εἰς τὸν κύριον ἐ. la percepción del Señor apareciéndose en forma humana A.Io.88.2.
3 aceptación de los términos de un contrato adjudicado mediante ἔκδοσις: παρ' τὰν σύγγραφον τᾶς ἐσδοκαῦ Schwyzer l.c., cf. IG 7.3086.2 (Lebadea IV a.C.).
4 c. valor prospectivo espera, expectación ἀπολείπεται ... φοβερὰ δέ τις ἐ. κρίσεως queda una temible expectación del juicio divino Ep.Hebr.10.27, cf. Hsch.
5 de textos interpretación τοῦ χρησμοῦ IM 1.16.18 (II a.C.), παιδαριώδη τὴν τοῦ προστάγματος ἐγδοκὴν (sic) ποιησαμένους UPZ l.c., καθάπερ ἐποιοῦντο τὴν ἐκδοχὴν οἱ Καρχηδόνιοι de un tratado, Plb.3.29.4, cf. 12.18.7, de textos lit. ἔχει ἐπίστασιν ἡ τῶν ποιημάτων τούτων ἐ. la interpretación de estos poemas exige detenimiento Ath.66b, cf. Sch.Pi.O.9.134d, de textos cien. fil. πιθαναί Gal.17(1).862, cf. Olymp.in Phd.65, εὔκολος Simp.in Ph.37.6, frec. de textos relig. jud. crist. διττὴ δὲ ἡ περὶ τὴν δόξαν ἐ. Ph.Fr.Ex.2.45a, cf. Hom.Clem.3.25, ἀμείνων δὲ ἥδε ἡ ἐ. Ph.1.66, βεβιασμένη Gr.Nyss.Virg.322.16, cf. Basil.M.30.173C, Origenes Cels.2.1, ἡ ... ἀπλουστέρα καὶ ταπεινοτέρα ἐ. Origenes Comm.in Mt.16.4, ἐκδοχάς τε αὐτοῦ γραφῶν καὶ παραδόσεις Eus.HE 6.13.2, cf. Epiph.Const.Haer.64.13.1
incluso interpretación tradicional, tradición φυσικῶς λαμβάνειν τὰς ἐκδοχάς Aristobul.Alex.1.10.2, ἡ ἐ. τοῦ κατὰ τὸν νόμον γράμματος Origenes Comm.in Mt.17.31, cf. 15.31.
B concr. orden recibida, instrucción (οἱ ἔφηβοι) τὰς τῶν ἡγουμένων ἐγδοχὰ[ς] ἐπετ[έλ] εσαν με[τὰ πάση] ς προθυμίας SEG 22.110.52 (Atenas I a.C.).
2 garantía, aval προειδὼς ἀσφαλῆ τὴν ἐγδοχὴν οὖσαν SB 9220a.8 (III a.C.), ἐπιστολήν σοι κομίζω ἐκδοχῆς PMich.Zen.28.21 (III a.C.).

English (Strong)

from ἐκδέχομαι; expectation: looking for.

English (Thayer)

ἐκδοχης, ἡ (ἐκδέχομαι), the act or manner of receiving from; hence, in secular authors.
1. reception.
2. succession.
3. (a taking in a certain sense, i. e.) interpretation.
4. once in the sacred writings, expectation, awaiting (cf. ἐκδέχομαι, 2): Hebrews 10:27.

Greek Monolingual

η (AM ἐκδοχή)
1. ερμηνεία, εξήγηση, αντίληψη
2. συμπέρασμα, γνώμη
αρχ.-μσν.
προσμονή, προσδοκία
μσν.
1. υποδοχή
2. ταμείο
αρχ.
1. παραλαβή
2. εξακολούθηση, διαδοχή
3. αποδοχή, αναγνώριση υπηρεσίας
4. εγγύηση, ασφάλεια
5. συμβόλαιο, συνθήκη, συμφωνία.

Greek Monotonic

ἐκδοχή: ἡ (ἐκδέχομαι),·
I. αποδοχή, παραλαβή κάποιου πράγματος από κάποιον άλλο, διαδοχή, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. = προσδοκία, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐκδοχή:
1) принятие (от кого-л.): ἐκδοχὴν ποιεῖσθαι τοῦ πολέμου Aeschin. продолжать ведение войны; ἐγείρειν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός Aesch. зажигать ответный сигнальный огонь; νεοχμὸν ἐκδοχαῖς ἐπιφέρειν κακόν Eur. вслед (за старыми) насылать новую беду;
2) понимание, истолкование: καθάπερ ἐποιοῦντο τὴν ἐκδοχὴν οἱ Καρχηδόνιοι Polyb. как толковали (договор) карфагеняне; ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν или ποιεῖσθαι ἐκδοχήν … Polyb. из чего можно было заключить …;
3) ожидание (κρίσεως NT).

Middle Liddell

ἐκδοχή, ἡ, ἐκδέχομαι
I. a receiving from another, succession, Aesch., Eur.
II. = προσδοκία, NTest.

Chinese

原文音譯:™kdoc» 誒克-多黑
詞類次數:名詞(1)
原文字根:出去-領受
字義溯源:期望,等待,等候;源自(ἐκδέχομαι)=接受);由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(δέχομαι)*=領受)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 等待(1) 來10:27

English (Woodhouse)

succession

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)