ἔπαρσις

From LSJ
Revision as of 12:43, 20 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαρσις Medium diacritics: ἔπαρσις Low diacritics: έπαρσις Capitals: ΕΠΑΡΣΙΣ
Transliteration A: éparsis Transliteration B: eparsis Transliteration C: eparsis Beta Code: e)/parsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἐπαίρω)
A rising, swelling, κοιλίης Hp. Coac.85; τῶν μαστῶν Arist.HA581a27; ἐπάρσεις ἰονθώδεις = eruptions accompanying the sprouting of the beard, Thphr.Sud.16.
2 lifting up, χειρῶν LXX Ps.140(141).2.
3 devastation, ib.La.3.47; in concrete, heap of ruins, ib.4 Ki.19.25 (pl.).
4 raising, erection(?), τοῦ θυρέτρου IG 11(2).287 A116, B153 (Delos, iii B. C.).
b αἰδοίων Arist.HA572b2.
5 elevation, projection, of a machine, HeroAut.28.2.
II elation, ψυχῆς Zeno Stoic.1.51 (pl.), cf. Chrysipp.ib.3.116; ἡδονή, = ἄλογος ἔπαρσις Stoic.3.95, al., Andronic. Rhod. p.570M., cf. LXXZa.12.7.
2 elevation of style, τοῦ λόγου Thom.Mag.p.175R.
3 pride, conceit VT Zech. 12.7.

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, das Erhöhen, Anschwellung, Hippocr. u. Sp.; das sich Erheben, D. L. 7, 114.

Russian (Dvoretsky)

ἔπαρσις: εως ἡ
1 набухание (τῶν μαστῶν Arst.);
2 возбуждение (ἡδονή ἐστιν ἄλογος ἔ. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαρσις: -εως, ἡ, (ἐπαίρω) οἴδημα, πρήξιμον, φούσκωμα, κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· τῶν μαστῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, πρβλ. 6. 18, 13, κ. ἀλλ., ἴδε ἐν λ. ἴονθος. ΙΙ. ἐξέγερσις, ἀνύψωσις, Στωϊκὴ λέξις, ἡδονὴ δέ ἔστιν ἄλογος ἔπαρσις Διογ. Λ. 7. 114· συστολῆς ἀλόγου ἢ ἐπάρσεως Στοβ. Ἐκλογ. 2. 170, πρβλ. Ἀμμών ἐν λ. χαρά. 2) τὸ γαῦρον τοῦ ἤθους, ὑπερηφανία, Γρηγόρ. Νύσσ. τ. 1. 94Α, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ἔπαρσις· ὑπερηφανία». 3) ἐπὶ λόγου, ἀνύψωσις, καλλωπισμός, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 427.

Greek Monolingual

ἔπαρση, ἔπαρσις, η (Μ) επαίρνω < επαίρω
κατάληψη, άλωση, πάρσιμο («ἡ ἔπαρσις τοῦ κάστρου»).
η (AM ἔπαρσις) επαίρω
1. ανύψωση
έπαρση σημαίας»)
2. υπερηφάνεια, αλαζονεία («ἐπαινεῖ δὲ τὸ τοιοῦτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.)
μσν.
1. (για ύφος) ύψος
2. υπερεκτίμηση, «μεγάλη ιδέα» για κάποιον
3. στον πληθ. α) μεγαλεία («τ' ἀγαθὰ κ' οἱ ἔπαρσες λιγαίνουν»)
β) μεγαλοπρέπεια («μ' έπαρσες ρηγατικές και μ' αφεντιά μεγάλη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. οίδημα, πρήξιμο
2. ανύψωση, ανάτασηἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή»)
3. ερήμωση, καταστροφή
4. συνεκδ. σωρός ερειπίων
5. (για μηχανές) ανύψωση, βολή
6. εξέγερση, ερεθισμός.

Translations

conceit

Armenian: ինքնահավանություն; Bulgarian: самонадеяност; Chinese Mandarin: 自負/自负; Czech: namyšlenost, nafoukanost, domýšlivost; Dutch: verwaandheid, ijdelheid, hoogmoed; Finnish: omahyväisyys, itserakkaus; French: vanité, orgueil; German: Einbildung, Dünkel, Eigendünkel, Arroganz, Eingebildetheit, Süffisanz, Selbstgefälligkeit, Krattel; Greek: έπαρση, αλαζονεία, ξιπασιά, ψώνιο, ψώνισμα; Ancient Greek: γαυρίαμα, δόκησις, ἔπαρσις, ἐπίνοια, ἱπποτυφία, κατοίησις, κενοδοξία, οἴημα, οἴησις, τῦφος, ὑπόληψις, φῦσα, φύσημα, χαυνότης; Hebrew: התנפחות‎; Hungarian: beképzeltség, önhittség, önteltség, önelégültség; Irish: ainionadh, anbharúil, postúlacht; Italian: presunzione, vanità; Japanese: うぬぼれ, 自惚れ; Latvian: iedomība, uzpūtība, uzpūtīgums; Maori: whakahīhī; Portuguese: presunção, vaidade; Romanian: trufie, vanitate; Russian: самомнение, тщеславие, гонор, чванство, самонадеянность; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀мишљено̄ст; Roman: ùmišljenōst; Spanish: engreimiento, vanidad, presunción, ego; Swahili: kiburi; Swedish: fåfänga; Tocharian B: śāmpa; Vietnamese: ngã mạn