πάμφορος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφορος Medium diacritics: πάμφορος Low diacritics: πάμφορος Capitals: ΠΑΜΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pámphoros Transliteration B: pamphoros Transliteration C: pamforos Beta Code: pa/mforos

English (LSJ)

πάμφορον,
A all-bearing, all-productive, χώρη παμφορωτέρη Hdt. 7.8.ά, cf. Hp.Coac.502, Pl.Lg.704c, Thphr. HP 3.2.6; γαῖα A.Pers.618; ἔτος Orph.Fr.251; παμφορώτατον κτῆμα ὃ καλεῖται φίλος X.Mem.2.4.7.
II bearing all things with it, πάμφορος χέραδος a mixed mass of rubbish, Pi.P.6.13: metaph., πάμφορα θεωρήματα Pall.in Hp.2.114 D.

German (Pape)

[Seite 455] Alles tragend, alle Früchte hervorbringend, fruchtbar; γαῖα, Aesch. Pers. 611; χώρη, Her. 7, 8, 1; Plat. Critia. 110 e; χώραν παμφορωτάτην, Xen. Hell. 3, 2, 10, der auch den Freund παμφορώτατον κτῆμα nennt, Mem. 2, 4, 7; Sp., ἅμαξα, im eigtl. Sinne, Alles tragend, Theodorid. 18 (XI, 479); – χεράς, Geröll, mit dem Alles unter einander fortgerissen wird, Pind. P. 6, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit tout, fertile en productions de toute sorte ; bienfaisant, précieux;
Cp. παμφορώτερος.
Étymologie: πᾶν, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμφορος -ον [πᾶς, φέρω] alles voortbrengend, vruchtbaar, m. n. van gebieden; overdr.: τοῦ δὲ παμφορωτάτου κτήματος, ὃ καλεῖται φίλος dat bezit dat het meeste vrucht draagt, dat ‘vriend' genoemd wordt Xen. Mem. 2.4.7. alles meeslepend. Pind. P. 6.13.

Russian (Dvoretsky)

πάμφορος: или παμφόρος 2 (compar. παμφορώτερος, superl. παμφορώτατος)
1 приносящий все, дающий все плоды, рождающий все (χώρη Her.; γαῖα Aesch.; νῆσος Arst.);
2 благодатный, бесценный (κτῆμα Xen.);
3 все увлекающий с собой (χεράς Pind.).

Greek Monolingual

πάμφορος, -ον (Α)
1. αυτός που παράγει κάθε είδους καρπούς, γονιμότατος
2. αυτός που φέρει μαζί του τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φόρος].

Greek Monotonic

πάμφορος: -ον (φέρω
I. αυτός που έχει τα πάντα, παραγωγικότατος, Λατ. omnium ferax, χώρη παμφορωτέρη, σε Ηρόδ.· ένας φίλος λέγεται παμφορώτατον κτῆμα, από Ξεν.
II. αυτός που φέρει τα πάντα μαζί του, πάμφορος χέραδος, ανάμεικτη μάζα από σκουπίδια, απόβλητα, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφορος: -ον, ὁ τὰ πάντα φέρων, γονιμώτατος, Λατ. οmnium ferax, χώρῃ παμφορωτέρη Ἡρόδ. 7. 8, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 704 C. γαῖα Αἰσχύλ. Πέρσ. 618. ὁ φίλος καλεῖται παμφορώτατον κτῆμα ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 7. II. ὁ τὰ πάντα φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ, παμφόρῳ χεράδι, «ἤτοι τῷ κοπρώδει φορητῷ» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 6. 13.

Middle Liddell

πάμ-φορος, ον, φέρω
I. all-bearing, all-productive, Lat. omnium ferax, χώρη παμφορωτέρη Hdt.; a friend is called παμφορώτατον κτῆμα by Xen.
II. bearing all things with it, π. χέραδος a mixed mass of rubbish, Pind.

English (Woodhouse)

fertile, fruitful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

fruitful

Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний