ὕω

Revision as of 22:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ῡ in pres. exc. in Herod.7.46]: fut. ὕσω [ῡ] Cratin.121, Ar.Nu. 1118, 1129 (both troch.): aor. A ὗσα Pi.O.7.50, Hdt.2.22, Thphr.CP4.14.3, etc. (v. infr.):—Med., fut. (as Pass.) ὕσομαι Hdt.2.14:—Pass., aor. ὕσθην Id.3.10: pf. part. ἐφ-υσμένος X.Cyn.9.5:—rain, ὗε Ζεύς Il. 12.25, Od.14.457, cf. Hes.Op.488, Thgn.26; κἢν ὕῃ [ῠ] *zeu/s Herod.7.46; ὗσον, ὗσον, ὦ φίλε Ζεῦ, κατὰ τῆς ἀρούρας Votum ap.M.Ant.5.7; [ὕει] ὁ θεὸς Hdt.2.13; τίς ὕει; Ar.Nu.368 (anap.), cf. 370 sq.; ἵσομεν πρώτοισιν ὑμῖν, of the clouds, ib.1118 (troch.):—but, 2 after Hom. ὕει was used impers. (cf. νείφω, etc.), it rains, Hes.Op.552, Hdt.2.22, 4.28; ὗσαι ὕδατι λαβροτάτῳ Id.1.87; εἰ ὗε = if it rained, Id.4.185; ὕοντος = when it is raining, Ar.V.774; ὕοντος πολλῷ = as it was raining heavily, X.HG1.1.16 (where Eust. read πολλοῦ, 1769.39); πολὺ ὕσαντος = after it had rained heavily, Thphr.CP4.14.3; ὕε, κύε, prayer addressed by hierophants to sky and earth, BCH20.79 (Athens, i A. D.), Procl. in Ti.3.176 D. 3 sometimes c. acc. loci, ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην = for seven years it did not rain on Thera, Hdt.4.151; τὴν χώραν ὗεν ὁ θεός Paus.2.29.7; ὄμβρος ὗε πόντον καὶ νῆσον A.R.2.1115 (hence the pass. usage, v. infr. 11.1.). 4 freq. c. acc. cogn., ὗσε χρυσόν = it rained gold, Pi.O.7.50; καινὸν ἀεὶ τὸν Δία ὕειν ὕδωρ Ar.Nu.1280; ὗσεν ὁ θεὸς ἰχθύας, βατράχους, Phan. Hist. 1, Heraclid. Lemb.3; ὕεις εὐσεβέσιν χύδην χρυσεόρρυτον ὄλβον Supp.Epigr.7.14.23 (Susa, Hymn to Apollo, i A. D.); νεφέλαι ὕουσι [μύρον] Luc.VH2.14: also c. dat. modi, ψακαζέτω δ' ἄρτοισιν, ὑέτω δ' ἔτνει Nicopho 13; ὕσαντα τὸν θεὸν ἰχθύσι Ath.8.333a. II Pass., with fut. Med., to be drenched with rain, λέων ὑόμενος Od.6.131; ὕσθησαν αἱ Θῆβαι = Thebes was rained upon, i.e. it rained there, Hdt.3.10; ὕεται ἡ χώρη Id.2.13, cf. 14,22,25; ἡ γῆ ὕεται ὀλίγῳ it rains little or seldom there, Id.1.193; σῖτος ὑσθείς Thphr.HP8.11.4; ὑόμενος μύρῳ Alex.62.8; ὄνος ὕεται = he is like an ass in rain, prov. of an obstinate person, Cratin.52 (troch.); ἐγὼ δὲ τοῖς λόγοις ὄνος ὕομαι Cephisod.1. 2 sts., fall down in rain, fall down in a shower, ὑσθῆναί φασιν χρυσόν Str.14.2.10; ὕδωρ ὑόμενον Plu.2.912a. (Cf. Skt. sunóti 'press out juice'.)

French (Bailly abrégé)

f. ὕσω, ao. ὗσα, pf. inus.
Pass. ao. ὕσθην;
1 faire pleuvoir : Ζεὺς ὗε IL, OD Zeus faisait pleuvoir ; ὁ θεὸς ὕει HDT le dieu fait pleuvoir ; avec l'acc. : δρόσον LUC faire pleuvoir de la rosée ; • impers. ὕει il pleut ; ὕοντος πολλῷ XÉN comme il pleuvait beaucoup ; πολὺ ὕσαντος TH quand il a plu beaucoup ; Pass. ὕδωρ ὑόμενον PLUT pluie qui tombe;
2 mouiller de pluie, acc. ; Pass. être mouillé de pluie : ὕεσθαι ὀλίγῳ HDT être peu arrosé par la pluie ; p. ext. être mouillé par des gouttes ; σταγόσιν αἵματος PLUT par des gouttes de sang.
Étymologie: R. Συ > Ὑ, pleuvoir, mouiller ; cf. ὑετός.

Russian (Dvoretsky)

ὕω: (ῡ)1) ниспосылать дождь: ὕε Ζεὺς συνεχές Hom. Зевс не переставал посылать дождь; νεφέλαι ὕουσι λεπτὸν ὥσπερ δρόσον Luc. облака испускают мелкий, словно росу, дождь; πολὺν ὕ. χρυσόν Pind. посылать золотой дождь; ὕδωρ τὸ ὑόμενον Plut. дождевая вода, дождь;
2) impers. (преимущ. о дожде) идти, лить: ὕει Hes., Her. идет дождь; οὐκ ὕει οὐδέν Her. совершенно нет дождя; ὕοντος πολλῷ Xen. под проливным дождем; λέγεται ὗσαι ὕδατι λαβροτάτῳ Her. рассказывают, что полил сильнейший дождь;
3) орошать дождем (ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην Her.): ὕεται πᾶσαχώρη Her. вся страна орошается дождями; ὕσθη σταγόσιν αἵματος ἡ πόλις Plut. на город пролился кровавый дождь; λέων, ὅστε εἶσιν ὑόμενος καὶ ἀήμενος Hom. лев, выходящий (на охоту) в дождь и в ветер.

Greek (Liddell-Scott)

ὕω: [ῡ], Ὅμ., κλπ.· μέλλ. ὕσω Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 11, Ἀριστοφ. Νεφ. 1118, 1129· ἀόρ. ὗσα Πινδ. Ο. 7. 91, Ἡρόδ. 2. 22, καὶ παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἀττ. ― Μέσ., μέλ. (ὡς παθ.) ὕσομαι αὐτόθι 14. ― Παθ. ἀόρ. ὕσθην ὁ αὐτ. 3. 10· πρκμ. ὗσμαι (ἐφυσμένος) Ξεν. Κυνηγ. 9. 5. (Ἐκ τῆς √Υ παράγεται καὶ τὸ ὑετὸς = Ὀμβρ. sav-itu· πρβλ. Σανσκρ. su, sunômi (ὅπερ ὅμως, ὡς τὸ Ζενδ. hu, ἀπαντᾷ μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐκθλίβειν τὸν ὀπὸν τῶν φυτῶν· πρβλ. ὡσαύτως sû-mas, sû-mam (lac, aqua), sû-nas (diluvium)· ― ἀλλὰ τὸ ὕδωρ, ὕδατος, ἀναφέρεται εἰς διάφορον ῥίζαν, Σανσκρ. ud, und-âmi (= βρέχω), ἴδε ἐν λ. ὕδωρ). ― Πέμπω βροχήν, βρέχω, Ζεὺς ὗε Ἰλ. Μ. 25, Ὀδ. Ξ. 457, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 487, Θέογν. 26· ὗσον, ὗσον, ὦ φίλε Ζεῦ, κατὰ τὰς ἀρούρας παρὰ Μάρκ. Ἀντων. 5. 7· ὁ θεὸς ὕει Ἡρόδ. 2. 13· τίς ὕει; Ἀριστοφ. Νεφ. 368, πρβλ. 370 κἑξ.· ὕσομεν πρώτοισιν ὑμῖν, ἐπὶ τῶν νεφῶν, αὐτόθι 1118· ― ἀλλά, 2) ἡ ὀνομαστικὴ ἤρξατο παραλειπομένη ἤδη ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων συγγραφέων καὶ τὸ γ΄ πρόσωπον ὕει κεῖται ἀπροσώπως ὡς τὸ Λατ. pluit, βρέχει, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 550, Ἡρόδ. 2. 22., 4. 28· ὕδατι ὗσαι ὁ αὐτ. 1. 87· εἰ ὗε, ἂν ἔβρεχεν, ὁ αὐτ. 185· ὕοντος, ὅταν βρέχῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 774· ὕοντος πολλῷ, ἐν ᾧ ἔβρεχε πολύ, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 16· πολὺ ὕσαντος, ἀφ’ οὗ ἔβρεξε πολύ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 14, 3· (ἐν ταύταις ταῖς φράσεσιν ὁ Εὐστ. ἀναγινώσκει πολλοῦ, 1769. 39)· ― οὕτως εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς παλαιοῖς καὶ τὰ νίφει, σείει, συσκοτάζει, μετὰ τοῦ ὑποκειμένου Ζεὺς ἢ θεὸς ἢ ἄνευ αὐτοῦ. 3) ἐνίοτε μετ’ αἰτ. τόπου, ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην, ἐπὶ ἑπτὰ ἔτη δὲν ἔβρεξεν εἰς τὴν Θ., Ἡρόδ. 4. 151· τὴν χώραν ὗεν ὁ θεὸς Παυσ. 2. 29, 6· ὄμβρος ὗε νῆσον Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1116 (ἐντεῦθεν ἡ παθ. χρῆσις, ἴδε κατωτ.). 4) συχν. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὗσε χρυσόν, ἔβρεξε χρυσόν, Πινδ. Ο. 7. 91· καινὸν ἀεὶ Ζεὺς ὕει ὕδωρ Ἀριστοφ. Νεφ. 1280· ὕει ὁ θεὸς ἰχθύας, βατράχους παρὰ τῷ Ἀθην. 333Α· νεφέλαι ὕουσι δρόσον Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 14· ― οὕτω καὶ μετὰ δοτ. τρόπου, βρέχω μέ…, (ὡς ἐν τῇ Λατ. εὑρίσκομεν ἄλλοτε μὲν pluit carnem, sanguinem, ἄλλοτε δὲ pluit lapidibus, Valck. εἰς Ἡρόδ. 4. 151), ψακαζέτω δ’ ἄρτοισιν, ὑέτω δ’ ἔτνει, πρβλ. τὸ τοῦ Falstaff ‘let it rain potatoes', Νικοφῶν ἐν «Σειρῆσιν» 2, πρβλ. Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 333. ΙΙΙ. Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. βρέχομαι, λέων ὑόμενος Ὀδ. Ζ. 131· ὕσθησαν αἱ Θῆβαι, ἐβράχησαν, δηλ. ἔβρεξεν εἰς τὰς Θήβας, Ἡρόδ. 3. 10· ἡ χώρη ὕεται, δηλ. βρέχει ἐν τῇ χώρᾳ, ὁ αὐτ. 2. 13, 14, 22, 25· ἡ γῆ ὕεται ὀλίγῳ, ὀλίγον ἢ σπανίως βρέχει ἐκεῖ, ὁ αὐτ. 1. 193· σῖτος ὑσθεὶς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 4· ἠλειφόμην ὑόμενος ἰρίνῳ μύρῳ Ἄλεξις ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1. 8· ― ὄνος ὕομαι, παροιμία ἐπὶ ἰσχυρογνώμονος ἀνθρώπου, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 7· ἐγὼ δὲ τοῖς λόγοις ὄνος ὕομαι Κηφισόδωρος ἐν «Ἀμαζόσι» 1, ἴδε Φωτ. Λεξ. σ. 337, 19. 2) ἐνίοτε πίπτω ὡς βροχή, ὕεται χρυσός, βρέχει χρυσόν, Στράβ. 655· ὕδωρ ὑόμενον Πλούτ. 2. 912Α· ἄρτος ὕεται ἐν ἐρήμῳ Γρηγ. Ναζ.

English (Autenrieth)

ipf. ὗε, pass. part. ὗόμενος: rain; subj. Ζεύς, ‘sent rain;’ pass., ‘beaten by rain,’ ‘drenched with rain,’ Od. 6.131.

English (Slater)

ὕω trans., rain κείνοισι μὲν ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (sc. Ζεύς) (O. 7.50)

Greek Monotonic

ὕω: [ῡ], μέλ. -ὕσω [ῡ], αόρ. αʹ ὗσα — Παθ., αόρ. αʹ ὕσθην, παρακ. ὗσμαι·
1. στέλνω βροχή, βρέχω, Ζεὺς ὗε, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁ θεὸς ὕει, σε Ηρόδ.· έπειτα, η ονομ. παραλείπεται, το ὕειχρησιμ. ως απρόσ., όπως το Λατ. pluit, βρέχει, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· ὕοντος, όταν βρέχει, σε Αριστοφ.· ὕοντος πολλῷ, καθώς έβρεχε πολύ, καταρρακτωδώς, σε Ξεν.
2. με αιτ. τόπου, ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην, για εφτά χρόνια δεν έβρεξε στην Θήρα, σε Ηρόδ.· απ' όπου, σε Παθ., με Μέσ. μέλ., βρέχομαι, σε Ομήρ. Οδ.· ὕσθησαν αἱ Θῆβαι, βράχηκαν οι Θήβες, δηλ. ἔβρεξε εκεί, σε Ηρόδ.· ἡχώρη ὕεται, δηλ. βρέχει στη χώρα, στον ιδ.
3. με σύστ. αντ., ὗσε χρυσόν, έβρεξε χρυσάφι, σε Πίνδ.· καινὸν ἀεὶ Ζεὺς ὕει ὕδωρ, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


1. to send rain, to rain, Ζεὺς ὗε Hom., etc.; ὁ θεὸς ὕει Hdt.:—then, the nom. being omitted, ὕει used impers., Lat. pluit, it rains, Hes., Hdt.; ὕοντος when it is raining, Ar.; ὕοντος πολλῷ as it was raining heavily, Xen.
2. c. acc. loci, ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην for seven years it did not rain on Thera, Hdt.:—hence in Pass., with fut. mid. to be rained on, Od.; ὕσθησαν αἱ Θῆβαι Thebes was rained upon, i. e. it rained there, Hdt.; ἡ χώρη ὕεται, i. e. it rains in the country, Hdt.
3. c. acc. cogn., ὗσε χρυσόν it rained gold, Pind.; καινὸν ἀεὶ Ζεὺς ὕει ὕδωρ Ar.

Frisk Etymology German

ὕω: {húō}
Forms: nur 3. sg. Präs. u. Ipf. ὕει, ὗε (seit Il.), 3. pl. ὕουσι (νεφέλαι, Luk.), Aor. ὗσαι (Pi., Hdt. usw.), Ipv. ὗσον (ὦ Ζεῦ, Gebet bei M. Ant.), Fut. ὕσει (Kratin.), 1. pl. ὕσομεν (von den Wolken, Ar.)
Grammar: v.
Meaning: regnen, meist unpers. es regnet, auch regnen lassen, Regen senden; dazu pass. Formen: ὑόμενος (ζ 131), ὕεται, ὑσθῆναι (Hdt. u.a.), ἐφυσμένος (X.) vom Regen betroffen werden, Regen bekommen. Zum unpersönlichen und (okkasionellen) persönlichen (Ζεὺς ὕει u.a.) Gebrauch v. Wilamowitz Glaube 1, 21, Chantraine Fondation Hardt, Entretiens I (1952) 56f., Schw.-Debrunner 621.
Derivative: Davon ὑετός m. Regen (seit Μ 133; wie νιφετός, παγετός u.a.) mit ὑέτιος regnerisch, Regen bringend (ion., Arist., hell. u. sp.; Hdt. 2, 25 codd. ὑετώτατοι), -ώδης ib. (J.), -ία f. Regenwetter (hell. u. sp.; Scheller Oxytonierung 54 f.), -ίζω Regen senden, beregnen (LXX, Pap.).
Etymology : Zum primären ὕω (aus *ὕι̯ω?) stimmt das toch. Verb für regnen, z.B. A 3. pl. swiñc (athem. *suu̯-énti, von Blumen), B 3. sg. u. pl. suwam (*suu̯ā-nt); dazu mit suffixalem s (wie z.B. im Konj. B swāsaṃ) A swase, B swese Regen (*su̯os-; zum Anlaut v. Windekens Orbis 17, 97 f.). Aus anderen Sprachen gehören hierher noch alb. shi Regen (*-) und apreuß. suge (= suje) ib.. Weitere Anknüpfung an idg. seu-, sū̆-’Saft, pressen’ in aind. sunóti auspressen, keltern usw. (WP. 2, 468f., Pok. 912f.) ist hypothetisch und jedenfalls fürs Griech. ohne Belang. Über andere idg. Ausdrücke für regnen s. οὐρανός, ἕρση und πλέω; dazu die Ausführungen bei Porzig Gliederung 185.
Page 2,978-979