εὐπάθεια

From LSJ
Revision as of 13:50, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπάθεια Medium diacritics: εὐπάθεια Low diacritics: ευπάθεια Capitals: ΕΥΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: eupátheia Transliteration B: eupatheia Transliteration C: efpatheia Beta Code: eu)pa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], Ion. εὐπαθ-είη, ἡ, (εὐπᾰθής) A comfort, ease, X.Ages.9.3; οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐ. νομίζειν ib.11.9, cf. Plu.2.132c: especially in plural, enjoyments, luxuries, ἐν εὐπαθείῃσι εἶναι enjoy oneself, make merry, Hdt.1.22,191, 8.99; εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν Id.1.135; also, delicacies, dainties, εὐπαθείας ἐκ τῆς ἀγορᾶς πολυτελεῖς πορίζεσθαι X.Ap.18, cf. Pl.R.404d. 2 pl. in Stoic Philos., innocent emotions, opp. πάθη, Stoic.3.105,al. 3 = τὸ εὖ πάσχειν, receipt of benefits, Arist.EN 1159a21. 4 sensitiveness to impressions, Alex.Aphr.Pr.2.53; to disease, Gal.8.205, al.; passivity, Plu.2.589.

German (Pape)

[Seite 1086] ἡ, ion. εὐπαθίη, Her. 8, 99, das Wohlergehen, sinnliches Behagen, Sinnengenuß, χορεύειν καὶ ἐν εὐπαθίῃσιν εἶναι, 1, 22. 191. 8, 99; εὐπαθείας παντοδαπὰς ἐπιτηδεύουσιν 1, 135; vgl. Xen. Ages. 9, 3, der auch οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐπάθειαν νομίζειν sagt, ibd. 11, 9; ὡς σημείῳ τῆς εὐπαθείας χαίρουσι τῇ τιμῇ Arist. Eth. 8, 9; Plat. Rep. III, 404 d ἀττικῶν πεμμάτων τὰς δοκούσας εὐπαθείας; X, 615 a. Bes. bei den Stoikern, auch den Epikuräern, Ausdruck für ἡδονή im guten Sinne, D. L. 7, 115; Plut. – Allgemein, leichte Empfänglichkeit für äußere Eindrücke, τὴν γῆν προδιαλύομεν καὶ μαλάττομεν, ἵνα κοπεῖσα μεταβάλλῃ δι' εὐπάθειαν Plut. Symp. 2, 6, 3.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάθεια: Ἰων. -ίη, ἡ, (εὐπᾰθὴς) ἡ ἀπόλαυσις ἀγαθῶν, ἀπόλαυσις ἡσυχίας καὶ ἀναπαύσεως, Ξεν. Ἀγησ. 9. 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 2: - ἰδίως ἐν τῷ πληθ., ἀπολαύσεις, τέρψεις, τρυφαί, ἐν εὐπαθίῃσι (οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ -είῃσι, πρβλ. 8. 99), διατελεῖν ἐν τρυφῇ καὶ ἐν εὐθυμίᾳ, Ἡρόδ. 1. 22, 191· εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν αὐτόθι 135· ὡσαύτως λιχνεύματα, ἡδύσματα, εὐπαθείας ἐκ τῆς ἀγορᾶς πολυτελεῖς πορίζεσθαι Ξεν. Ἀπολ. 18, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 404D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, μακαρία κατάστασις τῆς ψυχῆς, Διογ. Λ. 17. 115· πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 11, 9, οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ’ εὐπ. νομίζειν: - καθόλου, εὐαισθησία, Πλούτ. 2. 589C, κτλ. πρβλ. Wyttenb. ἐν 132C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. litt. sensation ou impression agréable, d'où
1 jouissance, plaisir, félicité;
2 régime de vie délicat;
II. sensibilité.
Étymologie: εὐπαθής.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) ευπαθής
(για νόσους) η έλλειψη αντοχής του οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου»)
νεοελλ.
(για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις ελάχιστες εξωτερικές αλλοιώσεις ή επιδράσεις, η ευαισθησίαευπάθεια βαρομέτρου, ζυγού κ.λπ.»)
αρχ.
1. απόλαυση αγαθών, ησυχία, άνεση, ευμάρεια
2. στον πληθ. αἱ εὐπάθειαι
α) τέρψη, τρυφή, αισθητική ηδονή, απόλαυση
β) ορεκτικό εδώδιμο, λίχνευμα, άρτυμα, ηδυντικό
γ) (στους Στωικούς) ευχάριστη διάθεση
3. ψυχική ανακούφιση, ευχαρίστηση, ικανοποίηση
4. ευεργεσία
5. (για πρόσωπα) η ιδιότητα του να συλλαμβάνει κανείς εύκολα τις εξωτερικές εντυπώσεις
6. (για πράγματα) το να παθαίνει ένα πράγμα εύκολα κάτι, η αλλοίωση
7. φρ. α) «εὐπαθείας ἐπιτηδεύω» — επιδίδομαι σε τέρψεις, σε απολαύσεις
β) «ἐν εὐπαθείαις εἰμί» — διασκεδάζω, γλεντοκοπώ, βρίσκομαι σε ευθυμία.

Greek Monotonic

εὐπάθεια: Ιων. -ίη, ἡ, απόλαυση αγαθών, άνεση, καλοπέραση, ανάπαυση, ησυχία, σε Ξεν.· ιδίως, στον πληθ., απολαύσεις, τέρψεις, τρυφές, ἐν εὐπαθίῃσι εἶναι, απολαμβάνω, διασκεδάζω, τέρπομαι, σε Ηρόδ.· επίσης, λιχουδιές, νοστιμιές, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐπάθεια:
1) наслаждение, удовольствие; благополучие (ἐν εὐπαθείῃσι Her. и ἐν εὐπαθείαις εἶναι Plut.; πρὸς εὐπάθειαν ἰέναι Arst.);
2) (у стоиков) духовное блаженство Plut., Diog. L.;
3) (повышенная), чувствительность, впечатлительность, Plut.

Middle Liddell

[from εὐπαθής
o. the enjoyment of good things, comfort, ease, Xen.:—esp. in plural enjoyments, luxuries, ἐν εὐπαθίῃσι εἶναι to enjoy oneself, Hdt.; also delicacies, dainties, Xen.

English (Woodhouse)

comfort, comfortable circumstances, easy circumstances, good cheer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)