ψέγω
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
English (LSJ)
(A), S.OT338, etc.: fut. ψέξω Pl.Grg.518d: aor. ἔψεξα Thgn.611, S.Aj.1130, Pl.Lg.634c, etc.:—Pass., pf. ἔψεγμαι Hp. Acut.51:—blame, censure, τινα Thgn. l.c., A.Ag.186(lyr.), 1403; τι S.OC977, etc.; λόγον δοῦναι . . περὶ ὧν ψέγουσι Pl.Tht.177b; διά τι Id.Prt.346c; ἐπί τινι X.HG6.5.49: c. acc. rei, τὸ . . διδάσκειν Id.Eq. 6.5: c. dupl. acc., τίς ποτ' ἐστὶν ὅν γ' ἐγὼ ψέξαιμί τι; S.OC1172; ἃ ψέγομεν τὸν Ἔρωτα Pl.Phdr.243d; ταὐτὰ ψέγων καὶ ἐπαινῶν Id.Grg. 510c, cf. Lg.634c; ψ. τινὰ ὅτι... εἰ... Isoc.Ep.2.15, X.HG6.5.51; τινα c. inf., Pl.R.404d: c. acc. cogn., ψ. ψόγους Id.Grg.483c:—Pass., ἡ ἐπιείκεια οὐ ψέγεται = there is no objection to it, we find no fault with it, Th.5.86; ψέγεται ὡς τοιοῦτον ὄν Pl.R.358a; ψεγόμενα, of damaged goods, prob. in Supp.Epigr.7.417.18(Dura, iii A. D.).(B), in compd. ἐπιψέγω (q.v.), cf. ψέγος.
German (Pape)
[Seite 1392] (eigtl. verkleinern, vermindern, mit ψάω zusammenhangend, im wirklichen Sprachgebrauch aber immer übertr.), durch bösen Leumund, durch Vorwürfe verkleinern, herabsetzen, dah. tadeln, c. acc., Theogn. 611; Aesch. Ag. 179 Ch. 983; Soph. El. 541 O. C. 981 u. öfter, wie Eur. u. in Prosa: Thuc. 5, 86; οὐ διὰ ταῦτά σε ψέγω Plat. Prot. 346 c; ἃ ψέγομεν τὸν Ἔρωτα Phaedr. 243 c; ψόγους ψέγειν Gorg. 383 b; Ggstz ἐπαινεῖν Rep. III, 400 c; Phaedr. 247 d u. öfter; Xen. und Folgende.
French (Bailly abrégé)
f. ψέξω, ao. ἔψεξα, pf. inus. ; pf. Pass. ἔψεγμαι;
blâmer : τινά, qqn ; τι, qch ; τινα ἐπί τινι, blâmer qqn de qch ; τινί τι, reprocher qch à qqn ; ψ. τινά τι, m. sign.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψέγω (be)kritiseren, afkeuren, met acc. van pers.:; μάντιν οὔτινα ψέγων geen enkele ziener kritiserend Aeschl. Ag. 186; met acc. van zaak:; πῶς ἄν... ἆκον πρᾶγμα... ψέγοις; hoe kun je nu een onvrijwillige daad bekritiseren? Soph. OC 977; met dubbele acc.:; τίς ποτ’ ἐστίν, ὅν γ’ ἐγὼ ψέξαιμί τι; wie is het dan die ik iets zou moeten kwalijk nemen? Soph. OC 1172; ook met prep. vanwege iets.
Russian (Dvoretsky)
ψέγω: порицать, укорять (τινά и τι Aesch., Soph., Xen., Arst.): ψ. τινὰ περί τινος, περί и διά τι Plat. или ἐπί τινι Xen., ψ. τινά τι Soph., Plat. порицать кого-л. за что-л.; ἡ ἐπιείκεια τοῦ διδάσκειν ἀλλήλους οὐ ψέγεται Thuc. (с нашей стороны) нет никаких возражений против благожелательного обмена мнении; τοὺς ψόγους ψ. Plat. выражать порицания.
Greek (Liddell-Scott)
ψέγω: μελλ. ψέξω Πλάτ. Γοργ. 518D· ἀόρ. ἔψεξα Σοφ. Αἴας 1130, Πλάτ. Νόμ. 634C, κτλ. - Παθ., πρκμ. ἔψεγμαι Ἱππ. 392. 35. Ὡς καὶ νῦν, κατακρίνω, μέμφομαι, ἀντίθετον τῷ ἐπαινέω· τινὰ Θέογν. 611, Αἰσχύλ. Ἀγ. 186, 1403· τι Σοφ. Οἰδ. Κολ. 977, κτλ.· - ψ. τινὰ περί τινος, διά τι πρᾶγμα, Πλάτ. Θεαίτ. 177Β· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 634C διά τι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 346C· ἐπί τινι Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 49· - ὡσαύτως, μετὰ διπλῆς αἰτ., τίς ποτ’ ἐστὶν ὃν γ’ ἐγὼ ψέξαιμί τι; Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1172· ἃ ψέγομεν τὸν Ἔρωτα Πλάτ. Φαῖδρ. 243C, πρβλ. Γοργ. 5?0C, Ξεν. Ἱππ. 6, 5· - ψ. τινὰ ὅτι .., εἰ .., Ἰσοκρ. 409D, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 51· τινά, μετ’ ἀπαρ., 404D· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ψ. ψόγους ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 483Β. - Παθητ., ἡ ἐπιείκια οὐ ψέγεται, δὲν κατακρίνεται, Θουκ. 5. 86· ψέγεται ὡς τοιοῦτον ὂν Πλάτ. Πολ. 538Α.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επικρίνω, μέμφομαι, κατηγορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο σχηματισμός του ρ. ψέγω, εν αντιθέσει με του συνωνύμου του μέμφομαι και του ουσ. όνειδος, οφείλεται σε ελληνική καινοτομία. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τη ρίζα του ψήω / ψάω / ψῆν, πιθανότατα μέσω του επιφωνήματος ψό (πρβλ. ψόφος)].
Greek Monotonic
ψέγω: μέλ. ψέξω, αόρ. αʹ ἔψεξα, κατηγορώ, επικρίνω κάποιον, μέμφομαι, τινά, σε Θέογν. κ.λπ.· ψέγω τινὰ περί τινος, κατηγορώ κάποιον για κάτι, σε Πλάτ.· διά τι, στον ίδ.· ἐπί τινι, σε Ξεν.· επίσης, με σύστ. αιτ., σε Σοφ.· ἃψέγομεν τὸν Ἔρωτα, σε Πλάτ. — Παθ., ἡ ἐπιείκεια οὐ ψέγεται, δεν κατακρίνεται, σε Θουκ.
Middle Liddell
to blame, censure, τινά Theogn., etc.;— ψ. τινὰ περί τινος to blame one for a thing, Plat.; διά τι Plat.; ἐπί τινι Xen.;—also, c. dupl. acc., Soph.; ἃ ψέγομεν τὸν Ἔρωτα Plat.:—Pass., ἡ ἐπιείκεια οὐ ψέγεται there is no objection to it, we find no fault with it, Thuc.
Frisk Etymology German
ψέγω: {pségō}
Forms: Aor. ψέξαι, Fut. ψέξω, Pf. Pass. ἔψεγμαι
Grammar: v.
Meaning: tadeln, rügen (seit Thgn.).
Derivative: Davon ψέκτης m. Tadler (Hp., Pl.) mit -τικός tadelnd (Arist., Poll. u.a.), παμψέκτωρ m. ‘All-Tadler’ (Man.; Fraenkel Nom. ag. 1, 127), ψέξις Tadel (Gloss.); ἄσεκτος· ἀγαθός, παρὰ Ῥίνθωνι Ταραντίνῳ H.; zu σ- statt ψ- Schwyzer 329. Mit ο-Abtönung ψόγος m. Tadel (seit Xenoph.), nach λόγος? (Porzig Satzinhalte 257 u. 261; vgl. unten); oft als Hinterglied, z.B. φιλόψογος tadelsüchtig (E., Pl.); davon ψογερός tadelsüchtig (Pi., Plu.), -εια· ψογερά, καὶ οὐκ ἄξια ἀκοῆς H. (Choerob.); Aor. -ίσαι od. -ῆσαι tadeln (LXX), Fut. Pass. -ισθήσεται, -ηθήσονται (Vett. Val.) mit -ιστής m. Tadler, Nörgler (Rhetor.).
Etymology: In ὄνειδος (mit ὀνειδίζω seit Il.) hat das Griech. einen Ausdruck für Vorwurf, Tadel, Schmähung aus der Vorzeit ererbt. Schon vom Anfang der Überlieferung an steht das etymologisch weniger klare μέμφομαι da. Im Vergleich zu diesen älteren Wörtern scheint ψέγω eine jüngere Schöpfung zu sein. —Eine sichere Etymologie fehlt. Auch für ψέγω ist Anknüpfung an ψῆν versucht worden (Wood IF 13, 119; zustimmend Bq); als Vorbild mag dann λέγω gedient haben (vgl. ψόγος: λόγος). Nach Prellwitz geht ψόγος von der Interj. ψό (s. ψόφος) aus (ähnlich Schwyzer 329), wozu als Rückbildung ψέγω; von Schw.-Debrunner 601 A. 1 nicht ohne Grund beanstandet.
Page 2,1131
Mantoulidis Etymological
(=κατακρίνω, κατηγορῶ). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά παράγεται ἀπό τό οὐσ. ψόγος πού προῆρθε ἀπό τό ἐπιφώνημα ψο (=φτού!). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τό ψέγος, ψεκτέον, ψεκτέος, ψέκτης, ψεκτικός, ψεκτός, ἄψεκτος, ἀψεγής, ψόγος, ἄψογος, φιλόψογος, ψογερός.