γλύφω

From LSJ
Revision as of 09:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλύφω Medium diacritics: γλύφω Low diacritics: γλύφω Capitals: ΓΛΥΦΩ
Transliteration A: glýphō Transliteration B: glyphō Transliteration C: glyfo Beta Code: glu/fw

English (LSJ)

[ῠ],
Afut. γλύψω LXX Ex.28.9: aor. ἔγλυψα Str.9.2.25:—Med., aor. ἐγλυψάμην Theoc.Ep.8, Plu.2.806d:—Pass., aor. 1 part. γλυφθέν AP6.229 (Crin.), but aor. 2 γλυφέν [ῠ] App.Anth.3.79 (Posidipp.), Ps.-Callisth.3.22, (δια-) Ael.VH14.7: pf. γέγλυμμαι AP9.752 (Ascl. or Antip. Thess.), Pl.Smp.216d, (ἐγγλύφω) Hdt.2.106, but ἐξ-έγλ- Eup.331, Pl.R.616d:—carve, cut out with a knife, ναῦς τ' ἔγλυφεν Ar.Nu.879; γ. σφρηγῖδας engrave them, Hdt.7.69, cf. Pl. Hp.Mi.368c; of sculptors, opp. γράφω, Hdt.2.46, Str.l.c.; ἔγλυψέν με σίδηρος, written under a statue, IG14.973:—Med., cause to be engraved, Theoc.l.c., Plu. l.c.
II note down or write [on waxen tablets], τόκους AP11.289 (Pall.).
III Pass., to be hatched, ἕως γλυφῆναι τὰ ὠά Antig.Mir.97. (Cf. Lat. glubo 'peel', glūma 'husk', OHG. klioban 'cleave'.)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [aor. pas. part. neutr. γλυφέν Posidipp.Epigr.20.3, Ps.Callisth.120.6]
I 1cincelar, grabar c. ac. de obj. ext. σφρηγῖδας Hdt.7.69, δακτυλίους Pl.Hp.Mi.368c, γλύψεις ἐν αὐτοῖς (λίθοις) τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν Ισραήλ LXX Ex.28.9, cf. PMag.62.40 (III d.C.)
afilar, sacar punta en v. pas. κάλαμοι SB 10241.re.12 (I d.C.)
esculpir, tallar c. ac. int. γράφουσί τε δὴ καὶ γλύφουσι ... τοῦ Πανὸς τὤγαλμα pintan y esculpen la imagen de Pan Hdt.2.46, ναῦς Ar.Nu.879, ref. a una estatua de Praxíteles, Str.9.2.25, ἔγλυψέν με σίδηρος escrito bajo una estatua IUrb.Rom.152 (II/III d.C.)
abs. οἱ πλάσσοντες καὶ γλύφοντες los que forjan y esculpen ídolos LXX Is.44.9
en v. pas. καὶ ἀδύνατον γλύφεσθαι τῶν ὀστῶν μόνον ref. a los dientes, Arist.HA 516a26, τὸ δὲ γλυφὲν ἅρμα ... ὑπὸ Λυγκείου βλέμματος ἐγλύφετο el carro grabado ... fue tallado por una vista lincea Posidipp.Epigr.l.c., cf. Hsch.s.u. γλυφίδες
ref. a paredes estar cubierto de relieves γεγλυμμένα χερουβιν LXX Ez.41.18, cf. LXX Ex.36.13, a techos ὁμαλῶς διῄρηνται καὶ γεγλύφανται Eust.Op.360.69
part. subst. τὰ ... γεγλυμένα (sic) inscripciones, grabados en una estela IKyzikos 2.47 (II d.C.).
2 escribir, anotar (en tablillas enceradas) τόκους AP 11.289 (Pall.).
3 raspar, arañar ἐψηλάφα, ἔτιλλεν, ἔγλυφεν Hp.Epid.3.17.15, cf. Hsch.
4 en v. med.-pas. cascarse ἕως γλυφῆναι τὰ ᾠά Antig.Mir.97, ὅπως λακήσῃ τοὺς καλάμους γεγλ[υμ] μένους SB 10241 re.12 (I d.C.).
II en v. med. hacer tallar, hacer grabar ἀπ' εὐώδους γλύψατ' ἄγαλμα κέδρου Theoc.Ep.8.4, γλυψάμενος δ' εἰκόνα τῆς πράξεως ἐν σφραγῖδι Plu.2.806d.
• Etimología: De *gleubh-/*glubh- y rel. c. aaa. kliobanhoradar’, lat. glubo. Cf. tb. γλαφυρός.

French (Bailly abrégé)

f. γλύψω, ao. ἔγλυψα, pf. inus.
Pass. ao. ἐγλύφθην, ao.2 ἐγλύφην, pf. γέγλυμμαι et ἔγλυμμαι;
sculpter;
Moy. γλύφομαι (ao. ἐγλυψάμην) graver ou faire graver pour soi.
Étymologie: R. Γλυφ, tailler ; cf. lat. sculpo, cf. γράφω = lat. scribo, etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλύφω krassen, graveren, inkerven:; γ. ἐν δακτυλίῳ... εἰκόνα τῆς πράξεως in een ring een afbeelding van zijn succes laten graveren Plut. Sull. 3.8; uitsnijden:; ναῦς ἔγλυφεν hij maakte boten van houtsnijwerk Aristoph. Nub. 879; ὁ γεγλυμμένος σιληνός de sileen in houtsnijwerk Plat. Smp. 216d; geneesk. krabben. Hp. Epid. 3.3.

German (Pape)

(vgl. γλάφω; ἐγλυμμένος Plat. Symp. 216d; cf. ἐγγλ.), aushöhlen, bes. in Stein, Erz, Holz eingraben, schnitzen; σφραγῖδας, δακτυλίους, Her. 8.69; Plat. Hipp. mai. 368c; ναῦς Ar. Nub. 879; Ἔρωτα, vom Bildhauer, Strab. IX p. 410; γλυψάμενος εἰκόνα ἐν σφραγῖδι, er ließ sich eingraben, Plut. reip. ger. praec. 12; – τόκους, die Zinsen ausklauben, d.i. genau anschreiben, Pallad. 86 (XI.289); s. τοκογλύφος.

Russian (Dvoretsky)

γλύφω: (ῠ) (fut. γλύψω, pass.: aor. 1 ἐγλύφθην, aor. 2 ἐγλύφην, pf. γέγλυμμαι и ἔγλυμμαι)
1 выдалбливать, делать полым (ναῦς Arph.);
2 вырезывать, гравировать (σφρηγῖδας Her.; δακτυλίους Plat.; ἐν ἀμεθύστῳ γεγλυμμένος Anth.): ἀδύνατος γλύφεσθαι Arst. не поддающийся гравировке; γλύψασθαι εἰκόνα ἐν σφραγῖδι Plut. заказать выгравировать изображение на печати;
3 (на вощеных дощечках), тщательно записывать (τόκους Anth.).

Greek Monolingual

(AM γλύφω)
1. λαξεύω με γλύφανο σκληρή ύλη, σκαλίζω
2. χαράσσω διακοσμητικές παραστάσεις σε σκληρή ύλη
αρχ.
Ι. καταγράφω («γλύφων τόκους» — για τον τοκογλύφο που καταγράφει λεπτομερώς τί του χρωστάνε)
II. γλύφομαι
1. βάζω κάποιον άλλο να κάνει γλυπτή παράσταση
2. (για αβγά) εκκολάπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε IE gleubh- «κόβω, χαράζω, σμιλεύω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. klioban «σκάβω», λατ. glūbō), μπορεί δε να συσχετιστεί με το γλαφυρός.

Greek Monotonic

γλύφω: [ῠ], μέλ. γλύψω, αόρ. αʹ ἔγλυψα — Παθ., αορ. αʹ μτχ. γλυφθέν, αορ. βʹ γλυφέν [ῠ], παρακ. γέγλυμμαι (συγγενές προς το γλάφω),
I. σκαλίζω, χαράσσω με μαχαίρι, σε Αριστοφ.· γλύφω σφρηγῖδας, τις εγχαράσσω, τις εντυπώνω, σε Ηρόδ.· λέγεται για γλύπτες, στον ίδ.
II. σημειώνω, γράφω (πάνω σε αναθηματικές, κέρινες πλάκες), γλύφω τόκους, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

γλύφω: [ῠ]· μέλλ. γλύψω Ἑβδ.· ἀόρ. ἔγλυψα Στράβων 410, Ἀνθ. Π. 9. 818, πρβλ. ἐγ-, παραγλύπτω:― Μέσ., ἀόρ. ἐγλυψάμην Θεόκρ., Πλούτ.:― Παθ., ἀόρ. α΄ μεταγ. γλυφθὲν Ἀνθ. Π. 6. 229, ἀλλ’ ἀόρ. β΄ γλυφὲν [ῠ] αὐτ. παραρτ. 66, (δι-) Αἰλ.· πρκμ. γέγλυμμαι Ἀνθ. Π. 9. 752, (ἐγ-) Ἡρόδ., ἀλλὰ ἔγλυμμαι Πλάτ. Συμπ. 216D, (ἐξ-) Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 42, Πλάτ. Πολιτ. 616D, (Ἴδε ἐν λ. γλάφω.) Σκαλίζω, κόπτω διὰ μαχαιρίου, ναῦς τ’ ἔγλυφεν, ἐπὶ παιδίου, Ἀριστοφ. Νεφ. 879· γλ. σφρηγῖδας, σκαλίζω ἢ κοσμῶ αὐτὰς διά τινος τύπου, χαράττω, Ἡρόδ. 7. 69, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 368C· ἐπὶ γλυπτῶν, ἀντίθ. τῷ γράφω, Ἡρόδ. 2. 46, Στράβων 410· ἔγλυψέν με σίδηρος, εὑρεθὲν ἐν τῇ βάσει ἀγάλματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5972·― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλούτ. 2. 806D. ΙΙ. σημειῶ ἢ γράφω [ἐπὶ κηρωτῶν πινάκων], τόκους Ἀνθ. Π. 11. 289· πρβλ. τοκογλύφος.

Middle Liddell

akin to γλάφω
I. to carve, cut out with a knife, Ar.; γλ. σφρηγῖδας to engrave them, Hdt.; of sculptors, Hdt.
II. to note down [on tablets], τόκους Anth.

Frisk Etymology German

γλύφω: {glŭ́phō}
Forms: Aor. γλύψαι, Fut. γλύψω
Grammar: v.
Meaning: ausmeißeln, gravieren (ion. att.).
Derivative: Nomina actionis: γλυφή das Eingraben, Stich (D. S., Plu. usw.), γλύμμα das Eingegrabene, Petschaft (Eup., Str., Pap.). Mehrere Nomina agentis oder instrumenti: γλυφίς, gew. pl. -ίδες ‘Kerbe(n), bes. am hintern Ende des Pfeilschaftes' (seit Il.), auch Meißel, Messer (J., AP u. a.; vgl. ἀκίς, σκαφίς und Porzig Satzinhalte 352); γλύφανος Schnitzmesser (h. Merc. u. a.; vgl. φάσγανον, δρέπανον und andere Nomina auf -ανον, -ανος (-ανη) bei Chantraine Formation 198ff.); γλυφεῖον ib. (Luk.); ἑρμογλυφεῖον Bildhauerwerkstatt (Pl.), Zusammenbildung von Ἑρμᾶς γλύφειν; γλυφεύς Bildhauer, Graveur (J. u. a.), zunächst von γλυφή, s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 73; daneben γλυφευτής ib. (Pap. VIp), wie von *γλυφεύω; γλυπτήρ = γλύφανος (AP), γλύπτης Graveur (APl.) mit γλυπτικός (Poll.). — Adj. γλυφική (τέχνη; Thrake).
Etymology: Der durchgeführten Schwundstufe in γλύφω nebst sämtlichen Ableitungen steht im Germanischen ein primäres Verb mit bewahrtem Ablautswechsel eu: ou: u entgegen: z. B. ahd. Präs. kliobanklieben, spalten’, Prät. kloub, Opt. klubi. Auch lat. glūbō abschälen vertritt als altes primäres Verb wahrscheinlich die Hochstufe eu, obwohl es an und für sich ebenso wie das deverbative ahd. klūbōnklauben, zerpflücken’ ein (sekundär verlängtes?) ū enthalten kann. Hierher vielleicht noch russ. glýboko tief usw., s. Vasmer Russ. et. Wb. s. v.
Page 1,315

Mantoulidis Etymological

(=σκαλίζω, χαράζω με γλυφίδα). Ἀπό ρίζα γλυφ-. Ἔχει σχέση μέ τό γλάφω (=σκάβω).
Παράγωγα: γλύμμα (=σκαλισμένη εἰκόνα), γλύπτης, γλυπτήρ (=σμίλη), γλυπτός, γλυπτικός, γλύφανος (=σμίλη), γλυφεῖον (=σμίλη), γλυφεύς (=γλύπτης), ἡ γλυφή (=σκάλισμα), γλυφικός, γλυφίς -ίδος (=σμίλη), ἀνάγλυφα (=παραστάσεις σκαλισμένες πάνω σέ μάρμαρα), ἑρμογλύφος (=ἀγαλματοποιός), τοκογλύφος (=αὐτός πού δανείζει μέ παράνομο καί μεγάλο τόκο), ἱερογλυφικός, τρίγλυφος.

Léxico de magia

1 grabar a) en una piedra ἔστιν δὲ ὁ γλυφόμενος εἰς τὸν λίθον Ἡλίωρος ἀνδριὰς λεοντοπρόσωπος lo que hay grabado en la piedra de Heliorus es una figura de hombre con rostro de león P I 143 τὸ δὲ ὄνομα ἐκ τῶν ὄπισθε μερῶν τοῦ λίθου γλύψεις ἱερογ<λ>υφικῶς grabarás el nombre en la parte posterior de la piedra con caracteres jeroglíficos P XII 276 b) en una piedra imán λαβὼν λίθον μάγνητα τὸν πνέοντα γλύψον Ἀφροδίτην toma una piedra imán, la que está animada, y graba una Afrodita P IV 1723 P IV 1743 λαβὼν μάγνητα τὸν πνέοντα ποίησον ὡς καρδίαν, καὶ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη toma un imán, el que está animado, haz como un corazón y que quede grabada Hécate P IV 2632 γλύψεις τοὺς χαρακτῆρας τούτους εἰς μάγνητα τὸν πνέοντα grabarás estos signos en un imán, el que está animado P LXII 40 c) en una esmeralda εἰς λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον en una esmeralda muy valiosa graba un escarabajo P V 240 d) en un jaspe ἐπ' ἰασπαχάτου λίθου γλύψον Σάραπιν en una piedra de jaspe ágata graba un Sarapis P V 447 e) en un heliotropo ἥλιος γλύφεται ἐπὶ λίθου ἡλιοτροπίου τὸν τρόπον τοῦτον se graba un sol en una piedra de heliotropo de esta manera P XII 273 f) en un anillo ψυχρηλατήσας ποίησον δάκτυλον, ἐφ' ᾧ γεγλύφθω λέων ἀκέφαλος forja en frío un anillo en el que quede grabado un león acéfalo P IV 2132 γλύψον τὸν ἐν Μέμφει Ἀσκληπιὸν ἐπὶ δακτυλίου σιδηροῦ ἀπὸ ἀναγκοπέδης graba el Asclepio de Menfis en un anillo de hierro procedente de unos grilletes P VII 629 ἔχε μετὰ σεαυτοῦ δάκτυλον σιδηρο<ῦ>ν, ἐφ' ὃν γέγλυπται Ἁρποκράτης ten un anillo de hierro, en el que esté grabado Harpócrates P LXI 32 ποίησον δακτυλίον Γοθθικὸν καὶ γλύψον ἐν αὐτῷ τὸ ὑποκείμενον ὄ(νομα) haz un anillo gótico y graba el siguiente nombre en él SM 94 23 g) en una talla γλύψον δὲ περ<ὶ> τὸν Ἀπόλλων<α> τὸ μέγα ὄνομα graba alrededor del Apolo el gran nombre P XIII 104 P XIII 105 P XIII 661 h) en una paletilla de cerdo εἰς χοιρίαν σπάθην γλῦφε Δία ἅρπην κρατοῦντα en la paletilla de un cerdo graba un Zeus sosteniendo una hoz P IV 3115 2 tallar λαβὼν πανουργικὸν ξύλον γλύψον σφῦραν καὶ ἐν ταύτῃ κροῦε εἰς τὸ οὐ<τάτιον> λέγων τὸν λόγον toma madera de un patíbulo, talla un martillo y golpea con él en el ojo mientras dices la fórmula P V 75