νοσέω

Revision as of 19:35, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")

English (LSJ)

(no Ion. form νουσέω is found), A to be sick, ail, whether in body or mind, Hdt.1.105, etc.; τῆς πόλεως… οὔπω νενοσηκυίας not yet having suffered from the plague, Th. 2.31; νενοσηκὸς αἷμα = diseased blood, Arist.HA521a18; νόσῳ ν. A.Pr.386: c. acc. cogn., νοῦσον νοσεῖν Hdt.3.33, cf. E.Andr.220; τελευταίαν νόσον ν. Antipho 1.30; τι τῶν ἀπορρήτων κακῶν E.Hipp.293: c. acc. partis, νοσεῖν κῶλον S.Ph.41; ν. ὀφθαλμούς Pl.Grg.496a; νεφρούς Arist. PA671b11, etc.; τὸ νοσοῦν, = νόσος, S.Ph.675, Pl.Smp.186b: freq. in aor. νοσῆσαι, fall sick, Hdt.1.19, Th.1.138, Arist.Rh.1392a11, Luc. Macr.22, etc.; of things, γῆ νοσεῖ X.Ath.2.6; of plants, Thphr.CP5.9.9:—Pass., ἡμέραι αἱ νοσούμεναι = days on which one is ill, Hp.Septim. 7. 2 of passion, ν. μάταν to be mad, S.Aj.635 (lyr.); θολερῷ χειμῶνι νοσήσας ib.207 (anap.); ἐξ ἀλαστόρων ν. Id.Tr.1235; νοσῶν alone, opp. σώφρων, ib.435; ν. τὰς φρένας Cratin.329; νοσεῖν περὶ δόξαν = to have a morbid craving for fame, Plu.2.546f; ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος Men.Mon.550. 3 generally, suffer, νοσεῖ τὰ τῶν θεῶν E.Tr.27; τοῖσιν οἰκείοις κακοῖς S.OC766; ἀπαιδίᾳ E.Ion620; πονηρίᾳ X.Mem.3.5.18; ἐκεῖ νοσοῦμεν ὅτιE.Hel.581: c. acc. cogn., τόδ' ἄλγος S.Ph.1326; especially of states, suffer from faction and the like, ἡ Μίλητος νοσήσασα στάσι Hdt.5.28; νοσεῖ πόλις S.Ant.1015, cf. Pl. Mx.243e; νοσοῦσι καὶ τεταραγμένοις D.2.14; νοσοῦντας ἐν αὑτοῖς Id.9.50; ἀπόλωλε καὶ νενόσηκεν ἡ Ἑλλάς ib.39; αἱ δὲ πόλεις ἐνόσουν Id.18.45; τὰ πράγματα νοσοῦντα Arist.Ath.6.4; νοσῶν γάμος Ael. NA8.20.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐνόσησα, pf. νενόσηκα;
être malade :
1 au sens phys. (avec l'acc. de la partie malade) : ν. ὦτα καὶ τὰ ὄμματα PLUT avoir mal aux oreilles et aux yeux ; ν. νόσον ESCHL être atteint d'une maladie ; τὸ νοσοῦν SOPH accès d'un mal, maladie;
2 en parl. de l'intelligence avoir l'esprit malade, être atteint de folie;
3 au mor. être atteint d'une passion, d'une manie, etc. ; ν. περὶ δόξαν PLUT avoir la passion de la gloire;
4 fig. en parl. d'un État être en mauvaise situation.
Étymologie: νόσος.

German (Pape)

krank sein, kranken; νόσῳ, an einer Krankheit, Aesch. Prom. 384; übertragen, ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι, 378; σὺ γὰρ νοσεῖς τόδ' ἄλγος ἐκ θείας τύχης, Soph. Phil. 1310; νοσεῖ μὲν νόσον ἀργίαν, 173; auch γῆς οὕτω νοσούσης, O.R. 636; vom Wahnsinn, θολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας, Aj. 207; und von Leidenschaften, von der Liebe, Trach. 541, von der Trauer, O.R. 60, 1061; und vom Unglück, νοσεῖ πόλις, Ant. 1015, vgl. O.C. 604, 770; oft bei Eur., im eigentlichen und im übertragenen Sinne, νοσεῖ τὰ τῶν θεῶν Troad. 27, λόγος νοσῶν ἐν αὑτῷ Phoen. 475; νόσον νοσεῖν, Ar. Av. 31; νόσος ἐν τῇ πόλει ἐντετοκυῖα, Vesp. 651; νοῦσον μεγάλην νοσέων, Her. 3.33, öfter; auch ἡ Μίλητος νοσήσασα, vom Aufruhr leidend, 5.28; Gegensatz von ὑγιαίνω, Plat. Gorg. 495e; τὸ ὑγιὲς καὶ τὸ νοσοῦν, Symp. 186b; eben so, wie νόσος, auf geistige und sittliche Fehler, bes. auf Leidenschaften angewandt, νοσοῦσαν καὶ ἄφρονα ψυχήν Tim. 86d, νοσοῦντα καὶ ἐρωτικῶς διατιθέμενα Symp. 207b. Auch von heftigen Erschütterungen eines Staates, bes. durch innere Zwistigkeiten, ἐνόσησε τὰ Ὀδρυσῶν πράγματα, Xen. An. 7.2.32; Dem. vrbdt νοσοῦσι καὶ στασιάζουσιν ἐν ἑαυτοῖς, 9.12, vgl. 2.14, wo Bekker es ausgelassen hat; ἀπόλωλε καὶ νενόσηκεν ἡ Ἑλλάς, 9.39; Plut. Thes. 12 und öfter Dion.Hal.; aufrührerisch sein, Pol. 38.2.7.

Russian (Dvoretsky)

νοσέω: (тж. ν. νόσον Aesch., Her. и ν. νόσῳ Eur.)
1 быть больным, болеть, хворать: ν. ὀφθαλμούς Plat. страдать болезнью глаз; τὸ νενοσηκὸς αἷμα Arst. больная (испорченная) кровь; ψυχὴ νοσοῦσα Men. душевная болезнь;
2 быть одержимым, охваченным, подверженным: ἐξ ἀλαστόρων ν. Soph. быть преследуемым мстительными божествами; ὀργὴ νοσοῦσα Aesch. страстный гнев; ν. περὶ δόξαν Plut. быть одержимым жаждой славы;
3 страдать, мучиться (οἰκείοις κακοῖς Soph.; ἀπαιδίᾳ Eur.);
4 терпеть, переносить (τόδ᾽ ἄλγος Soph.): ἐπεὶ τὰ Ὀδρυσῶν πράγματα ἐνόσησεν Xen. когда пришло в расстройство государство одрисов; ν. καὶ στασιάζειν Dem. потрясаться восстаниями.

Greek (Liddell-Scott)

νοσέω: τύπος Ἰων. νουσέω φαίνεται ὅτι οὐδαμοῦ ἦτο ἐν χρήσει, ἴδε Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. σ. xl· (νόσος). Νοσῶ, εἶμαι ἀσθενής, πάσχω εἴτε κατὰ τὸ σῶμα εἴτε κατὰ τὴν ψυχήν, Ἡρόδ. 1. 19, 105, κ. ἀλλ.· τῆς πόλεως ... οὔπω νενοσηκυίας, οὔπω παθούσης ὑπὸ νόσου, Θουκ. 2. 31· νενοσηκὸς αἷμα, νοσηρόν, ἀσθενές, διεφθαρμένον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11· νόσῳ ν. Αἰσχύλ. Πρ. 384· ἀπαιδίᾳ Εὐρ. Ἴων 620, κτλ.· οὕτω μετὰ συστοίχ. αἰτ., νοῦσον νοσεῖν Ἡρόδ. 3. 33, Τραγ., Ἀντιφῶν 114· 32, κτλ., πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 510· (οὕτω, νόσον μαίνεσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 977· νόσον ἀλγεῖν Σοφ. Φιλ. 1326)· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. τοῦ μέρους, νοσεῖν κῶλον αὐτόθι 41· ν. ὀφθαλμούς, κατὰ τοὺς ὀφθαλμούς, Πλάτ. Γοργ. 495Ε· τοὺς νεφροὺς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 4, κτλ.· τὸ νοσοῦν, = νόσος, Σοφ. Φιλ. 675, Πλάτ. Συμπ. 186Β· ― οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, γῆ νοσεῖ Ξεν. Ἀθην. 2, 6· ἐπὶ ὕδατος, καθίσταμαι νοσηρόν, ἀκάθαρτον, μεμιασμένον, ὡς δὲ ἐνόσησε τὸ ὕδωρ ... οἱ κώνωπες ἄπειρον πλῆθος ἐγίνοντο ἐκ τῆς λίμνης Παυσαν. 7. 2, 11, διάφ. γραφ. ἐνόστησε· ― Παθητ., ἡμέραι αἱ νοσούμεναι, καθ’ ἃς εἶναί τις ἀσθενής, Ἱππ. 256. 54. 2) ἐπὶ ὀργῆς ἢ πάθους, νοσῶν μάταν, νοσῶν ἀνιάτως, ἢ κατ’ ἄλλους, νοσῶν ἐκ ματαίων φαντασιῶν, Σοφ. Αἴ. 635· θολερῷ χειμῶνι νοσήσας αὐτόθι 207· ἐξ ἀλαστόρων ν. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1235· καὶ ἁπλῶς, νοσεῖν αὐτόθι 435· ὡσαύτως, φρένες νοσοῦσι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 1· ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 550· πρβλ. νόσημα 2, νόσος ΙΙ. 2. 3) καθόλου, εἶμαι ἐν κακῇ καταστάσει, πάσχω, ὑποφέρω, νοσεῖ τὰ τῶν θεῶν Εὐρ. Τρῳ. 27· τοῖσιν οἰκείοις κακοῖς Σοφ. Ο. Κ. 766· πονηρίᾳ Ξεν. Ἀπομν. 3. 5. 48· τόδ’ ἄλγος Σοφ. Φιλ. 1326· τι τῶν ἀπορρήτων κακῶν Εὐρ. Ἱππ. 293· ― ἐπὶ πόλεων ἢ κρατῶν, πάσχω ἐκ στάσεως καὶ τῶν τοιούτων, ἡ Μίλητος νοσήσασα στάσι Ἡρόδ. 5. 28· νοσεῖ πόλις Σοφ. Ἀντ. 1015· ἐκεῖ νοσοῦμεν Εὐρ. Ἑλ. 581· νοσοῦσι καὶ στασιάζουσι Δημ. 22. 7, πρβλ. 123 ἐν τέλ.· ἀπόλωλεν καὶ νενόσηκεν ἡ Ἑλλὰς ὁ αὐτ. 121. 7· αἱ δὲ πόλεις ἐνόσουν ὁ αὐτ. 240. 27· πρβλ. νόσημα 3· ― παρ’ Ἡσύχ.: «νοσοῦν· στασίαζον».

English (Strong)

from νόσος; to be sick, i.e. (by implication, of a diseased appetite) to hanker after (figuratively, to harp upon): dote.

English (Thayer)

νόσῳ; (νόσος); from (Aeschylus), Herodotus down; to be sick; metaphorically, of any ailment of the mind (ἀνηκέστω πονηρία νόσειν Ἀθηναιους, Xenophon, mem. 3,5, 18 and many other examples in Greek authors): περί τί, to be taken with such an interest in a thing as amounts to a disease, to have a morbid fondness for, περί δόξαν, Plato, mor., p. 546d.).

Greek Monotonic

νοσέω: (νόσος), μέλ. -ήσω, παρακ. νενόσηκα·
1. είμαι άρρωστος, ασθενής, πονώ, είτε στο σώμα είτε στην ψυχή, σε Ηρόδ., Αττ.· τῆς πόλεως οὔπω νενοσηκυίας, η πόλη δεν έχει πληγεί ακόμη από τη νόσο (δηλ. τον λοιμό), σε Θουκ.· νοσέωὀφθαλμούς, πλήττονται από ασθένεια τα μάτια μου, σε Πλάτ.· τὸ νοσοῦν = νόσος, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για πράγμ.· γῆ νοσεῖ, σε Ξεν.
2. λέγεται για πάθος, νοσῶν μάτην, νοσώντας από μάταιες φαντασίες, σε Σοφ.· θολερῷ χειμῶνι νοσήσας, στον ίδ.
3. γενικά, είμαι σε κατάσταση ασθένειας, πάσχω, υποφέρω· νοσεῖ τὰ τῶν θεῶν, σε Ευρ.· νοσεῖ τι τῶν ἀπορρήτων κακῶν, στον ίδ.· λέγεται για πολιτεύματα, καθεστώτα, υποφέρω από ανταρσία, αναρχία, λέγεται για πόλεις ή κράτη τα οποία επικρατεί αναρχία, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

νοσέω, νόσος
1. to be sick, ill, to ail, whether in body or mind, Hdt., attic; τῆς πόλεως οὔπω νενοσηκυίας not yet having suffered from the plague, Thuc.; ν. ὀφθαλμούς to be affected in the eyes, Plat.; τὸ νοσοῦν, = νόσος, Soph.:—also of things, γῆ νοσεῖ Xen.
2. of passion, ν. μάτην to be mad, Soph.; θολερῷ χειμῶνι νοσήσας Soph.
3. generally, to be in an unsound state, to suffer, νοσεῖ τὰ τῶν θεῶν Eur.; ν. τι τῶν ἀπορρήτων κακῶν Eur.:—of states, to suffer from faction, be in disorder, Hdt.

Chinese

原文音譯:nosšw 挪些哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)病(的)
字義溯源:生病,成癖,專好,超出,不健全的欲望;源自(νόσος)*=疾病)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 專好(1) 提前6:4