ἐμμελής
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
English (LSJ)
ές, (μέλος) A in tune, harmonious, opp. πλημμελής, ἐμμελὴς φωνή Ti.Locr.101b, Plu.2.1014c, etc.; προσόδιον SIG662.9 (Delos, ii B.C.); ἁρμονιῶν ἐμμελεστάτη κρᾶσις Plu.Phoc.2; λέξις ἐμμελής D.H.Comp.25; also of a poet, tuneful, Theoc.Ep.21, cf.Philostr.Im.2.12. II metaph., 1 of persons, harmonious, orderly, τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν Pl. Criti.106b; ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι ib.121b; also ἐμμελεστάτη καὶ κοσμιωτάτη πολιτεία Plu.Pel.19. b suitable, fit, proper, κριτής Pl.Lg.876d; πρός τι Plu.Demetr.2 (Sup.). c witty, ἐ. καὶ χαρίεσσα θεραπαινίς Pl.Tht.174a. 2 of things, in good taste, ἐμμελέστερόν [ἐστι], c. inf., Ar.Ec.807; ἐ. ὁμιλία Arist.EN1128a1. 3 well-proportioned, κτήματα . . ποῖα ἄν τις κεκτημένος ἐμμελεστάτην οὐσίαν κεκτῇτο; Pl.Lg. 776b; reasonable, οὐκ ἐ. Id.Sph.259e: hence, modest, small, opp. μέγιστος, Id.Lg.760a (Sup.); πόλις μεγέθει ἐμμελεστέρα Arist.Pol. 1327b15. b suitable, λόγος ἐ. ἐπὶ τὴν χρείαν Plu.Luc.1. III Adv. ἐμμελῶς, Aeol. and Ion. ἐμμελέως, harmoniously, opp. πλημμελῶς, Pl. Lg.816a; in time, πόδεσσιν ὠρχεῦντ' Sapph.54. 2 elegantly, ἐ. καὶ μουσικῶς Arist.Cael.290b30; in good taste, παίζειν Id.EN1128a9; δαπανῆσαι μεγάλα ἐ. ib.1122a35. 3 suitably, rightly, οὐδέ μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται Simon.5.8; ἐμμελῶς πάντων ἔχειν to be suitably provided with... Pl.Prt.321c; ἐμμελῶς φέρειν τὰς τύχας Arist.EN1100b21; ἐμμελῶς εἰρῆσθαι ib.1170b21, etc.: Comp. ἐμμελεστέρως, ἔχειν Pl.Phdr.278d; ἐμμελέστερον Id.R.474a: Sup. ἐμμελέστατα ib.581b. 4 at a reasonable price, διδάσκειν Id.Ap.20c.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [plu. dat. ἐμμελέεσσι Hsch.]
1 diligente, cuidadoso, atento de pers. τοὺς περὶ τὰς βαναύσους τέχνας ἀσκοῦντας ἐμμελεστέρους εἶναι καὶ φιλοτιμοτέρους Plb.9.20.9, ὁ γὰρ ἐ. (συγγραφεύς) ἐξονυχίζων εἰς τὸ λεπτότατον πάσας τὰς μεθόδους Vett.Val.455.21, ὡς ... ἰατρὸς ἐ. καὶ φιλάνθρωπος Basil.M.32.1229C, op. ἀμελής Ephr.Syr.1.1D, cf. 2B, διὰ τοὺς ... πειρασμοὺς ἐμμελε[ῖς] εἰσιν οἱ ἅγιοι Didym.in Iob 88.18, de abstr. μετ' ἐμμελοῦς ἀναγνώσεως con una lectura atenta Adam.Vent.48.12.
2 adv. ἐμμελῶς = diligentemente ἐ.· προθύμως Hsch.
-ές
I 1mús. armónico, armonioso, acorde, musical τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν volver armonioso al que desentona Pl.Criti.106b, μία ἁρμονία ἐ. Arist.Mu.399a17, ὁ φθόγγος Aristox.Harm.80.13, cf. Aristeas 286, Luc.Harm.1, προσόδιον ID 1497.9 (II a.C.), ἁ δὲ (φωνά) τεταγμένα ποτὶ λόγως μωσικὼς ἐ. op. ἐκμελής Ti.Locr.101b, cf. Ptol.Harm.10.24, Plu.2.1014c, S.E.M.6.58, Aristid.Quint.7.15, Anon.Bellerm.21, dif. de εὐμελής D.H.Comp.11.24, ἡ ἐ. κρᾶσις τῶν φθόγγων Hero Def.138.3, cf. Plu.Phoc.2, dif. de σύμφωνος Plu.2.1021b
•subst. τὸ ἐ. armonía Plu.2.451f.
2 ret., lit. musical, lírico ἐ. λέξις de la poesía lírica op. ἔμμετρος λέξις dicho de la poesía épica, D.H.Comp.25.9, ἐ. μὲν (λέξις), οὐ μέλος δέ de la prosa, D.H.Comp.25.10, προσῇδον ἐμμελεῖς λόγους Gr.Naz.M.37.1335A, ἐμμελὲς ψυχῶν ἄκος del libro de los Salmos, Amph.Seleuc.273
•de un poeta lleno de armonía, lleno de lirismo ἐ. ... κἠπιδέξιος ἔπεά τε ποιεῖν de Arquíloco, Theoc.Ep.21.5, ἐ. ... καὶ ἔμμουσος de Píndaro, Philostr.Im.2.12.
II usos fig.
1 armónico, equilibrado, mesurado de pers. κριταί Pl.Lg.876d, ἄρχων Gr.Nyss.M.46.316A, ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι σωφρονισθέντες Pl.Criti.121c, ἐ. καὶ κομψός ἀκόλουθος Plu.2.456a, οἱ ἐμμελεῖς καὶ εὐάρμοστοι τὰς ψυχὰς Basil.M.29.213C, cf. Soz.HE 7.21.8, Θεόδωρε ἐμμελέστατε Teodoro, tú que tienes tanto tacto Pall.V.Chrys.12.8
•de cosas adecuado, apropiado ἐμμελεστάτη οὐσία Pl.Lg.776b
•de abstr. que guarda proporción, equilibrado, regular ὁμιλία Arist.EN 1128a1, Theopomp.Hist.295, διαρέσεις Ph.1.179, παραινέσεις Plu.2.4c, ἡ ἐμμελεστάτη καὶ κοσμιωτάτη πολιτεία Plu.Pel.19, γνῶσις Plot.2.9.13, δίκη Iul.Ep.60.379c, κίνησις Phlp.Aet.546.19
•medic. equilibrado, regular κίνησις Aët.6.23, πνεύματος κατοχὴ καὶ ἀναφώνησις Orib.Ec.73.10.
2 c. inf. o constr. prep. acorde con, apto para, apropiado ξυνισθμιάζειν [...] ἐμμελέστατον A.Fr.78c.58, ἐμμελέστερον πρότερον χέσαι πλεῖν ἢ τριάκονθ' ἡμέρας mejor le iría si evacuara durante más de treinta días Ar.Ec.807, τὸν Διόνυσον ... εἰρήνην τ' αὖθις ἐκ πολέμου τρέψαι πρὸς εὐφροσύνην ... ἐμμελέστατον Plu.Demetr.2, ἐπὶ τὴν χρείαν μόνην ἐ. αὐτοῦ ... ὁ λόγος Plu.Luc.1.
3 moderado, modesto, pequeño αἱρεῖσθαι ... πρὸς δὲ τὰ ἐμμελέστατα (ἱερά) ἕνα (ταμίαν) op. μέγιστα y σμικρότερα Pl.Lg.760a, τῷ μεγέθει πόλις ἑτέρων ἐμμελεστέρα Arist.Pol.1327b15, τὰ σώματα κινεῖν μετὰ δεῖπνον ... χορείαις ἐμμελέσιν Plu.2.133d, μετὰ ἐμμελοῦς οἴνου con un poco de vino Aët.5.90.
4 agradable, gracioso, ocurrente τις ἐ. καὶ χαρίεσσα θεραπαινίς Pl.Tht.174a, cf. Ath.585b, τέρψεις Lib.Decl.47.58.
III adv. ἐμμελέως, ἐμμελῶς, compar. ἐμμελεστέρως
1 mús., ref. la danza acompasadamente, al compás Κρῆσσαι ... ἐ. πόδεσσιν ὤρχεντ' Inc.Lesb.16, op. πλημμελῶς Pl.Lg.816a
•del instrumento o del canto armónica, melódicamente ἐ. ... ὑμέναιον ... ἄειδον A.R.4.1159, ἐ. καὶ ἐρρύθμως Aristid.Quint.89.25, φωνὰς ἀμοιβαίας ἀφίησιν ἐ. Aristaenet.1.26.14, ref. al mov. de los astros y al orden del cosmos ἡγουμένου ... ἀκινήτως αὐτοῦ (τοῦ θεοῦ) καὶ ἐ. Arist.Mu.400b31, cf. Ph.1.107, Iambl.VP 59.
2 ret., lit. con musicalidad, con elegancia ταῦτα ... ἐ. μὲν λέγεται καὶ μουσικῶς Arist.Cael.290b30, cf. Ath.623c
•melódicamente, como es propio del género mélico ἵνα τὴν μὲν τραγῳδίαν ἡρωϊκῶς ἀναγνῶμεν ... τὸ δὲ ἔπος εὐτόνως, τὴν δὲ λυρικὴν ποίησιν ἐ. D.T.629.20.
3 gener. de forma adecuada o conveniente, apropiadamente, bien, muy bien ἐ. δισκεῖν Anacr.119, οὐδέ μοι ἐ. τὸ Πιττάκειον νέμεται Simon.37.11, ἐ. πάντων ἔχειν Pl.Prt.321c, τὸ δὲ ... φιλόσοφον ... μᾶλλον ... ἂν αὐτῷ ... ἐμμελεστέρως ἔχοι le cuadraría más bien lo de filósofo Pl.Phdr.278d, cf. R.474a, τὰς τύχας οἴσει ... πάντῃ πάντως ἐ. Arist.EN 1100b21, cf. 1170b21, δαπανῆσαι μεγάλα ἐ. Arist.EN 1122a36, οἱ ... ἐ. παίζοντες Arist.EN 1128a9, ἐ. καὶ σκώπτειν καὶ σκώπτεσθαι Heraclid.Lemb.Pol.13
•con moderación, con tacto ἠθικῶς καὶ ἐμμελῶς, καὶ οὐχὶ δὴ ... ἀπὸ Σκυθῶν con moderación y tacto, y no como los escitas, e.e. brutalmente Demetr.Eloc.297, ἐμμελῶς ἐν οἴνῳ διάγειν Ath.781d.
4 a precio moderado ταύτην τὴν τέχνην καὶ οὕτως ἐμμελῶς διδάσκει Pl.Ap.20c.
German (Pape)
[Seite 808] ές, im Klange übereinstimmend, wohlklingend; Tim. Locr. 101 b; παντοδαπῶν ὀργάνων ἐμμελεῖς φωναί Plut. Ant. 75; abgemessen, rhythmisch, κίνησις Luc. Häufig übertr., passend, schicklich, Ar. Eccl. 807; Plat. Soph. 259 d, wo οὐκ ἐμμελὲς καὶ δὴ καὶ παντάπασιν ἀμούσου τινός (ἐστι) verbunden; tauglich, geschickt, ἐμμελεῖς – τῶν τοιούτων γίγνεσθαι κριτάς Legg. IX, 876 d; κἀπιδέξιος Theocr. ep. 19, 5; πρός τι, Plut. Lucull. 1, 16 u. öfter; auch = sorgfältig, Pol. 9, 20, 9; ἐμμελεστάτη πολιτεία, wohlgeordnete Verfassung, Plut. Pelop. 19; – artig, sein, witzig, Θρᾷττά τις ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα θεραπαινίς Plat. Theaet. 174 a; vgl. Ath. XIII, 585 b; Plut. Sol. 20; – bescheiden, ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι σωφρονισθέντες Plat. Critia. 121 b; Ggstz πλημμελῶν 106 b; καὶ σωφρονικός Plut. Lyc. 11; von Sachen, οὐσία, bescheidenes, mäßiges Vermögen, Plat. Legg. VI, 776 b; überall an das rechte Maaß zu denken; vgl. ibd. 760 a, wo τὰ ἐμμελέστατα ἱερά sowohl τοῖς μεγίστοις als τοῖς σμικροτέροις entgegenstehen. – Adv. ἐμμελῶς; Ggstz πλημμελῶς Plat. Legg. VII, 816 a; ὀρθῶς εἴρηται καὶ ἐμμελῶς VI, 757 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμελής: -ές, (μέλος) ἠχῶν ἁρμονικῶς, ἐν ἁρμονίᾳ ὤν, ἐναρμόνιος, ἁρμονικός, ἀντίθετον τῷ πλημμελής, ἐμμ. φωνὴ Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλούτ. 2. 1014C, κτλ.· ἁρμονικῶν ἐμμ. κρᾶσις Πλούτ. Φωκ. 2· λέξις ἐμμ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· ἐπὶ ποιητοῦ, ἁρμονικός, γλυκύς, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 19. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ προσώπων, κόσμιος, τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν Πλάτ. Κριτί. 106Β ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι αὐτόθι 121Β· οὕτω, ἐμμελὴς πολιτεία Πλούτ. Πελοπ. 19. β) ἁρμόδιος, κατάλληλος, προσήκων, κριτὴς Πλάτ. Νόμ. 876D· ἐμμελὴς ἐπί τι Πλουτ. Λούκουλ. 1· πρός τι ὁ αὐτ. Δημήτρ. 2. γ) λεπτός, κομψός, ἐπίχαρις, ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα θεραπαινὶς Πλάτ. Θεαίτ. 174Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐμμελέστερον ἐστί, εὐαρεστότερον, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 807· οὐκ ἐμμελὲς Πλάτ. Σοφ. 259D. 3) ἀνάλογος, ἁρμόζων, κτήματα... ποῖα ἄν τις κτώμενος ἐμμελεστάτην οὐσίαν κεκτῇτο ὁ αὐτ. Νόμ. 776Β· ἐμμ. ὁμιλία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 1· πόλις μεγέθει ἐμελεστέρα ὁ αὐτ. Πολ. 7. 6, 8· - ἐντεῦθεν, μέτριος, μικρός, ἀντίθετον τῷ μέγιστος, Πλάτ. Νόμ. 760Α. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἐμμελῶς, Ἰων. -έως, ἐναρμονίως, ὁ αὐτ. Νόμ. 816Α. Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 9, 5, κ. ἀλλ. 2) καταλλήλως, προσηκόντως, πρεπόντως, εὐπρεπῶς, Σιμωνίδ. 8. 3· ἐμμ. πάντων ἔχειν, ἔχειν τὰ πάντα προσηκόντως πρεπόντως, Πλάτ. Πρωτ. 321· ἐμμ. φέρειν τὰς τύχας Ἀριστ. Ν. 1. 10, 11· δαπανῆσαι ἐμμ. αὐτόθι 4. 2, 5· ἐμμ. λέγειν, παίζειν, κτλ., αὐτόθι 9. 10, 1., 4. 3, 3. κ. ἀλλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐμμελῶς· προθύμως, ἐρρωμένως, συνετῶς». - Συγκρ. -λεστέρως, Πλάτ. Φαῖδρ. 278D· -έστερον ὁ αὐτ. Πολ. 471Α· ὑπερθ. -έστατα αὐτόθι 581Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. qui est dans le ton, qui résonne d'accord ; juste, harmonieux;
II. fig. 1 bien réglé, bien proportionné, bien ordonné;
2 bien approprié : πρός τι, ἐπί τι à qch;
3 convenable, de bon goût.
Étymologie: ἐν, μέλος.
Greek Monolingual
-ές (Α ἐμμελής, -ές)
μελωδικός, αρμονικός
αρχ.
1. (για ποιητή) γλυκός, μελωδικός
2. (για πράγμ.) καλαίσθητος, κομψός
3. πετυχημένος («τὴν ἐμμελῆ ταύτην... ἐπὶ τῷ καλῷ προσεποιεῖτο παιδείαν», Πλούτ.)
4. μέτριος, μικρός
5. (για πρόσ.) ευπρεπής, κόσμιος
6. (για πρόσ.) αρμόδιος, κατάλληλος
7. επιμελής.
Greek Monotonic
ἐμμελής: -ές (ἐν, μέλος),·
I. αυτός που ηχεί, ακούγεται ομοιόμορφα, σε συμφωνία, ως προς το ρυθμό ή το διάστημα, αρμονικός, μελωδικός, εύρυθμος, σύμμετρος, σε Πλούτ.
II. μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, σε συμφωνία, σε ρυθμό ή σε ομοφωνία, αρμόδιος, κατάλληλος, ενδεδειγμένος, χρήσιμος, σε Πλάτ.· χαριτωμένος, κομψός, στον ίδ.
III. επίρρ. -λῶς, Ιων. -έως, ομοφώνως, καταλλήλως, όπως αρμόζει, σε Σιμων., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμελής:
1) стройный, слаженный, согласный (ἁρμονία Arst.; χορεία Plut.);
2) размеренный, мерный (κίνησις Luc.);
3) упорядоченный, благоустроенный (πολιτεία Plut.);
4) благопристойный (ὁμιλία Arst.);
5) миловидный, изящный (θεοαπαινίς Plat.);
6) солидный, серьезный, основательный (ἐ. καὶ νόμιμος ἄρχων Plut.);
7) надлежащий, приходный, подходящий (ἐπὶ τὴν χρείαν ἐ. ὁ λόγος Plut.): ἐ. ὁμιλῆσαι Plut. тонкий в обращении;
8) умеренный, скромный, воздержный (ἐμμελέστατος ἀνὴρ καὶ σωφρονικώτατος Plut.);
9) умеренный, небольшой, скромный (οὐσία Plat.; πόλις τῷ μεγέθει ἑτέρων ἐμμελεστέρα Arst.).
Middle Liddell
ἐμ-μελής, ές [ἐν, μέλος
I. sounding in unison, in tune or time, harmonious, Plut.
II. metaph., of persons, in tune or harmony, orderly, suitable, proper, Plat.:— graceful, elegant, Plat.
III. adv. -λῶς, ionic -έως, harmoniously, suitably, decorously, Simon. Plat.
English (Woodhouse)
melodious, tactful, tuneful, in good taste, in tune, in unison