χρώμα

Revision as of 07:05, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / χρῶμα, ΝΜΑ
1. αίσθημα παραγόμενο από την εντύπωση που προκαλεί στον οφθαλμό το εκπεμπόμενο από μία πηγή φως το οποίο προσπίπτει επάνω του απευθείας, άμεσα, ή έπειτα από αλληλεπίδραση με ένα μη φωτεινό σώμα (α. «το χρώμα του ουρανού» β. «τα χρώματα της ίριδας» γ. «ὃ δὴ καλεῖς χρῶμα λευκόν», Πλατ.
δ. «χρῶμα κουρίμης τριχός», Ευρ.)
2. η χροιά του δέρματος, της επιδερμίδας (α. «ωραίο χρώμα πήρε το πρόσωπο από τον ήλιο» β. «τὸ χρῶμα φορέουσι ὅμοιον πάντες καὶ παραπλήσιον Αἰθίοψι», Ηρόδ.)
3. χρωστική ουσία, βαφή (α. «χρώμα ανεξίτηλο» β. «κασετίνα με χρώματα» γ. «χρώμασι και σχήμασι πολλὰ μιμοῦνταί τινες ἀπεικάζοντες», Αριστοτ.)
4. καλλωπιστική βαφή, ψιμύθιο (α. «γέμισε χρώμα τα βλέφαρά της» β. κεκοσμημένον καὶ ὀφθαλμῶν ὑπογραφῇ καὶ χρώματος ἐντρίψει καὶ κόμαις προσθέτοις», Ξεν.)
5. (για προφ. ή γραπτό λόγο) τόνος ή διάνθιση (α. «ο λόγος του δεν έχει καθόλου χρώμα» β. «ἡ φράσις οὐ τοῖς κεκαλλωπισμένοις καὶ περιττοῖς ἐξωραϊζομένη χρώμασι», Φώτ.
γ. «χρώμα λέξεως», Διον. Αλ.)
6. μουσ. η ποικιλία, οι τροποποιήσεις στη μελωδία, στη μουσική σύνθεση, ηχόχρωμα, χροιά
7. φρ. «αλλάζω χρώμα» και «ἀλλάττω χρῶμα» — μεταβάλλεται το χρώμα του προσώπου μου από έντονη συγκίνηση ή αναστάτωση
νεοελλ.
1. τεχνολ. ρευστό αιώρημα επιχρισμένο σε λεπτά στρώματα για διακόσμηση και προστασία επιφανειών, αποτελούμενο από χρωστική ουσία και από το μέσο διασποράς, κν. μπογιά ή βερνίκι
2. φυσ. συμβατική και αλληγορική ονομασία ενός φυσικού μεγέθους, φορτίου φερόμενου από τα αδρόνια, το οποίο διέπει τις ισχυρές αλληλεπιδράσεις
3. μτφ. διακριτικό γνώρισμα στην ομιλία, στο ντύσιμο ή στη συμπεριφορά ενός ατόμου, ενός συνόλου ή ενός τόπου (α. «προσωπικό χρώμα» β. «τοπικό χρώμα»)
4. φρ. α) «χάνω το χρώμα μου» — γίνομαι ωχρός από ψυχική ταραχή ή σωματική αδυναμία
β) «παίρνω χρώμα»
i) συνέρχομαι
ii) (για φαγητά και γλυκά) αρχίζω να ψήνομαι
iii) μαυρίζω μετά από έκθεση στον ήλιο
μσν.
στον πληθ. τὰ χρώματα
(στο Βυζ.) οι φατρίες τών Πράσινων και τών Βένετων στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης
αρχ.
1. το δέρμα, η επιδερμίδα
2. χρωστική ρίζα φυτού της Συρίας
3. η απόχρωση στη λάμψη τών ουράνιων σωμάτων
4. (κατά τον Ησύχ.) «χρῶμα
φρυαγμός, ὁρμή, θράσος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρω- της λ. χρώς «χρώμα» + κατάλ. -μα (πρβλ. δρᾶμα)].