βαρύμοχθος
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
βαρύμοχθον,
A toilsome, γραμματική AP10.97 (Pall.); painful, οἶστρος Nonn. D. 42.170.
II hard-working, κύων ib.5.469; epithet of Heracles, APl.4.102.
Spanish (DGE)
(βᾰρύμοχθος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1penoso, laborioso, arduo γραμματική AP 10.97 (Pall.), οἶστρος Nonn.D.42.170.
2 que trabaja duro κύων Nonn.D.5.469, ἄγραυλος ἀνήρ AP 11.60 (Paul.Sil.), epít. de Heracles AP 16.102.
II profundamente apenado ψυχή AP 12.132 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 434] schwere Drangsale duldend, mühselig, Soph. O. C. 1231; oft in Anth., z. B. Ἀλκίδης Ep. ad. 288 (Plan. 102); γραμματική Pallad. 45 (X, 97).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
accablé de fatigue.
Étymologie: βαρύς, μόχθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύμοχθος -ον βαρύς, μόχθος zwaar zwoegend:; ψυχή ziel AP 12.132; zeer moeizaam, met veel geploeter:. γραμματική grammatica AP 10.97.
Russian (Dvoretsky)
βαρύμοχθος: тяжелый, мучительный (Soph. - v.l. к πολύμοχθος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύμοχθος: -ον, ὁ ὑπομένων μεγάλους μόχθους, πλήρης κόπων, διάφ. γραφ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1231, Ἀνθ. ΙΙ. 10. 97.
Greek Monolingual
βαρύμοχθος, -ον (AM)
αυτός που απαιτεί βαρύ μόχθο, επίπονος
αρχ.
1. επώδυνος
2. εκείνος που έχει αναλάβει βαρύ μόχθο, που εργάζεται σκληρά.
Greek Monotonic
βᾰρύμοχθος: -ον, πολύ επίπονος, εξαιρετικά οδυνηρός, σε Ανθ.
Middle Liddell
Translations
painful
Arabic: أَلِيم, مُؤْلِم, مُوجِع; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: douloureux; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: schmerzhaft; Greek: επώδυνος, οδυνηρός, λυπηρός; Ancient Greek: ἀλγεινός, ἀλγηρός, ἀλγινόεις, ἀλγυντήρ, ἀλεγεινός, ἀνιαρός, ἀνιηρός, ἅνιος, ἀργαλέος, ἀχθεινός, ἀχθηρός, βαρύμοχθος, βαρύς, γοερός, δακνῶδες, δακνώδης, διώδυνος, δυηπαθής, δυήπαθος, δυσπενθής, δυσπονής, δυσχερής, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐναλγής, ἐπαλγής, ἐπίλυπος, ἐπίπονος, ἐπωδύνιος, ἐπώδυνος, λευγαλέος, λυπηρός, λυπρός, μογερός, ὀδυναρός, ὀδυνηρός, ὀδυνηφόρος, ὀδυνῶδες, ὀδυνώδης, πενθάς, περιαλγής, περιώδυνος, πικρός, πονηρός, πραγματώδης, σμυγερός, τανηλεγής, χαλεπός; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: doloroso; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: doloroso, dolorido; Romanian: dureros; Russian: болезненный, мучительный, больной; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: doloroso; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol
toilsome
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung