ἀντίστροφος

From LSJ
Revision as of 04:33, 28 September 2023 by Spiros (talk | contribs)

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίστροφος Medium diacritics: ἀντίστροφος Low diacritics: αντίστροφος Capitals: ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: antístrophos Transliteration B: antistrophos Transliteration C: antistrofos Beta Code: a)nti/strofos

English (LSJ)

ἀντίστροφον,
A turned so as to face one another: hence, correlative, coordinate, counterpart, Pl.Tht.158c, etc.; τινί to a thing, Id.Grg.464b, R.605a; ἡ ῥητορική ἐστιν ἀ. τῇ διαλεκτικῇ Arist.Rh.1354a1, Pol.1293a33, etc.; ἰατρικὴ ἀ. δικαιοσύνῃ Aristid.2.37 J.; also τινός the correlative or counterpart of.., Pl.R. 530d, Grg.465d, Isoc.5.61, etc.; ἀ... ὥσπερ Arist.Pol.1292b7. Adv. ἀντιστρόφως = in a manner corresponding, τινί Pl.R. 539d; ἡ γλῶττα ὥσπερ ἀντιστρόφως ἔχουσα τῷ μυκτῆρι being the counterpart of.., Arist.PA661a27; συμβαίνει δ' ἀντιστρόφως the result follows by a reversible proof, Id.Ph.265b8.
2 in Logic, converse, λόγος Phld.Rh.1.179S. Adv. ἀντιστρόφως Id.Sign.6: also in Math., converse, θεώρημα Papp.970.20; τὰ ἀ. the converse proposition, Apollon.Perg.Con. 4.55. Adv. ἀντιστρόφως = conversely, ib.1.38, Max.Tyr.34.4.
3 contrary, opposed, τινός D.Chr.4.87; πρός τι Luc.Merc.Cond.31. Adv. ἀντιστρόφως = in the opposite way, Phld.Lib.p.31O., Ps.-Luc.Philopatr.18.
II that can be retorted, D.H.Rh.9.5 (as v.l., cf. ἀγχι-).
III ἐξ ἀντιστρόφου by an inverted construction (cf. ἀντιστροφή II.2), Hdn.Fig. p.102S.
IV in lyrics, antistrophic, Arist.Pr.918b27, etc.: esp. Subst. ἀντίστροφος (sc. ᾠδή), ἡ, antistrophe, Id.Rh.1409a26, D.H, Comp.19, etc.; also of members in a rhet. period, ἐν στροφῇ καὶ ἀντιστρόφῳ Hermog.Id.1.11.
V f.l. for ἀμφίστροφος, wheeling both ways, A.Supp.882codd.
VI retorting a charge, Procop.Arc. 17.
VII ἀντίστροφος, ἡ, = ἀπόστροφος Sch.Ar.Pl.3.
2 ἀντίστροφοι, name for the two upper ribs, Poll.2.182.
VIII Adv. ἀντιστρόφως = crosswise, τὰς χεῖρας ἀλλήλαις ἐπιβάλλειν Gal.UP5.14; inversely, Herod.Med. ap. Orib.10.5.4, cf. Diogenian.3.30.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que corresponde, correspondiente abs. de las características del sueño y la vigilia πάντα γὰρ ὥσπερ ἀντίστροφα τὰ αὐτὰ παρακολουθεῖ Pl.Tht.158c
c. dat., de la justicia ἀ. τῇ ἰατρικῇ Pl.Grg.464b, cf. Aristid.2.37, del poeta mimético ἀ. ... τῷ ζωγράφῳ Pl.R.605a, ἀντιστρόφους καὶ σύζυγας καὶ σφίσιν αὐταῖς ὁμολογουμένας (τέχνας) Isoc.15.182, ἡ ῥητορική ἐστιν ἀ. τῇ διαλεκτικῇ Arist.Rh.1354a1, cf. Pol.1293a33, Plu.2.17f
c. gen. (μάθημα) ἀ. αὐτοῦ Pl.R.530d, de la retórica ἀ. ὀψοποιίας Pl.Grg.465d
abs. Arist.Pol.1292b7.
2 en lír., de un coral antistrófico Arist.Pr.918b27
subst. ἡ ἀ. antístrofa Arist.Rh.1409a26, D.H.Comp.84.20, Hermog.Id.1.11 (p.292), Mar.Vict.p.59, Sch.Ar.Nu.595
vuelta que da el coro en la escena, Sch.Ar.Pl.3.
3 ret. correlativo de ciertas metáforas, Isid.Etym.1.37.
II 1opuesto, inverso en gener. τούτων Isoc.5.61, ἕξιν ἀντίστροφον ... τῆς ... ἐμπειρίας καὶ μαντικῆς D.Chr.4.87, πρὸς τὸν πάλαι βίον Luc.Merc.Cond.31
mat. ἡ ἀπόδειξις ἀ. τῇ ἀναλύσει Papp.144.22
subst. anat. αἱ ἀντίστροφοι las dos costillas superiores Poll.2.182.
2 ret. inverso el elogio respecto a la censura λόγος Phld.Rh.1.179
gram. ἐξ ἀντιστρόφου con construcción inversa Hdn.Fig.102
mat. inverso τὸ ἀ. αὐτῷ (θεώρημα) Papp.970.20.
3 de pers. que se revuelve contra una acusación Procop.Arc.17.24.
III adv. ἀντιστρόφως
1 de forma correspondiente γυμναζομένῳ Pl.R.539d, ἡ γλῶττα ὥσπερ ἀντιστρόφως ἔχουσα τῷ μυκτῆρι Arist.PA 661a27.
2 en forma inversa Phld.Sign.6.7, Lib.p.31, Luc.Philopatr.18, Max.Tyr.28.4, Herod.Med. en Orib.10.5.4, Diogenian.1.3.30.
3 mat. en forma recíproca Procl.in Euc.345.2, Apollon.Perg.Con.1.38.
4 lóg. en forma en que puede haber conversión lógica συμβαίνειν Arist.Ph.265b8.
5 de través, en posición inversa τὰς χεῖρας ἀλλήλαις ἐπιβάλλειν Gal.3.394.

German (Pape)

[Seite 261] 1) nach der entgegengesetzten Seite gewandt, entgegengekehrt, βᾶρις Aesch. Suppl. 859. – 2) einander entsprechend, ἡ μουσικὴ ἀντίστροφος τῆς γυμναστικῆς Plat. Rep. VII, 522 a; δικαιοσύνη ἀντ. τῇ ἰατρικῇ Gorg. 464 b. Dah. geradezu ähnlich, Plut.; τὸ ἀντίστροφον, Gegenstück. Bei Arist. Polit. 4, 51, wie ἀνάλογος, in bestimmter Gliederung einander ausschließlich entsprechend; vgl. de ort. anim. 3, 11 rhet. 1, 1. Bei Gramm., z. B. Dion. Hal. C. V. 19, ἡ ἀντίστροφος, die Gegenstrophe. – Adv. ἀντιστρόφως, auf entgegengesetzte Weise, Plat. Rep. VII, 539 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 renversé sens dessus dessous;
2 tourné de façon à faire face ; qui fait la contrepartie de, corrélatif à, dat. ou gén. ou avec πρός et l'acc.;
3ἀντίστροφος antistrophe, partie du chant correspondant à la strophe.
Étymologie: ἀντιστρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίστροφος:
1 соотносительный, соответственный, подобный (τινι Plat., Arst., Polyb., Plut., τινος Plat., Isocr. и πρός τι Luc.);
2 взаимный (εὔνοια Plut.);
3 рит. обращенный, обратимый: ἐξ ἀντιστρόφου путем перестановки.
II ἡ Arst. = ἀντιστροφή 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίστροφος: -ον, ἐστραμμένος οὕτως ὥστε νὰ εἶναι πρόσωπον πρὸς πρόσωπον πρὸς ἕτερον, τεθειμένος ἀπέναντι, ἑπομ. ἀντίστοιχος, Πλάτ. Θεαίτ. 158C, κτλ.· τινὶ ὁ αὐτ. Γοργ. 464Β, Πολ. 665Α, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 1, Πολ. 4. 6, 11, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, τινὸς ὡς ἐὰν ἦτο τὸ ἀντίστροφος οὐσιαστ., τὸ ἀντίστοιχον τοῦ…, Πλάτ. Πολ. 530D, Γοργ. 465D, Ἰσοκρ. 94D, κτλ. ἀντ. πρός τι Λουκ. Περὶ τῶν ἐπὶ μ. συν. 31: ― ἀντ. ὥσπερ Ἀριστ. Πολ. 4. 5, 2. ― Ἐπίρρ. -φως, τινὶ Πλάτ. Πολ. 539D. ΙΙ. ὅ,τι δύναται νὰ ἀνταποδοθῇ ὡς ἀπάντησις, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5. ΙΙΙ. ἐξ ἀντιστρόφου, δι’ ἀνεστραμμένης συντάξεως, Ρήτορες. ΙV. ἀντίστροφος, = ἀντιστροφὴ Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 19, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 253: ὡσαύτως, τὰ ἀντ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 15.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντίστροφος, -ον)
νεοελλ.
στραμμένος αντίθετα, γυρισμένος ανάποδα
αρχ.
1. ο απέναντι
2. αντίστοιχος, ανάλογος
3. αντίξοος, ανάποδος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίστροφα
οι αντιστροφές.

Greek Monotonic

ἀντίστροφος: -ον (ἀντιστρέφω), γυρισμένος ώστε να αντικρύζει ο ένας τον άλλο· σχετικός, αντίστοιχος, ισότιμος, τινι, ως προς κάτι, σε Πλάτ.· επίσης, ἀντίστροφός τινος, όπως αν το ἀντ. ήταν ουσ., το αντίστοιχό του ή ανάλογό του, στον ίδ.· επίρρ. -ρως, αντίστοιχα, τινί, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀντιστρέφω
turned so as to face one another: correlative, coordinate, counterpart, τινι to a thing, Plat.: also ἀντίστροφός τινος, as if ἀντ. were a Subst., the correlative or counterpart of, Plat.; adv. -φως, coordinately, τινί Plat.