εφίημι

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι)
νεοελλ.
(μόνο το μέσ.) εφίεμαι
επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία
μσν.-αρχ.
μέσ. ἐφίεμαι
αποβλέπω σε κάτι
αρχ.
1. στέλνω σε κάποιον
2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι
3. (για πράγματα και ειδ. για το βέλος) ρίχνω, ακοντίζω εναντίον κάποιου
4. (με εχθρ. σημ.) απλώνω τα χέρια πάνω σε κάποιους
5. (για πράγματα και γεγονότα ή για τη μοίρα) προβάλλω κάτι σε κάποιον, ρίχνω, στέλνω σε κάποιον
6. δίνω κάτι, χαρίζω
7. απευθύνω εναντίον κάποιου («τέκνοις ἀρὰς ἐφήσω», Αισχύλ.)
8. (με εχθρική σημ.) στέλνω εναντίον κάποιου
9. (για το νερό) αφήνω μέσα
10. απλώς αφήνω
11. εξαπολύω
12. βάζω, ρίχνω μέσα σε κάτι («ἐς λέβητ' ἐφῆκεν ἔψεσθαι μέλη», Ευρ.)
13. αφήνω χαλαρό, ιδίως το χαλινάρι, χαλαρώνω
14. παραχωρώ, δίνω, αφήνω σε κάποιον
15. χορηγώ
16. (με απαρμφ.) επιτρέπω
17. διατάζω
18. παραδίδω
19. εγκαταλείπω, αφήνω
20. παραδίδω τον εαυτό μου σε κάτι («ἐφιέντες ἰσχυρῷ γέλωτι», Πλάτ.)
21. (για ζώα) αφήνω το αρσενικό πάνω στο θηλυκό
22. (ως δικαν. όρος) αναθέτω σε κάποιον την κρίση, αφήνω σε κάποιον να αποφασίσει, να αποφανθεί
23. αναφέρομαι, απευθύνομαι, προσφεύγω προς απόφαση
(«ἐφῆκεν ἡμᾶς εἰς τὸ δικαστήριον», Δημοσθ.)
24. εκκαλώ, εφεσιβάλλω, κάνω έφεση της υποθέσεως
25. μέσ. α) παραγγέλλω, διατάσσω
β) προτρέπω
γ) επιθυμώ, ποθώ, θέλω
δ) στέλνω εντολές, διαταγές
ε) επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι
στ) (για αγώνες) αποβλέπω σε κάτι, σκοπεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵημι «ρίχνω»].