μαῖα
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ἡ,
A good mother, form of address to old women, Hom. (only in Od.), always in voc., usually addressed to Eurycleia, the nurse of Odysseus, Od.19.482, al.; but also to Eurynome the ταμίη, 17.499: hence not only of nurses, cf. h.Cer.147, Ar.Ec.915 (lyr.).
2 later, foster-mother, E.Hipp.243 (anap.), Antiph.159.6; also, a true mother, μαῖα δὴ κάτω βέβακεν E.Alc.393 (lyr.): metaph., of the earth, ἰὼ γαῖα μαῖα A.Ch.44 (lyr.), cf. S.Fr.959.
3 midwife, Pl.Tht. 149a, Isyll.54, Sor.2.3, al., etc.
b lady doctor, Gal.14.641.
4 in Dor., grandmother, Iamb.VP11.56, IG12(3).1120 (Melos).
II large kind of crab, Arist.HA525b4, al.
III a plant, = λεπίδιον, Orib.Fr.102. (Prob. from same Root as μήτηρ.)
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. mère, t. de respect ou d'affection à l'égard des femmes âgées ; particul.
1 mère;
2 chez les Doriens grand-mère;
3 nourrice;
4 sage-femme, accoucheuse;
II. sorte de crabe, poisson.
Étymologie: R. Ma, nourrir ; cf. μήτηρ.
German (Pape)
ἡ, eigtl. die Amme, Eur. Hipp. 243, 311; bei Hom. freundliche, ehrende Anrede an ältere Frauen, bes. an solche, die Wärterinnen, Ammen der Kinder gewesen sind, liebes Mütterchen, im voc., Od. 2.349, 19.482 und öfter Anrede an die Eurykleia; H.h. Cer. 147; ἰὼ Γαῖα μαῖα, Aesch. Ch. 43, wie μᾶ γᾶ, Mutter Erde; vgl. Eur. Alc. 394.
Bei den Doriern = Großmutter, Iambl. v. Pyth. 11.56; – die Hebamme, Plat. Theaet. 149a ff.; Vetera Lexica.
Bei Arist. H.A. 4.2 eine große Art Meerkrebs. – S. auch nom. pr.
Russian (Dvoretsky)
μαῖα: ἡ
1 (ласковое обращение к старым женщинам), мать, матушка, Hom., Arph.;
2 мать, мама (μ. δὴ κάτω βέβακεν Eur.): ἰὼ μ. γαῖα! Aesch. о, мать-земля!;
3 мамка, кормилица Hom., Eur.;
4 повивальная бабка, повитуха (υἱὸς μαίας Φαιναρέτης, sc. Σωκράτης Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μαῖα: ἡ, προσφώνησις τιμητικὴ πρὸς πρεσβῦτιν γυναῖκα καὶ μάλιστα τροφόν, ὡς λέγομεν νῦν «μαννίτσα», Ὅμ., μόνον ἐν Ὀδ.· ἀείποτε κατὰ κλητ., ἀποτείνεται δὲ εἰς τὴν Εὐρύκλειαν, ἥτις πιθανῶς εἶχε χρηματίσῃ τροφὸς τοῦ Ὀδυσσέως (Ὀδ. Τ. 482)· ἀλλ’ ὅμως φαίνεται ὅτι τὸ ὄνομα δὲν ἀπεδίδετο ἀποκλειστικῶς εἰς τὰς τροφούς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 147, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 915· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 134. 2) μετέπειτα, = τροφός, θηλάστρια, «παραμάννα», Σοφ. Ἀποσπ. 782, Εὐρ. Ἱππ. 243· - ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἀληθοῦς μητρός, μαῖα δὴ κάτω βέβακεν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 393· ἰὼ μαῖα γαῖα Αἰσχύλ. Χο. 45. 3) ὡς καὶ νῦν, μαῖα, «μαμμή», Πλάτ. Θεαίτ. 149Α κἑξ.· πρβλ. μαιεία, μαιεύομαι, μαίευμα. 4) παρὰ τοῖς Δωριεῦσι, μάμμη, προμήτωρ, Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 56, Ἐπιγραφ. Μήλ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2432. II. εἶδος μεγάλου καρκίνου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. γραῦς. (Πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ μήτηρ.)
English (Autenrieth)
(cf. μήτηρ): voc., used especially in addressing the old nurse, ‘good mother,’ ‘aunty,’ Od. 20.129, Od. 23.11.
Greek Monolingual
η (AM μαῖα)
1. γυναίκα που έχει ως επάγγελμα να ξεγεννά τις επίτοκες, μαμμή
2. είδος μεγάλου καβουριού, καβουρομάννα («τῶν καρκίνων... τὸ γένος... μέγιστον μὲν οὖν ἔστιν, ἃς καλοῦσι μαίας», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ιατρική βοηθός που παρέχει βοήθεια σε εγκύους, τίκτουσες και λεχώνες, καθώς και στα νεογέννητα, και έχει το δικαίωμα διεξαγωγής τοκετών σε κλινικές και ιδιωτικώς
μσν.-αρχ.
η γιαγιά
αρχ.
1. (σε κλητ. ως φιλική και τιμητική προσφώνηση προς ηλικιωμένες γυναίκες) μαννούλα, κυρούλα («ὦ μαῖ, ἱκετεύομαι, κάλει τὸν Ὁρθαγόραν», Αριστοφ.)
2. η τροφός, η παραμάννα
3. η μητέρα
4. το φυτό λεπίδιο
5. ως κύριο όν. ἡ Μαῖα
η μητέρα του Ερμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστική λ. της καθομιλουμένης από θ. μα- (πρβλ. μᾶ [V], μήτηρ, μάμμη) + επίθημα -ja > μα-ja και με επένθεση μαῖα (πρβλ. γραῦς: γραῖα).
ΠΑΡ. μαιεύω
αρχ.
μαιαδεύς, μαιάς, μαιήιος, μαίοι, μαιούμαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ιατρόμαια.
Greek Monotonic
μαῖα: ἡ,
1. καλή μητέρα, (οικο)δέσποινα, σε Ομήρ. Οδ.
2. παραμάνα, τροφός, σε Ευρ.· επίσης, η πραγματική μητέρα, σε Αισχύλ., Ευρ.
3. μαία, μαμμή, σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: mother, mostly as address of older women (Od.), nurse, midwife (Att.), grandmother (Dor.); name of a big crab (Arist.; popular-joking, Strömberg Fischnamen 95); a plant, = λεπίδιον (Orib.; cf. γέρων and synonyms in plant-names in Strömberg Pfl.-namen 56 a. 159 n. 1). As PN mother of Hermes (h. Merc.).
Derivatives: μαιήϊος and μαιάς = μαιευτικός, -κή (Nonn.), Μαιάς = Μαῖα (ξ 435). Denom. 1. μαιεύομαι be midwife, bring to birth (Att.) with μαιεία f. midwifery (Pl.), μαίευ-μα product of midwifes art, delivery, -σις delivery, -τικός belonging to delivery, expert (Pl.), μαιεύτρια midwife (S.); 2. μαιόομαι id. (hell.) with μαίω-σις delivery, -τικός (Plu.), μαίωτρα pl. midwifes wages (Luc.). μαῖοι adoptive parents (Paros).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Grammatical enlargement of a Lallwort (cf. μᾶ) with the ι̯α-suffix as in γραῖα (: γραῦς), s. Schwyzer 473, Schwyzer-Debrunner 31, Chantraine Form. 98 and the lit. in W.-Hofmann s. 1. Maia and mamma; also Chantraine REGr. 59--60, 241f. - Lat. LW [loanword] maia midwife; with Μαῖα the oldroman goddess Maia was later identified (W.-Hofmann). - Fur. 217 notes that the word could still be Pre-Greek.
Middle Liddell
μαῖα, ἡ,
1. good mother, dame, Od.
2. a fostermother, nurse, Eur.:—also a true mother, Aesch., Eur.
3. a midwife, Plat.
Frisk Etymology German
μαῖα: {maĩa}
Grammar: f.
Meaning: Mutter, vorw. als Anrede an alte Frauen (Od. u. a.), Amme, Hebamme (att.), Großmutter (dor.), Ben. einer großen Krabbe (Arist.; volkstümlichscherzhaft, Strömberg Fischnamen 95), einer Pflanze, = λεπίδιον (Orib.; vgl. γέρων und Synonyme in Pflanzenn. bei Strömberg Pfl.-namen 56 u. 159 A. 1). Als PN Mutter des Hermes (h. Merc. u. a.).
Derivative: Davon μαιήϊος und μαιάς = μαιευτικός, -κή (Nonn.), Μαιάς = Μαῖα (ξ 435 u. a.). Denom. 1. μαιεύομαι Hebamme sein, entbinden (att. usw.) mit μαιεία f. Hebammenkunst (Pl. u. a.), μαίευμα Produkt der Entbindung, -σις Entbindung, -τικός zum Entbinden gehörig, fähig (Pl. u.a.), μαιεύτρια Hebamme (S. u.a.); 2. μαιόομαι ib. (hell. u. sp.) mit μαίωσις Entbindung, -τικός (Plu.), μαίωτρα pl. Hebammenlohn (Luk.).
Etymology: Grammatische Erweiterung eines Lallworts (vgl. μᾶ) durch das ι̯α-Suffix wie in γραῖα (: γραῦς) u. a., s. außer Schwyzer 473, Schwyzer-Debrunner 31, Chantraine Form. 98 auch die Lit. bei W.-Hofmann s. 1. Maia und mamma; dazu noch Chantraine REGr. 59—60, 241f. — Lat. LW maia Hebamme; mit Μαῖα wurde die altrömische Göttin Maia nachträglich identifiziert (W.-Hofmann a. O. m. Lit.).
Page 2,159
Mantoulidis Etymological
ἡ (=τροφός, παραμάνα). Ἀπό τό μᾶ, συντετμημένος τύπος τοῦ μάτηρ = μήτηρ πού τό λένε τά μωρά. Ἀπό τό μαῖα παράγωγα τά: μαιεύομαι (=ξεγεννῶ), μαιεία, μαίευμα, μαίευσις, μαιευτικός, μαίευτρα (=ἀμοιβή τῆς μαίας), μαιεύτρια, μαιευτική (=ἡ τέχνη τοῦ Σωκράτη), μαιοῦμαι (=ξεγεννῶ), μαίωτρα, τά (=ἀμοιβή μαίας).
Translations
midwife
Afrikaans: vroedvrou; Alabama: tayyi alikchi; Albanian: mami, babo; Arabic: قَابِلَة, دَايَة; Egyptian Arabic: ولادة, داية; Gulf Arabic: داية; Armenian: տատմեր, մանկաբարձուհի, դայակ; Azerbaijani: mama, mamaça; Basque: emagin; Belarusian: акушэрка, бабка, павітуха, баба; Bengali: দাই, ধাত্রী, মিডওয়াইফ; Breton: amiegez; Bulgarian: акушерка, баба; Burmese: လက်သည်, ဝမ်းဆွဲ; Catalan: llevador, llevadora; Central Melanau: bidan; Chamicuro: kumali; Chichewa: zamba; Chinese Cantonese: 接生婆, 執媽/执妈, 執仔婆/执仔婆, 助產士/助产士; Mandarin: 助產士/助产士, 接生員/接生员, 接生婆, 穩婆/稳婆, 產婆/产婆; Min Nan: 助產士/助产士, 抾囝母, 產婆/产婆; Czech: porodní bába, porodní asistentka, bába; Danish: jordemoder, jordemor; Dutch: verloskundige, vroedvrouw; Esperanto: akuŝisto, akuŝistino; Estonian: ämmaemand; Faroese: ljósmóðir, jarðarmóðir, nærkona; Finnish: kätilö; French: sage-femme, sage-femme homme, accoucheur, accoucheuse; Galician: parteira, partureira; Georgian: ბებიაქალი; German: Hebamme, Entbindungspfleger, Entbindungspflegerin, Geburtshelfer, Geburtshelferin, Entbindungshelfer, Entbindungshelferin; Gilbertese: tia kabung; Greek: μαία, μαμή; Ancient Greek: ἀκεστρίς, ἰάτρια, ἰατρίνη, ἰατρόμαια, ἰατρός, ἰητρός, λοχεύτρια, μαῖα, μαιευτής, μαιεύτρια, μαιεύτωρ, ὑφαιρέτρια; Hebrew: מיילדת \ מְיַלֶּדֶת; Hindi: प्रसाविका, जनाई, दाई, मिडवाइफ़, धात्री; Hungarian: bába, szülésznő; Icelandic: ljósmóðir, ljósa, léttakona, yfirsetukona, nærkona; Indonesian: bidan; Irish: bean chabhrach, bean ghlúine, cnáimhseach; Old Irish: banterismid; Italian: ostetrica, levatrice; Japanese: 助産婦, 産婆, 助産師; Kazakh: акушер әйел; Khmer: ឆ្មប, ម៉ប, យាយម៉ប; Kikuyu: mũciarithia; Korean: 조산부(助產婦), 산파(産婆), 조산사(助產師); Kurdish Northern Kurdish: pîrik; Kyrgyz: акушерка, аначы; Lao: ນາງຜະດຸງຄັນ, ຕຳແຍ, ຫມໍຕຳແຍ; Latin: obstetrix; Latvian: vecmāte, akušiere; Lithuanian: akušerė; Luxembourgish: Hiewan; Macedonian: бабица, акушерка; Malay: bidan, pengulin, dukun beranak; Malayalam: വയറ്റാട്ടി; Maltese: qabla; Maori: kaiwhakawhanau, wahine whakawhanau; Mongolian Cyrillic: эх баригч; Navajo: awééʼ hayiidzį́sí, asdzání ʼiʼiiłchíhí, awééʼ hayiiníłí; Neapolitan: mammana, vammana; Ngarrindjeri: putari; Norman: accouocheuse, gardgienne, sage-femme; Norwegian Bokmål: jordmor; Nynorsk: jordmor; Old English: beorþorþīnen; Papiamentu: partera; Pashto: قابله; Persian: ماما, پازاچ, قابله, دایه; Plautdietsch: Weemutta, Popkjemutta; Polish: akuszer, akuszerka, położna; Portuguese: parteira; Romanian: moașă; Russian: акушер, акушерка, повитуха, повивальная бабка, бабка, повивальщица; Saanich: NIȽ ȻENT Ȼ SĆḴAḴS; Sanskrit: साविका, धात्री; Scottish Gaelic: muime, bean-ghlùine; Serbo-Croatian: primalja; Cyrillic: ба̏бица; Roman: bȁbica; Sicilian: lavatrici; Slovak: pôrodná baba, pôrodná asistentka, baba, babica; Slovene: babica; Sorbian Lower Sorbian: babka; Spanish: partera, comadrona, matrona; Swedish: barnmorska; Tagalog: kumadrona; Tajik: акушер, момо, қобила, доя, акушерка; Telugu: మంత్రసాని; Thai: ตำแย, หมอตำแย; Turkish: ebe; Turkmen: akuşerka; Ukrainian: акушерка, повитуха, сповитуха, повивальна бабка; Urdu: دائی, جنائی, قابله; Uzbek: akusherka, doya; Vietnamese: bà đỡ, bà mụ, bà đỡ đẻ, nữ hộ sinh; Welsh: bydwraig; West Frisian: hoarnwiif, ferloskundige; Yiddish: הײַבאַם, אַקושערקע, אַקושערין