ἐναίρω

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναίρω Medium diacritics: ἐναίρω Low diacritics: εναίρω Capitals: ΕΝΑΙΡΩ
Transliteration A: enaírō Transliteration B: enairō Transliteration C: enairo Beta Code: e)nai/rw

English (LSJ)

also ἐνναίρω v.l. in Batr.274: aor. 2 ἤνᾰρον Pi.Pae.6.114, E.Andr.1182(lyr.), (κατ-) S.Ant.871(lyr.); poet. ἔνᾰρον Pi.N.10.15, E.Supp.821(hex.); inf. ἐναρεῖν (ἐξ-) Hes.Sc.329: later, aor. 1 ἔνηρα (κατ-) Orph.A.666:—Med., Il.16.92: 3sg. aor. 1 ἐνήρατο 5.43, Hes.Th.316:—Pass. (v. infr.):—poet. Verb (used by Trag. mostly in lyr. passages), slay in battle, freq. in Il.; ῥηΐτεροι ἐναιρέμεν easier to kill, 24.244; but also κατ' οὔρεα θῆρας ἐ. 21.485; θῆοα.. τόξοις ἐ. S.Ph.956; τοὺς εὐγενεῖς γὰρ κἀγαθοὺς.. φιλεῖ Ἄρης ἐναίρειν Id.Fr.724; of a hunter, κάπρους ἔναιρε Pi.N.3.47 (cf. ἔναρα):—Med., much like Act., Ἰδομενεὺς δ' ἄρα Φαῖστον ἐνήρατο Il.5.43, cf. 59,6.32, Od.24.424, Hes.Th.316; Τρῶας ἐναιρόμενος Il.16.92; once in the Od., of things, to make away with, destroy, μηκέτι νῦν Χρόα καλὸν ἐναίρεο destroy, disfigure it not, 19.263:—Pass., ἀδελφαῖς Χερσὶν ἠναίρονθ' ἅμα A.Th. 811; πόλις ἐναίρεται σθένει S.OC842 (lyr.).

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. inf. ἐναιρέμεν Il.6.229, 24.244, Q.S.13.410, impf. sin aum. 3a sg. ἔναιρεν E.Hipp.1128, Q.S.1.395, 3a plu. ἔναιρον Q.S.13.60, med. 2a sg. ἐναίρεο Od.19.263, c. aum. externo: 3a plu. ἠναίροντο A.Th.811; aor. sin aum. 3a sg. ἔναρεν Pi.N.10.15, 3a plu. ἔναρον E.Supp.821, c. aum. externo: 3a sg. ἤναρε Pi.Fr.52f.114, E.Andr.1182, 3a plu. ἤναρον Ibyc.1(a).2, med. 3a sg. ἐνήρατο Il.5.43, Od.24.424, Hes.Th.316, A.R.1.1040, AP 8.187 (Gr.Naz.), 3a plu. ἐνήραντο Et.Gud.; perf. part. neutr. plu. ἐναρηρότα EM 337.49G.]
1 matar c. ac. de animados, gener. en cont. bélico πολλοὶ δ' αὖ σοὶ Ἀχαιοὶ ἐναιρέμεν ὅν κε δύνηαι tú tienes a tu vez muchos aqueos para matar al que puedas, Il.6.229, cf. 24.244, Πρίαμον Pi.Fr.52f.114, cf. N.10.15, E.Supp.821, Q.S.1.395, οὐκ οἶδ' ἐναίρων νεκρόν no sabe que mata a un cadáver S.Ph.946, cf. Fr.724, E.Andr.1182, Q.S.13.410, βατράχους Batr.(a) 274, en v. pas., Orph.L.557, μοῦνος ἐναιρομένοισιν ὑπέρμαχος único defensor para los muertos, AP 7.147 (Arch.), cf. Triph.8, en perf. act. c. sent. pas. ἐναρηρότα σώματα cuerpos muertos, EM l.c.
en v. med. mismo sent. Τρῶας ἐναιρόμενος Il.16.92, Ἰδομενεὺς ... Φαῖστον ἐνήρατο Il.5.43, cf. 6.32, Od.24.424, Hes.Th.316, A.R.1.1040, AP 14.148, AP 8.187 (Gr.Naz.), ὁμαίμοις χερσὶν ἠναίροντ' ἄγαν αὑτούς A.l.c., cf. Et.Gud.l.c.
en la caza κατ' οὔρεα θῆρας ἐναίρειν Il.21.485, cf. h.Ven.18, h.Pan.13, θῆρ' ὀρειβάτην τόξοις ἐναίρων S.Ph.956, cf. E.Hipp.1128, Opp.H.5.250, Nonn.D.11.296, κάπρους Pi.N.3.47, en v. pas. ἐναιρομένης ἑκατόμβης en el sacrificio relig., Orph.L.231
destruir, aniquilar c. ac. de ciudad μέ[γ' ἄσ] τυ Ibyc.l.c., en v. pas. πόλις ἐναίρεται S.OC 842.
2 fig., en v. med. desfigurar por el llanto μηκέτι νῦν χρόα καλὸν ἐναίρεο Od.19.263.
• Etimología: v. ἔναρα.

German (Pape)

[Seite 825] tödten, zu Grunde richten; aor. II. ἤναρον, Hes. Sc. 329; Eur. Andr. 1182; ἔναρον, Pind. N. 10, 15; Eur. Suppl. 821; ep. aor. I. med. ἐνήρατο, Il. 6, 32; Hes. Th. 316; Ap. Rh. 1040. Das Wort entstand unläugbar aus ἐναρίω, hängt also mit ἔναρα doch wohl ähnlich zusammen wie καθαίρω = καθαρίω mit καθαρός. Nach Aristarch hieß ἐναίρειν eigentlich »dem getödteten Feinde die Rüstung (ἔναρα) abziehn«, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 145; für katachrestisch erklärte er daher den Ausdruck θῆρας ἐναίρειν Iliad. 21, 485, weil die Tiere keine Rüstung hätten, s. Scholl. Aristonic. Vgl. Odyss. 19, 263 ὦ γύναι, μηκέτι νῦν χρόα καλὸν ἐναίρεο, μηδέ τι θυμὸν τῆκε, πόσιν γοόωσα, »richte deine Haut nicht (durch Weinen) zu »Grunde«. Nach Anderen ist die Grundbedeutung »tödten«; nach Buttmann Lexil. 1 S. 276 hängt ἐναίρω mit ἔνεροι »die Unterwelt« zusammen und heißt eigentlich »in die Unterwelt schicken«. Buttmanns Deduction könnte man durch die Annahme ersetzen, daß das Ε der zweiten Sylbe von ἔνεροι nur Umlaut für Α sei, so daß also ἐναίρω = ἐναρίω von einer älteren Form ἔναροι herkomme. Diese Annahme würde unterstützt werden durch den Namen Ἄρης; denn der Kriegsgott Ares ist ursprünglich zweifellos der Todesgott, der Tod selbst; also ἔναροι die im Tode, in der Gewalt des Todesgottes Befindlichen, die Todten. Das Wort ἔναρα könnte ganz einfach für das neutr. plur. desselben adjectiv. ἔναρος ἔνερος gelten, ἔναρα τεύχεα = »die der Gewalt des Todesgottes verfallene Rüstung«, »die Rüstung des Todten«. In dieser Ansicht flössen gewissermaßen Aristarchs u. Buttmanns Ansichten zusammen; Buttmann leitet ἐναίρω vom mascul. (ἔνεροι), Aristarch vom neutr. (ἔναρα) eines u. desselben Adjectivs ἔναρος = ἔνερος ab. Freilich leitet nun weiter Aristarch ἔναρα »die Rüstung« von ἄρω »fügen« ab, κυρίως ἔναρα λέγεται οἷς ἐνάρηρε τὰ σώματα καὶ ἐνήρμοσται, θώραξ καὶ κυνέα καὶ κνημῖδες, Scholl. Aristonic. Iliad. 10, 528, während Buttmann ἔναρα »die Rüstung« umgekehrt von ἐναίρω erst herleitet. – Bei Homer wird ἐναίρειν im activ. vom Tödten in der Schlacht gebraucht z. B. Iliad. 8, 296. 10, 481. 11, 188. 13, 483; das medium Homerisch statt des activ., Iliad. 5, 43. 16, 92 Odyss. 24, 424; ῥηίτεροι ἐναιρέμεν, leichter zu tödten, Iliad. 24, 244. – Vgl. auch κατεναίρω und ἐναρίζω. – Κάπρους Pind. N. 3, 45; πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρα Soph. Phil. 944; pass. πόλις ἐναίρεται Soph. O. C. 846.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. ἤναιρον et ao.2 ἤναρον;
tuer, faire périr ; fig. πόλις ἐναίρεται SOPH la ville est détruite;
Moy. ἐναίρομαι tuer à la guerre ; fig. ἐν. χρόα OD détruire, càd défigurer son corps.
Étymologie: ἔναρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐναίρω: эп. Batr. тж. ἐνναίρω (impf. ἤναιρον, aor. 2 ἤνᾰρον)
1 умерщвлять, убивать (τινά Hom., Soph.; ἀδελφαῖς χερσίν Aesch.; θῆρας Eur.; med. τινα Hom. и τινα χαλκῷ Hes.);
2 разрушать, губить (πόλις ἐναίρεται Soph.);
3 портить, уродовать (χρόα καλόν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναίρω: ὡσαύτως ἐνναίρω (ἐνναίρειν βατράχους βλεμεαίνων, ἀρχαία διάφ. γρ. ἀντὶ ἅρπαξ ἐν βατράχοισιν ἀμείβεται) Βατραχομ. 275· ἀόρ. β΄ ἤνᾰρον Εὐριπ. Ἀνδρ. 1182, (κατ-) Σοφ. Ἀντιγ. 871· ὡσαύτως ἔνᾰρον, Πινδ. Ν. 10. 25, Εὐριπ. Ἱκ. 821· ἀπαρ. ἐναρεῖν (ἐξ-) Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 329· μεταγεν. ἀόρ α΄ ἔνηρα (κατ-) Ὀρφ. Ἀργ. 669. ― Μέσ., Ὅμ.: γ΄ ἑνικ. ἀορ. α΄ ἐνήρατο Ὅμ., Ἡσ. ― Παθ., ἴδε κατωτ. Ρῆμα ποιητικὸν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, τὸ πλεῖστον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀποκτείνω ἐν μάχῃ, συχνὰ ἐν τῇ Ἰλ., ῥηΐτεροι γὰρ μᾶλλον Ἀχαιοῖσιν δὴ ἔσεσθε ἐναιρέμεν, μάλα ῥηΐτερον ἔσται τοῖς Ἀχαιοῖς ἐναίρειν ὑμᾶς, Ἰλ. Ω. 244· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, κατ’ οὔρεα θῆρας ἐναίρειν Φ. 485· θῆρα τόξοις ἐν. Σοφ. Φιλ. 956· τοὺς εὐγενεῖς γὰρ κἀγαθοὺς... φιλεῖ Ἄρης ἐναίρειν ὁ αὐτὸς Ἀποσπ. 649. ― Μέσ., πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ., Ἰδομενεὺς δ’ ἄρα Φαῖστον ἐνήρατο Ἰλ. Ε. 43, πρβλ. 59, Ζ. 32. Ὀδ. Ω. 424, Ἡσ. Θ. 317· Τρῶας ἐναιρόμενος Ἰλ. Π. 92· ἅπαξ ἐν Ὀδ. ἐπὶ πραγμ., φθείρω, καταστρέφω, μηκέτι νῦν χρόα καλὸν ἐναίρεο Τ. 263. ― Παθ., ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίροντ’ ἄγαν; (ἠναίρονθ’ ἅμα; Nauck.) Αἰσχύλ. Θήβ. 811· πόλις ἐναίρεται... σθένει Σοφ. Ο. Κ. 842. (Προδήλως παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ ἔναρα καὶ ἐναρίζω, πρβλ. καθαίρω, καθαρός· ἀλλ’ ἡ σχέσις πρὸς τὸ ἔνεροι, ἣν ὑπέδειξεν ὁ Βουττμ., δὲν φαίνεται πιθανή).

English (Autenrieth)

(ἔναρα), inf. ἐναιρέμεν, mid. aor. ἐνήρατο: act. and mid., slay in battle; once of killing game, κατ' οὔρεα θῆρας ἐναίρειν, Il. 21.485; fig., μηκέτι χρόα κᾶλὸν ἐναίρεο, ‘disfigure,’ Od. 19.263.

English (Slater)

ἐναίρω slay κάπρους τ' ἔναιρε (sc. Ἀχιλλεύς) (N. 3.47) ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔνᾰρεν (sc. Ἀμφιτρύων) (N. 10.15) γέρονθ' ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤνᾰρε βωμὸν ἐπενθορόντα (sc. Νεοπτόλεμος) (Pae. 6.114)

Greek Monolingual

ἐναίρω και ἐνναίρω (Α)
1. φονεύω, σκοτώνω σε μάχη (α. «ἐκ τοῦ δὴ τόξοισι δεδεγμένος ἄνδρας ἐναίρω», Ομ. Ιλ.)
β) «κάπρους τ' ἔναιρε», Πίνδ.)
2. (για πράγμ.) φθείρω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξαφανίζω.
ἐναιρῶ (-έω) (Α)
κυριεύω μια οχυρή θέση (απαντά μόνο η μτχ. παθ. αορ. εναιλεθέντος, σαν να υπήρχε ρ. εναιλώ).

Greek Monotonic

ἐναίρω: Επικ. ἐνναίρω, Επικ. απαρ. ἐναιρέμεν· αόρ. βʹ ἤνᾰρον, απαρ. ἐναρεῖν — Μέσ., αόρ. αʹ, γʹ ενικ. ἐνήρατο (ἔνᾰρα)· ποιητ., σφάζω στη μάχη· γενικά, σκοτώνω, σφαγιάζω, ξεκληρίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· λέγεται για πράγματα, φθείρω, καταστρέφω σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἔναρα
to slay in battle, generally, to kill, slay, Il., Soph.; of things, to destroy, Od.