ῥυσός
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ή, όν, shrivelled, wrinkled, Il.9.503, E.El.490, Ar.Pl.266, Pl. R.452b; ῥυσὰ σαρκῶν πολιᾶν καταδρύμματα the tearing of old wrinkled flesh (cf. ῥυτίς), E.Supp.49 (lyr.); ῥ. βουλευτήρια, prob. = ῥυσοὶ βουλευταί, Theopomp.Com.75; μαστός Sor.1.88; ἕλκος Gal.10.404; ῥυσότερον βαλλαντίων πρόσωπον Alciphr.3.55; ῥ. ἐπισκύνιον AP6.64 (Paul. Sil.); also of fruits, etc., [ἀκρόδρυα] ἰσχνὰ καὶ ῥ. Plu.2.735d; ἐλαῖαι Archestr.Fr.7; σῦκα Philostr.Im.1.31.—The forms ῥυσσός, ῥυσσαίνομαι, etc., are freq. in codd.
German (Pape)
[Seite 853] (von ῥύω, also) eigtl. zusammengezogen, dah. zusammengeschrumpft, runzlig; Il. 9, 503; ῥυσῷ γέροντι, Eur. El. 490; frg. 495; ῥυσὰ σαρκῶν πολιῶν καταδρύμματα χειρῶν, Suppl. 50; Ar. Plut. 266; sp. D., ῥυσὸν ἐπ ισκύνιον Paul. Sil. 50 (VI, 64), wie in sp. Prosa, bei Plut. u. A. – Die Schreibung ῥυσσός scheint aus der prosodischen Unwissenheit Späterer entstanden; Jac. A. P. 60; Ach. Tat. 747; Seidler Eur. El. 485.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
resserré, contracté, d'où
1 renfrogné;
2 ridé.
Étymologie: R. Ῥυ tirer, contracter ; cf. ἐρύω.
Russian (Dvoretsky)
ῥῡσός:
1 морщинистый, сморщенный (γέρων Eur.; πρόσωπον Men.; ἀκρόδρυα Plut.);
2 нахмуренный (ἐπισκύνιον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσός: -ή, -όν, (ῥύω, ἐρύω) ἐρρυτιδωμένος, «ζαρωμένος», ῥυτιδωτός, Ἰλ. Ι. 503, Εὐρ. Ἠλ. 490, Ἀριστοφ. Πλ. 266, Πλάτ. Πολ. 452Β· ῥυσὰ πολιῶν σαρκῶν καταδρύμματα (πρβλ. ῥυτίς) Εὐρ. Ἱκέτ. 50· ῥ. βουλευτήρια, πιθ., = ῥυσοὶ βουλευταί, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 6· ῥυσότερον βαλλαντίου πρόσωπον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 117· ῥ. ἐπισκύνιον, ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀνθ. Η. 6. 64· - ὡσαύτως ἐπὶ καρπῶν, κτλ., ἀκρόδυα ἰσχνὰ καὶ ῥ. Πλούτ. 2. 735D· ἐλαῖαι Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 56C· σῦκα Φιλόστρ. 869. - Οἱ τύποι ῥυσσός, ῥυσσαίνομαι, κτλ., προῆλθον ἐξ. ἀγνοίας ὅτι τὸ υ ἦν φύσει μακρόν, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 60, Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 485.
Greek Monolingual
και ῥυσσός, -ή, -όν, Α
γεμάτος ζάρες, γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς μαστός», Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥῡσός / ῥυσσός ανάγεται, κατά μία άποψη, στο θ. Fῥῡ- με σημ. «τραβώ, ζαρώνω» (πρβλ. ἐρύω [Ι], ῥῡτήρ) και έχει σχηματιστεί με εκφραστικό επίθημα -(σ)σός που απαντά σε λέξεις της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαι-σός, γαμψός). Η σύνδεση, ωστόσο, με το ἐρύω δεν μπορεί να ερμηνευθεί γλωσσολογικά (βλ. λ. έρύω [Ι]). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ῥῡσός συνδέεται με λατ. rūga «ρυτίδα», λιθουαν. raūkas, με τα οποία παρουσιάζει σημασιολογική τουλάχιστον σχέση].
Greek Monotonic
ῥῡσός: -ή, -όν (*ῥύω=ἐρύω), ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, ξηρός, τσαλακωμένος, πτυχωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ῥυσὸν ἐπισκύνιον, λέγεται για το κατσούφιασμα, τη συνοφρύωση, το αγριοκοίταγμα, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: shrivelled, shrunk, wrinkled (I 503).
Other forms: Mss. also -σσ-. On ῥυτίς, -ίδος bel.
Compounds: Some compp., e.g. ἔν-ρυσος somewhat wrinkled (Dsc.; Strömberg Prefix Studies 128).
Derivatives: 1. ῥυσ-αλέος id. (Nic.; αὑαλέος a.o.); 2. -ώδης with a wrinkled appearance (AP a.o.); 3. -ότης f. wrinkledness (Plu.); 4. ῥυσίλλας τὰς ῥυτίδας H. (diminutive-hypocoristic; cf. Chantraine Form. 252, Schwyzer 485); 5. ῥυσ-όομαι, -όω to shrivel, to wrinkle (oneself) (Arist.) with -ωσις f. (Gal.); 6. -αίνομαι id. (Nic., AP). -- ῥυτίς, -ίδος f. (Aeol. βρύτιδες EM) wrinkle, fold (Ar., Pl.) with ῥυτιδ-ώδης = ῥυσώδης, -όομαι, -όω = ῥυσόομαι, -όω (Hp., Arist.), -ωσις f. wrinkling (medic.), -ωμα n. wrinkle (sch.). Prob. also ῥυτίσματα pl. (Men.: *ῥυτίζω), after Phot. = τῶν διερρυηκότων ἱματίων τὰ ἀποπληρώματα (`patch, piece of cloth').
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With ῥυσός cf. λοξός, κομψός, γαυσός and many other adj. in -σός (Chantraine Form. 434, Études 17. Schwyzer 516, Stang Symb. Oslo. 23, 46, Specht Ursprung 200); ῥυτίς like πηκτίς, ξυστίς, δοκίς etc.; from *ῥυ-τή, -τόν v.t. -- Prob. like ῥυτήρ vein etc. to ἐρύω draw, pull, snatch (s.v.), so prop. *'drawn, distorted, pulled' etc. (Solmsen IF 31, 463) (for the meaning cf. ῥάκη, also wrinkels) - but then we would have *ἐρυσος. The similarity with Lat. rūga wrinkle, fold, Lith. raũkas id. is accidental; cf. W.-Hofmann and Fraenkel s.vv. S. also Bechtel Lex. s. ῥυσός.
Middle Liddell
ῥῡσός, ή, όν [*ῥύω, ἐρύω
drawn up, shrivelled, wrinkled, Il., Eur., etc.; ῥ. ἐπισκύνιον, of a frown, Anth.
Frisk Etymology German
ῥυσός: {rhūsós}
Forms: (Hss. auch -σσ-)
Meaning: zusammengeschrumpft, verschrumpelt, runzelig (seit I 503; vorw. poet. u. sp. Prosa).
Composita : Einige Kompp., z.B. ἔνρυσος etwas runzelig (Dsk.; Strömberg Prefix Studies 128).
Derivative: Davon 1. ῥυσαλέος ib. (Nik.; αὐαλέος u.a.); 2. -ώδης mit runzeligem Aussehen (AP u. a.); 3. -ότης f. Runzeligkeit (Plu. u.a.); 4. ῥυσίλλας· τὰς ῥυτίδας H. (deminutivhypokoristisch; vgl. Chantraine Form. 252, Schwyzer 485); 5. ῥυσόομαι, -όω ‘zusammenschrumpfen, (sich) runzeln’ (Arist. usw.) mit -ωσις f. (Gal.); 6. -αίνομαι ib. (Nik., AP). — ῥυτίς, -ίδος f. (äol. βρύτιδες EM) Runzel, Falte (Ar., Pl. u.a.) mit ῥυτιδώδης = ῥυσώδης, -όομαι, -όω = ῥυσόομαι, -όω (Hp., Arist. u.a.), -ωσις f. das Runzeln (Mediz.), -ωμα n. Runzel (Sch.). Wohl auch ῥυτίσματα pl. (Men.: *ῥυτίζω), nach Phot. = τῶν διερρυηκότων ἱματίων τὰ ἀποπληρώματα (Flicken, Lappen).
Etymology : Zu ῥυσός vgl. λοξός, κομψός, γαυσός und viele andere Adj. auf -σός (Chantraine Form. 434, Études 17. Schwyzer 516, Stang Symb. Oslo. 23, 46, Specht Ursprung 200); ῥυτίς wie πηκτίς, ξυστίς, δοκίς usw.; von *ῥυτή, -τόν o.ä. — Wohl wie ῥυτήρ Zügel usw. zu ἐρύω ziehen, zerren, reißen (s.d.), also eig. *’verzogen, verzerrt, gerissen’ (Solmsen IF 31, 463), bzw. *’Verziehung, Verzerrung, Riß’ (zur Bed. vgl. ῥάκη, auch Runzeln). Die Ähnlichkeit mit lat. rūga Runzel, Falte, lit. raũkas ib. ist zufällig; vgl. W.-Hofmann und Fraenkel s.vv. S. auch Bechtel Lex. s. ῥυσός.
Page 2,666-667