ψακάς

Revision as of 20:06, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

Ion. and later (cf. Moer.p.419 P.) ψεκάς, άδος, ἡ:—A drop of rain, ὅταν μὲν κατὰ μικρὰ φέρηται, ψακάδες, ὅταν δὲ κατὰ μείζω μόρια, ὑετὸς καλεῖται Arist.Mete.347a11, cf. 348a7, al.; particle, ib.373b16: mostly collect., drizzle, ψακὰς δὲ λήγει, i. e. heavy rain (ὄμβρος) is coming, A.Ag.1534 (lyr.); opp. ὑετοί, X.Cyn.5.4 (pl.); ὕσθησαν αἱ Θῆβαι ψακάδι Hdt.3.10: generally, rain, ὑπὸ στέγῃ πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος S.Fr.636, cf. E.Hel.2, Ar.Th.856; so ψεκάς Hp.Epid.2.3.1: ψεκάδες = showers, Gal.17(1).37; also φοίνισσα ψακάς a shower of blood, Simon.106; βάλλει μ' ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου A.Ag.1390; Βρομίου ψακάδεσσι, i. e. drops of wine, Critias 1.10. 2 Comic name for a sputterer, Ar.Ach.1150 (lyr.), cf. Suid. s.v. II metaph. of solids, ἀργυρίου μηδὲ ψακάς not a drop of money, Ar.Pax121; [ψάμμου] ψεκάς grains of sand, AP12.145. (ψακάς prob. by assimilation from ψεκάς.)

German (Pape)

[Seite 1390] άδος, ἡ, später ψεκάς, jeder kleine abgeriebene, abgebrochene Theil eines Körpers, Körnchen, Krümchen, Bröckchen, Stäubchen; ἀργυρίου μηδὲ ψακάς Ar. Pax 120, auch nicht ein Körnchen; bes. vom seinen Staubregen, ὕσθησαν αἱ Θῆβαι ψακάδι Her. 3, 163 (was bei Ael. H. A. 6, 41 ῥανίσι λεπταῖς heißt); Ggstz ὑετός Xen. Cyn. 5, 4; πυκινῇ τεγγομένη ψακάδι Philodem. 5 (V, 120); vgl. Antiphil. 44 (IX, 546); ψακάδα φοίνισσαν Simonds. 48 (VII, 443), vergossener Blutstropfen, wie βάλλει μ' ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου Aesch. Ag. 1363. – Komisches Beiw. eines Menschen, der im Sprechen sprudelt und seine Nachbarn bespritzt, Ar. Ach. 1150, vgl. Poll. 6, 145.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰκάς: μεταγεν. καὶ (κατὰ Μοῖριν 439) ἧττον Ἀττικ. ψεκάς, άδος, ἡ· (ψάω)· ― μικρόν τι τεμάχιον διὰ τῆς τριβῆς ἀποχωρισθέν, κόκκος μικρός, ψιχίον, μόριον, ἀργυρίου μηδὲ ψακάς, μηδὲ κόκκος ἀργυρίου, ὡς τὸ μηδὲ γρῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 121· ὡς περιληπτικόν, ψάμμου ψεκάς, κόκκος ἄμμου, Ἀνθ. Π. 12. 145· ἀλλά, ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὑγρῶν, μικρὰ σταγὼν βροχῆς, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 5· ὅταν μὲν κατὰ μικρὰ μόρια φέρηται, ψακάδες, ὅταν δὲ κατὰ μείζω μόρια, ὑετὸς καλεῖται αὐτόθι 1. 9, 6, πρβλ. 1. 12, 3· κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς περιληπτικόν, βροχή, λεπτή, «ψηχάλα», ψακὰς δὲ λήγει, δηλ. μεγάλη βροχὴ (ὄμβρος) ἐπέρχεται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1534· ἀντίθετον τῷ ὑετός, Ξεν. Κυνηγ. 5, 4· ὔσθησαν αἱ Θῆβαι ψακάδι Ἡρόδ. 3. 10 (ὅπερ ὁ Αἰλ. ἐκφέρει διὰ τοῦ ῥανίδες λεπταί)· ― καθόλου, βροχή, ὑπὸ στέγῃ πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος Σοφ. Ἀποσπ. 563, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 2, Ἀριστοφ. Θεσμ. 856· ― φοίνισσα ψακάς, βροχὴ αἵματος, Σιμωνίδ. 111· βάλλει μ’ ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390. 2) κωμικὸν ὄνομα ἀνθρώπου οὗ ἐκφεύγει τὸ σίαλον κατὰ τὴν ὁμιλίαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1150, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 760.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
toute chose menue, particul. :
1 grain, miette, parcelle;
2 goutte de pluie ; pluie ; particul. petite pluie fine.
Étymologie: ψάω.

Greek Monolingual

και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, -άδος, ἡ, Α
1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος
2. (για υγρά) μικρή σταγόνα
3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα
4. (γενικά) βροχή
5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον οποίο ξεφεύγουν σταγόνες σάλιου κατά την ομιλία
6. φρ. α) «φοίνισσα ψακάς»
μτφ. βροχή αίματος (Σιμων.)
β) «Βρομίου ψακάδεσσι»
μτφ. σταγόνες κρασιού (Κριτί.)
γ) «ἀργυρίου μηδὲ ψακάς»
μτφ. ούτε δεκάρα τσακιστή (Αριστοφ.)
δ) «ψάμμου ψεκάς» — κόκκος άμμου (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. ψᾰ-κ-άς ανάγεται στην συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ψη- του ψήω, ψῆν / ψάω «τρίβω», ενώ το -κ- του τ. είναι δευτερογενές, πιθ. κατά το εἰκάς «η εικοστή μέρα του μήνα». Κατ' άλλη άποψη, η λ. πρέπει να αναλυθεί σε ψ-ακ-άς, με ένθημα -ακ-, και να συνδεθεί με το λιθουαν. spākas «σταγόνα». Η λ. ψακ-άς, -άδος έχει σχηματιστεί με επίθημα -άς, ενώ η λ. ψάκ-αλον της ίδιας οικογένειας με υγρό επίθημα -αλ- (πρβλ. ἰκμ-άς, -άδος: ἰκμ-αλ-έος, ῥωγ-άς: ῥωγ-αλ-έος). Ο ιων. / ελληνιστικός, τέλος, τ. ψεκάς (πρβλ. ψεκάζω) έχει προέλθει με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -α- σε -ε-].

Greek Monotonic

ψᾰκάς: έπειτα ψεκάς, -άδος, ἡ (ψάω
I. κάθε μικρό κομμάτι που αποχωρίζεται διά της τριβής, κόκκος, τεμάχιο, κομμάτι, ψίχουλο· ἀργυρίου μηδὲ ψακάς, δηλ. ούτε κόκκος αργυρίου, σε Αριστοφ.· ως περιληπτικό, ψάμμου ψεκάς, κόκκος άμμου, σε Ανθ.
II. 1. μικρή σταγόνα βροχής· και ως περιληπτικό, ψιχάλα, ψιλή βροχή· ὕσθησαν αἱ Θῆβαι ψακάδι, σε Ηρόδ.· ψακὰς δὲ λήγει, οι σταγόνες σταματούν, δηλ. έρχεται καταιγίδα, σε Αισχύλ.· γενικά, βροχή, σε Ευρ.· ψακάδι φοινίας δρόσου, με ράντισμα από ματωμένη δροσιά, σε Αισχύλ.
2. κωμικό όνομα γι' αυτόν που του φεύγει το σάλιο ενώ μιλάει, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ψᾰκάς: άδος ἡ
1) крупинка, крошка: ἀργυρίου μηδὲ ψ. Arph. и ни гроша денег; ψάμμου ψ. собир. Anth. песчинки;
2) дождевая капля: ὅταν κατὰ μικρὰ μόρια φέρηται (τὸ ὕδωρ), ψακάδες καλεῖται Arst. когда вода падает маленькими частицами, это называется мелким дождем (изморосью);
3) мелкий дождь (δῖα ψ. Eur.): ὑσθῆναι ψακάδι Her. быть покрытым мелкими каплями дождя; οἱ ὑετοὶ καὶ αἱ ψακάδες Xen. ливни и мелкие дожди; ψ. φοινίας δρόσου Aesch. брызги крови; Ἀντίμαχος ὁ Ψακάδος ирон. Arph. (поэт) Антимах, нудный как осенний дождь, по по друг. брызжущий слюной.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψακάς -άδος, ἡ, Ion. en later Grieks ψεκάς [~ ψάω?] ep. dat. plur. ψακάδεσσιν, regendruppel; collect. motregen; alg. druppel:; ψακὰς φοινίας δρόσου een druppel bloederig vocht Aeschl. Ag. 1390; Βρομίου ψακάδες druppels van Bromius (d.w.z. druppels wijn) Criti. B 1.10; overdr.: ἀργυρίου μηδὲ ψακάς zelfs geen druppeltje zilver Aristoph. Pax 121.

Middle Liddell

ψᾰκάς, λατερ ψεκάς, άδος, [ψάω]
I. any small piece broken off, a grain, morsel, bit, ἀργυρίου μηδὲ ψακάς, i.e. not even a silver penny, Ar.; collectively, ψάμμου ψεκάς grains of sand, Anth.
II. a drop of rain; and collectively, drizzling rain, ὕσθησαν αἱ Θῆβαι ψακάδι Hdt.; ψακὰς δὲ λήγει drops are ceasing, i.e. a storm is coming, Aesch.:—generally, rain, Eur.; ψακάδι φοινίας δρόσου with a sprinkling of bloody dew, Aesch.
2. Comic name for a sputterer, Ar.

Frisk Etymology German

ψακάς: {psakás}
Forms: ion. u. hell. auch ψεκάς (vgl. Schwyzer 258), -άδος
Grammar: f.
Meaning: ‘Tropfen, bes. Regentropfen’, koll. Sprühregen (Hdt., Hp., Trag., Ar., X., Arist. u.a.).
Derivative: Davon Dem. ψακάδιον (ψεκ-) n. (hell. Kom.,Thphr.), -ισσα f. getröpfelt, gesprenkelt, von einer Stute (Pap. IIIa; Mayser Pap. I: 3, 103; auch ψακαδίσχιος von Pferden ebd.). Verb ψακάζω (ψεκ-), auch m. κατα-, ἐπι-, ὑπο-, tröpfeln, sprühen, fein regnen (A., Ar., X., Plu. u.a.), Aor. Ptz. Pass. ψακασθείς beträufelt (Thphr.).
Etymology : Daneben ψάκαλον n., -ος m. neugeborenes Tier (Ar. Byz., H.; wie ἔταλον); vgl. dieselbe Metapher bei δρόσος und ἕρση. Bildung wie ἰκμάς, ψιάς, λιβάς; wie ψακάδ- : ψάκαλον auch ἰκμάδ- : ἰκμαλέος. Die Anknüpfung an die große Sippe von ψῆν, an sich möglich, besagt wenig wegen der unklaren κ-Erweiterung. Schwyzers zögernde Zerlegung in ψακαδ- (497) mit ακ-Infix ist ebenso fraglich wie der Vergleich mit lit. spā̃kas (auch spãgas) Tropfen, Pünktchen (Fick 1, 571 u. 2, 288).
Page 2,1127-1128

English (Woodhouse)

drizzle, patter of rain, sprinkling of rain