ἐξανίημι

Revision as of 06:53, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

poet. impf.
A ἐξανίεσκον A.R.4.622: fut. ἐξανήσω, also -ήσομαι E.Andr.718: pf. part. Pass. ἐξανειμένος Orib.46.19.20:—send forth, let loose, εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανῐεῖσαι Il.18.471; (ὀδμήν) A.R.l.c.; ἐξανῆκε γᾶ ὄψιν E.Ph.670 (lyr.); κρήνην ἐξανῆκ' οἴνου θεός Id.Ba.707; ἐ. αἷμα make it spout forth, Id.IT1460; (ῥόον) Call.Del.207; ἀρὰς σφῷν ἐξανῆκα I have sent forth curses against you, S.OC1375.
b c. gen., send forth from, τίς σε πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός; Pi.P.4.99; θύρσους ἐξανῑεῖσαι χερῶν E.Ba.762; νάματ' ὄσσων μηκέτ' ἐξανίετε Id.HF 625.
2 let go, Id.IA372; τὴν ἀρετὴν ἐ. relax, slacken, Plu.Cat. Ma.11:—Pass., ἐξανίεμαι to be set free from, πόνων Hp.Nat.Hom.12: abs., Ph. 2.371.
3 loosen, undo, στροφίδας E.Andr.718:—Pass., Plu.2.788b.
4 dilute, Herasap. Gal.13.795:—Pass., pf. part. ἐξανειμένος Orib. l.c.
II intr., slacken, relax, Hp.Nat.Hom.7; ἁνίκ' ἐξανείη.. ἄτα (Herm. for ἐξανίησι) S.Ph.705: c. gen., ὀργῆς ἐξανεὶς κακῆς E. Hipp.900.
2 burst forth from, γῆς, of a river, A.R.4.293: abs., of seed, spring up, Arist.Mir.833b2.

Spanish (DGE)

• Morfología: [jón. pres. ind. contr. 3a sg. ἐξανιεῖ Hp.Nat.Hom.7, impf. iter. ἐξανίεσκον A.R.4.622; aor. ind. 3a sg. ἐξανέηκε(ν) Didyma 159.3.7 (III d.C.), IPatras 37.14 (III/IV d.C.), Gr.Naz.Test.3 (p.161)]
I tr.
1 echar fuera, desprender, exhalar ref. aire, vapores εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι el fuelle Il.18.471, φάρυγγος αἰθέρ' ἐξανεὶς βαρύν E.Cyc.410, ὀδμῇ ... τήν ῥ' ἄσχετον ἐξανίεσκον ... ἐπιρροαὶ Ἠριδανοῖο A.R.l.c.
de líquidos emitir, hacer manar κρήνην ἐξανῆκ' οἴνου θεός E.Ba.707, cf. Didyma l.c., αἷμά τ' ἐξανιέτω E.IT 1460, νάματ' ὄσσων μηκέτ' ἐξανίετε no echéis ya lágrimas de vuestros ojos E.HF 625, ῥόον ὅν τε βάθιστον γαῖα τότ' ἐξανίησιν Call.Del.207, ἐξανέηκεν ἄναξ ... πηγήν Didyma l.c.
de seres vivos, c. o sin gen. hacer salir, hacer brotar τίς ... σε ... πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός; ¿quién te hizo salir de su blanco vientre? Pi.P.4.99, ἐξανῆκε γᾶ πάνοπλον ὄψιν de los hombres armados nacidos de los dientes del dragón, E.Ph.670, σπυροῦ Ἐλευσίνοιο, τὸν ... Δημήτηρ λαγόνων ... ἐξανέηκεν del trigo eleusinio que Deméter hizo brotar de las laderas, IPatras l.c., Ἀαρών, μόσχον ὅτ' ἐξανέηκε μέσου πυρός Gr.Naz.l.c.
gener. arrojar, lanzar θύρσους ἐξανιεῖσαι χερῶν E.Ba.762, c. dat. de pers. Ἀρὰς σφῷν ... ἐξανῆκ' ἐγώ contra vosotros dos he lanzado maldiciones S.OC 1375.
2 dejar marchar libremente ref. pers. βαρβάρους ... καταγελῶντας ἐξανήσει διὰ σέ dejará marchar a unos bárbaros que se ríen por tu causa E.IA 372
en v. pas. ser liberado c. gen. τούτους ... ἐξανεθέντας τῶν πόνων Hp.Nat.Hom.12, abs. ἐδικαίωσα τὴν ἱερὰν χώραν ἐξανίεσθαι determiné que la tierra sagrada fuera liberada tras producir durante seis años, Ph.2.371.
3 en v. med. soltar, aflojar ἱμάντων στροφίδας ἐξανήσομαι E.Andr.718
fig. c. ac. de abstr. relajar, debilitar τὴν ἀρετήν Plu.Cat.Ma.11, en v. pas. ἡ τοῦ φρονεῖν ἕξις ... ὑπ' ἀργίας ἐξανιεμένη la capacidad de raciocinio debilitada por la inactividad Plu.2.788b, fig. ἁπαλῇ κἀξανειμένῃ γλώσσῃ con una lengua blanda y fofa Babr.133.3.
4 farm. suavizar, debilitar, rebajar la fuerza de un medicamento ἐξανιεὶς ὅσον ἐξαρκεῖ ἐλαίῳ ναρδίνῳ μίσγε Gal.12.635, en v. pas. κεφαλικῇ δυνάμει ἐξανειμένῃ τῷ ῥοδίνῳ χρήσθω Orib.46.19.20.
II intr.
1 ceder, cesar, remitir ἁνίκ' ἐξανείη ... ἄτα cuando cedía la ofuscación S.Ph.705, τά τε γὰρ ψύχεα ἐξανιεῖ Hp.Nat.Hom.7
c. gen. abstenerse de, cesar en ὀργῆς δ' ἐξανεὶς κακῆς E.Hipp.900.
2 manar, brotar c. gen. ὑμετέρης γαίης Ἀχελώιος ἐξανίησιν A.R.4.293.

German (Pape)

[Seite 869] (s. ἵημι, 1) heraussenden, hervorsenden, hervorlassen; von Blasebälgen, ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι, Il. 18, 471; τίς σε πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός Pind. P. 4, 99; ἀρὰς σφῷν ἐξανῆκ' ἐγώ, Flüche habe ich gegen euch ausgestoßen, Soph. O. C. 1376; θύρσους ἐξανιεῖσαι χερῶν, aus den Händen schleudernd, Eur. Bacch. 762; κρήνην ἐξανῆκ' οἴνου θεός 707; ῥόον Callim. Del. 207; ὀδμὴν ἐξανίεσκον, aushauchen, Ap. Rh. 4, 622; τὴν ἀρετήν, der Tugend entsagen, Plut. Cat. mai. 11. – Med., auflösen, πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας ἐξανήσομαι Eur. Andr. 718; pass., πόνων, davon befrei't werden, Hippocr. – 2) intr., nachlassen; ἁνίκ' ἐξανείη ἄτα Soph. Phil. 699, ch; ὀργῆς ἐξανεὶς κακῆς, vom Zorn ablassend, Eur. Hipp. 500; – hervorströmen, vom Flusse, γῆς Ap. Rh. 4, 293.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξανήσω, ao. ἐξανῆκα, etc.
I. tr. laisser aller :
1 laisser échapper : ἀϋτμήν IL un souffle ; αἷμα EUR faire jaillir du sang;
2 laisser aller, congédier, acc. laisser impuni ; Pass. être émoussé;
II. intr. se relâcher : ὀργῆς EUR de sa colère.
Étymologie: ἐξ, ἀνίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανίημι: (fut. ἐξανήσω, pf. ἐξανῆκα)
1 выпускать (φῦσαι ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι Hom.);
2 (тж. ἐ. γαστρός Pind.) производить на свет, рождать (τινά и τι Eur.);
3 метать, бросать (θύρσους χερων Eur.);
4 проливать (αἷμα Eur.);
5 изливать, заставлять течь (κρήνην οἴνου Eur.);
6 испускать, произносить (ἀράς τινι Soph.);
7 выпускать из рук, т. е. не быть в состоянии покорить (τοὺς βαρβάρους Eur.);
8 испускать, испарять, выдыхать (βαρεῖαν ἀναθυμίασιν Plut.);
9 ослаблять или отбрасывать прочь (ἀρετήν Plut.);
10 med. ослаблять, отпускать, развязывать (ἱμάντων στροφίδας Eur.); med.-pass. становиться расслабленным, вялым (ἐν τοῖς ὕπνοις ἐξανεῖται τὸ ζῷον Plut.);
11 ослабевать, уменьшаться: ἁνίκ᾽ ἐξανείη δακέθυμος ἄτα Soph. когда успокаивалась мучительная боль; ὀργῆς ἐξανείς Eur. смирив свой гнев;
12 выходить на поверхность (земли), появляться (ὑδάτων ἐπιγενομένων ἐξανίησι ὁ χαλκός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανίημι: Ἰων. παρατατ. ἐξανίεσκον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 622: μέλλ. ἐξανήσω, ὡσαύτως -ήσομαι Εὐρ. Ἀνδρ. 718. Ἐκπέμπω, ἐξάγω, φῦσαι δ’ ἐν χοάνοισιν ἐείκοσι πᾶσαι ἐφύσων, παντοίην εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι Ἰλ. Σ. 471· καὶ τῇδε κρήνην ἐξανῆκ’ οἴνου θεὸς Εὐρ. Βάκχ. 707· ἐπισχέτω ξίφος δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ’ ἐξανιέτω, καὶ ἂς κάμῃ νὰ ἐκρεύσῃ αἷμα, ὁ αὐτὸς Ι. Τ. 1460· τοιάσδ’ ἀρὰς σφῷν... ἐξανῆκ’ ἐγώ, ἐξέπεμψα ἐναντίον ὑμῶν τῶν δύο, Σοφ. Ο. Κ. 1375. β) μετὰ γεν., ἐκπέμπω ἔκ τινος, τίς σε πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός; Πίνδ. Π. 4. 176, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 670· ἐξακοντίζω, θύρσους ἐξανιεῖσαι χερῶν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 762· νάματ’ ὄσσων μηκέτ’ ἐξανίετε ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 625. 2) ἀφίνω τινὰ νὰ πράττῃ ὅ τι ἂν θέλῃ, τοὺς οὐδένας καταγελῶντας ἐξανήσει Εὐρ. Ι. Α. 372· παραχωρῶ, τῶν ἐνδόξων καὶ μεγάλων τὰ τῆς ἀρετῆς πρωτεῖα μὴ ἐξανιέντων (μεθιέντων Κοραῆς) τοῖς ἀσημοτέροις Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 11. - Παθ., ἀπαλλάσσομαι, ἐξανεθέντας τῶν πόνων Ἱππ. π. Φύσ. Ἀνθρ. 230. 14. 3) ὑφίημι, χαλαρώνω, λύω, πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας ἐξανήσομαι Εὐρ. Ἀνδρ. 718, Παθ., Πλούτ. 2. 788Β. ΙΙ. ἀμεταβ., χαλαροῦμαι, χάνω τὴν δύναμίν μου, Λατ. remittere, τά τε γὰρ ψύχεα ἐξανίει Ἱππ. π. Φύσ. Ἀνθρ. 227. 21· ἐνδίδω, μετριάζομαι, κοπάζω, ἁνίκ’ ἐξανείη δακέθυμος ἄτα (οὕτως ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ τοῦ ἐξανίησι τῶν ἀντιγράφων) Σοφ. Φιλ. 705· μετὰ γεν., ὀργῆς ἐξανεὶς κακῆς Εὐρ. Ἱππ. 980. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἀναπιδύω, ἀναβρύζω, ἐκρέω, ὑμετέρης γαίης Ἀχελώιος ἐξανίησιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 293· ἐμφανίζομαι, αὐξάνεται καὶ ἐξανίησι Ἀριστ. π. Θαυμ. 43.

English (Autenrieth)

part. ἐξανιεῖσαι: let go forth, send forth, Il. 18.471†.

English (Slater)

ἐξᾰνίημι bear (of women in labour) τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” (P. 4.99)

Greek Monolingual

ἐξανίημι (Α) ανίημι
1. απορρίπτω, αποβάλλω, στέλνω προς τα έξω («ἄποιν' ἐπισχέτω ξίφος δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ' ἐξανιέτω», Ευρ.)
2. αναδίδω («ὀδμήν ἀξανίεσκον», Απολλ. Ρόδ.)
3. (με γεν.) βγάζω, κάνω κάτι να βγει
4. (ειδ.) (με γεν.) εξακοντίζω («κεῖναι δὲ θύρσους ἐξανιεῖσαι χειρῶν», Ευρ.)
5. ξεστομίζω, λέω
6. χαλαρώνω, λύω («πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας ἐξανήσομαι», Ευρ.)
7. διαλύω
8. ελευθερώνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο
9. παραχωρώ («τὰ τῆς ἀρετῆς πρωτεῖα μὴ ἐξανιέντων τοῖς ἀσημοτέροις», Πλούτ.)
10. ενδίδω, υποχωρώ («ἐξανείη δακέθυμος ἄτα», Σοφ.)
11. (αμτβ.) (για ποταμό) αναβλύζω, εκρέω
12. γεν. βγαίνω στην επιφάνεια, προβάλλω, εμφανίζομαι.

Greek Monotonic

ἐξανίημι: μέλ. -ανήσω ή -ήσομαι,
1. στέλνω, εκπέμπω, ξαμολάω, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με γεν., εκπέμπω από, σε Ευρ.
2. παρατάω, στον ίδ.
3. χαλαρώνω, λύνω, στον ίδ.· και αμτβ., χαλαρώνω, μετριάζω, σε Σοφ.· με γεν., ὀργῆς ἐξανείς, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -ανήσω or -ήσομαι
1. to send forth, let loose, Il., Soph.:—c. gen. to send forth from, Eur.
2. to let go, Eur.
3. to slacken, undo, Eur.:—and intr. to slacken, relax, Soph.; c. gen., ὀργῆς ἐξανείς Eur.