κακός

Revision as of 14:32, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A bad:    I of persons,    1 of appearance, ugly, εἶδος μὲν ἔην κακός Il.10.316, cf. Paus.8.49.3.    2 of birth, ill-born, mean, γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων... ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν Od.4.64; Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον . . ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσι 6.189; οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν 22.415; οὐδ' ἐὰν . . φανῶ τρίδουλος, ἐκφανῇ κακή S.OT1063; κακός τ' ὢν κἀκ κακῶν ib.1397.    3 of courage, craven, base, Il.2.365, 6.489; κακοῦ τρέπεται Χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ (called δειλὸς ἀνήρ in the line above) 13.279; Ἕκτωρ σε κ. καὶ ἀνάλκιδα φήσει 8.153, cf. Od.3.375; κ. καὶ ἀνήνορα 10.301; οἵτινες . . ἐγένοντο ἄνδρες κ. ἢ ἀγαθοὶ ἐν τῇ ναυμαχίῃ Hdt.6.14; κ. καὶ ἄθυμος Id.7.11; οὐδαμῶν κακίονες ib.104; κακοὺς πρὸς αἰχμήν S.Ph.1306; κακή τ' ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν E.Med.264; οὐδενὶ ἐπιτρέψοντας κακῷ εἶναι X.An.3.2.31.    4 bad of his kind, i. e. worthless, sorry, unskilled, ἡνίοχοι Il. 17.487; [τοξότης] ἢ κ. ἢ ἀγαθός ib.632; νομῆες Od.17.246; κ. ἀλήτης a bad beggar, ib.578; ἰατρός A.Pr.473; κυβερνήτης, ναύτης, E.Supp. 880, Andr.457; μάγειρος Pl.Phdr.265e: c. acc. modi, πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι I am not bad in all things, Od.8.214; κ. γνώμην S.Ph.910: also c. dat., κακοὶ γνώμαισι Id.Aj.964: c. inf., κ. μανθάνειν Id.OT545; [νῆσος] φυτεύεσθαι κακή Trag.Adesp.393; cf. 11.    5 in moral sense, base, evil, Od.11.384, Hes.Op.240; opp. Χρηστός, S.Ant.520; ὦ κακῶν κάκιστε Id.OT334, Ph.984; πλεῖστον κάκιστος Id.OC744; κ. πρός τινας Th.1.86; εἰς φίλους E.Or.424 codd.; περὶ τὰ Χρήματα Pl.Clit. 407c.    6 wretched, Herod.3.42.    II of things, evil, pernicious, freq. in Hom., etc., as δαίμων, θάνατος, μοῖρα, αἶσα, κῆρες, νοῦσος, ἕλκος, φάρμακα, ὀδύναι, Od.10.64, Il.3.173, 13.602, 1.418, Od.2.316, Il.1.10, 2.723, 22.94, 5.766; Χόλος, ἔρις, Il.16.206, Od.3.161; πόλεμος, ἔπος, ἔργα, Il.4.82, 24.767, Od.2.67, al.; ἦμαρ, ἄνεμος, Il.9.251, Od.5.109; of omens and the like, unlucky, ὄρνις, ὄναρ, σῆμα, Il.24.219, 10.496, 22.30: also in Trag., κ. τύχη, δαίμων, μόρος, S.Tr.328, A.Pers.354, 369, etc.; of words, abusive, foul, κ. λόγοι S.Ant.259, cf. Tr.461; κ. ποιμήν, i.e. the storm, A.Ag.657: Astrol., unlucky, τόποι Heph.Astr.1.12; κ. τύχη, name for the sixth region, Paul.Al.M.1.    B κακόν, τό, and κακά, τά, as Subst., evil, ill, δίδου δ' ἀγαθόν τε κακόν τε Od.8.63; ἀθάνατον κακόν 12.118; ἐκ μεγάλων κακῶν πεφευγέναι Hdt.1.65; so κ. ἄμαχον, ἄπρηκτα, Pi.P.2.76, I.8(7).8; ἔκπαγλον, ἄφερτον, ἀμήχανον, etc., A.Ag.862, 1102, E.Med.447, etc.; κακὸν ἥκει τινί there's trouble in store for some one, Ar.Ra.552; δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν the least of two evils, S.OT640, cf. OC496; κακῶν Ἰλιάς, v. Ἰλιάς; κακόν τι ῥέξαι τινά to do harm or ill to any one, Il.2.195, etc.; πολλὰ κάκ' ἀνθρώποισιν ἐώργει Od.14.289; κακὰ φέρειν, τεύχειν τινί, Il.2.304, Hes.Op.265; κακόν τι (or κακὰ) ποιεῖν τινα (v. δράω, ποιέω, ἐργάζομαι) ; κακὸν πάσχειν ὑπό τινος to suffer evil from one, Th.8.48, etc.: in Trag. freq. repeated, κακὰ κακῶν, = τὰ κάκιστα, S.OC1238 (lyr.); εἴ τι πρεσβύτερον ἔτι κακοῦ κακόν Id.OT1365 (lyr.); δεινὰ πρὸς κακοῖς κακά Id.OC595, cf. Ant.1281; δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς A.Pers. 1041 (lyr.).    2 κακά, τά, evil words, reproaches, πολλά τε καὶ κακὰ λέγειν Hdt.8.61, cf.A.Th.571, S.Aj.1244,Ph.382, etc.    3 Philos., κακόν, τό, Evil, Stoic.3.18, al., Plot.1.8.1, al.    4 of a person, pest, nuisance, τουτὶ παρέξει τὸ κ. ἡμῖν πράγματα Ar.Av.931; also, comically, ὅσον συνείλεκται κακὸν ὀρνέων what a devil of a lot of birds, ib.294.    C degrees of Comparison:    1 regul. Comp. in Ep., κακώτερος Od.6.275, 15.343, Theoc.27.22, A.R.3.421, etc.: also in late Prose, Alciphr.3.62: irreg. κακίων, ον [with ῐ], Od.2.277, Thgn.262, etc., with ῑ in Trag., exc. E.Fr.546 (anap.); κακῑότερος AP12.7 (Strato).    2 Sup. κάκιστος Hom., etc.--Cf. also Χείρων, Χείριστος, and ἥσσων, ἥκιστος.    D Adv. κακῶς ill, ἢ εὖ ἦε κακῶς Il.2.253, etc.; κακῶς ποιεῖν τινα to treat one ill; κακῶς ποιεῖν τι to hurt, damage a thing; κακῶς ποιεῖν τινά τι to do one any evil or harm; κ. πράσσειν to fare ill, A.Pr.266, etc.; κάκιον ἢ πρότερον πράττειν And.4.11; κ. ἔχειν Ar.Ra.58, etc.; of illness, Ev.Matt.4.24; rarely κακῶς πάσχειν A.Pr.759, 1041 (anap.); Χρῆν Κανδαύλῃ γενέσθαι κ. Hdt.1.8; κ. ὄλοισθε S.Ph.1035, etc.; with play on two senses, ὡς κ. ἔχει ἅπας ἰατρός, ἂν κ. μηδεὶς ἔχῃ Philem.Jun.2; κ. ἐρεῖν τινά, λέγειν τὴν πόλιν, Mimn.7.4, Ar.Ach.503; κ. εἰδότες, = ἀγνοοῦντες, X.Cyr.2.3.13, Isoc.8.32, cf. Hyp.Eux.33; κακῶς ἐκπέφευγα I have barely escaped, D.21.126: Comp. κάκιον Hdt.1.109, S.OT428, And.l.c., Pl.Mx.236a, etc.: Sup. κάκιστα Ar. Ra.1456, Pax2, Pl.R.420b, etc.    2 Adv. and Adj. freq. coupled in Trag., Att., etc., κακὸν κακῶς νιν . . ἐκτρῖψαι βίον S.OT248; κακὸς κακῶς ταφήσῃ E.Tr.446 (troch.); ἀπό σ' ὀλῶ κακὸν κακῶς Ar.Pl.65, cf. Eq.189, 190, D.32.6, Procop.Pers.1.24; κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς Ev.Matt.21.41; κακοὺς κάκιστα S.Aj.839; in reversed order, ὥσπερ ἀξία κακῶς κακὴ θανεῖται E.Tr.1055; with intervening words, κακῶς . . ἀπόλλυσθαι κακούς S.Ph.1369, cf. E.Cyc.268, Ar.Eq.2. (Perh. cogn. with Avest. kasu-, Comp. kasyah-, Sup. kasišta- 'small', Lith. nukašëti 'grow feeble, thin', Germ. hager.)

German (Pape)

[Seite 1302] ή, όν, schlecht, im Allgem. Ggstz zu ἀγαθός, was zu vergleichen; – 1) von Zuständen lebendiger Wesen und lebloser Dinge, schlecht in seiner Art, untauglich, nicht so, wie es seiner Natur od. Bestimmung nach sein könnte oder sollte, κακὰ εἵματα, Hom., von Personen = untüchtig zu einem Geschäft, nichtsnutzig, νομῆες Od. 17, 246; κακὸς δ' αἰδοῖος ἀλήτης, der verschämte Bettler versteht sein Gewerbe schlecht, ist ein schlechter Landstreicher, 17, 578; so ἰατρός Aesch. Prom. 471, ποιμήν Ag. 643; ναύτης, κυβερνήτης, Eur. Andr. 458 Suppl. 880; μάγειρος Plat. Phaedr. 265 e; nähere Bestimmungen werden im acc. hinzugesetzt, πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι, μετ' ἀνδράσιν ὅσσοι ἄεθλοι Od. 8, 214; εἰ μὴ 'γὼ κακὸς γνώμην ἔφυν, d. i. wenn ich richtig urtheile, Soph. Phil. 898; κακοὺς πᾶσαν κακίαν Plat. Rep. VI, 490 d; auch dat., κακοὶ γνώμαισιν Soph. Ai. 493, unverständige; mit Präposit., κακὸς περὶ τὰ χρήματα Plat. Clitoph. 407 b; κακὸς εἰς φίλους Eur. Or. 424 Med. 84, wofür Or. 738 φίλοις steht; mit dem inf., κακὸς μανθάνειν Soph. O. R. 545; κακὸς μένειν δόρυ Eur. Heracl. 744; ὑπουργεῖν, untüchtig zu dienen, Ar. Pax 422. – Bes. a) von Männern u. Kriegern = verzagt, muthlos, untauglich zum Kriege, feig, Il. 13, 279, Ggstz ἀγαθός, ibd. 284, wie ἐσθλός, 2, 365 u. öfter; καὶ ἄναλκις 8, 153 Od. 3, 375; κακὸς πρὸς αἰχμήν Soph. Phil. 1290; κακὸς καὶ ἄθυμος Her. 7, 11, vgl. 104. 8, 68; καὶ δειλός Plat. Menex. 246 e; οἱ δειλοὶ καὶ ἄφρονες κακοί Gorg. 498 c; Xen. An. 1, 9, 15 u. öfter; οὐδ' ἑνὶ ἐπιτρέψονται κακῷ εἶναι 3, 2, 31, seine Schuldigkeit im Kriege nicht zu thun. – b) von schlechter Herkunft od. Geburt, niedrig, gemein, arm (vgl. den Ggstz ἀγαθός); so Od. 6, 187 ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ' ἄφρονι φωτὶ ἔοικας, Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον; 4, 64 ἀνδρῶν γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων· ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν; Soph. οὐδ' ἐὰν τρίτης ἐγὼ μητρὸς φανῶ τρίδουλος, ἐκφανεῖ κακή O. R. 1063, du wirst doch nicht gering, aus niederm Stande erscheinen. So auch von Kleidern, κακὰ εἵματα, ärmliche Kleider, Od. 11, 190 u. öfter. – c) von dem Aeußern, häßlich; εἶδος μὲν ἔην κακός, ἀλλὰ ποδώκης Il. 10, 316, wo Eust. δύσμορφος erkl., nach der Ansicht der alten Griechen, welche vornehme Geburt, körperliche Wohlgestalt u. kriegerischen Muth als nothwendig vereinigt betrachten; Paus. 8, 49, 3 τὸ δὲ εἶδος ἦν τοῦ προσώπου κακός. – d) daran reiht sich dann die in der weitern Entwickelung der Begriffe immer herrschender werdende Bdtg des sittlich Schlechten, Bösen, bes. niederträchtig, nichtswürdig u. boshaft; einzeln schon bei Hom., ἐν νόστῳ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός Od. 11, 383; πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγ' ὄνειαρ Hes. O. 344; Ggstz ὁ χρηστός, Soph. Ant. 516 u. gew. in Prosa; κακὸς πρός τινα, schlecht gesinnt gegen, Thuc. 1, 86. – 2) von Sachen, unglücklich, schlimm, verderblich, was den Menschen Unglück bringt. So geläufig bei Hom. μοῖρα, αἶσα, κῆρες, μόρος, οἶτος, πῆμα, κήδεα, θάνατος, νόσος, ἕλκος u. ä.; auch χόλος, ἔρις u. ä., πόλεμος, κυδοιμός, πόνος, φύζα, auch ἄνεμος, θύελλα. So auch Tragg., κακὸς δαίμων Aesch. Pers. 346, μόρος 361, ἄλγη 831, τύχη, böses Geschick, Unglück, Ag. 1203; Soph. Ai. 316 u. öfter; ἄτη 123; von üblem Ruf, δόξα, Eur. Herc. Fur. 292; φάτις, φήμη, Soph. Ai. 186 Eur. Hel. 621; λόγοι, Schmähreden, Soph. Ant. 259; ῥήματα Ai. 239; ἔπη 1302; anders ἄγγελος κακῶν ἐπῶν Ant. 274; vgl. Il. 17, 701 κακὸν ἔπος ἀγγελέοντα, üble Botschaft bringend; von übler Vorbedeutung, ὄρνις Eur. Hel. 1057; ὁδὸς δύσποτμος καὶ κακή Soph. O. C. 1435; Odyss. 20, 87 αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ὀνείρατ' ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων, unselige Träume; τάδε γ' ὧδε θεοὶ κακὰ τεκμήραντο Iliad. 6, 349. – Substantivisch, τὸ κακόν, Uebel, Unglück, Verderben, bei Hom. oft, δίδου δ' ἀγαθόν τε κακόν τε Od. 8, 63, μέγα γὰρ κακὸν ἐγγύθεν ἦεν 9, 423, ἀθάνατον κακόν 12, 118, μὴ πού τι κακὸν πάσχωσιν ὀπίσσω Od. 2, 179, κακὰ πολλὰ μογήσας u. ä., wohin auch κακὰ μήδεσθαί τινι, μητιάαν, ῥάπτειν gehören, wie die bei den Attikern so geläufigen Vrbdgn κακὸν ποιεῖν, ἐργάζεσθαί τινα u. ä., Einem Böses anthun, die alle bei den Verbis angeführt sind; ἄμαχον κακόν Pind. P. 2, 76; ἦρξε τοῦ παντὸς κακοῦ Aesch. Pers. 427; ἄφερτον κακόν Ag. 1073; ἀτηρόν, ἀμήχανον, Eur. Med. 447 Andr. 353; οὐδ' εἴκεις κακοῖς, du weichst nicht dem Unglück, Aesch. Prom. 320; ἀναφυγαὶ κακῶν Ch. 931; ἀναρχίας μεῖζον οὐκ ἔστιν κακόν Soph. Ant. 668; εἰς κακὸν τοὺς φίλους ἄγειν 434; in Prosa, ἐκ κακῶν μεγάλων πεφευγότες Her. 1, 65, vgl. 3, 53; Thuc. 5, 65; ὑπὸ τοῦ κακοῦ νικώμενοι 2, 51; Pol. 5, 11, 1; ὁ τὰ κακὰ ἔχων, der Unglückliche, Plat. Legg. V, 731 d; ἀπαλλαγὴ εἴη κακῶν Rep. X, 610 d; bei Plat. auch im sittlichen Sinne das Böse, Laster, Bosheit; τὰ κακά, Feigheit, Xen. An. 3, 1, 25. – Adv. κακῶς, von Hom. an in denselben Verbdgn wie das adj., Ggstz εὖ, z. B. ἢ εὖ ἠὲ κακῶς νοστήσομεν, unglücklich, Il. 2, 253; κακῶς πράσσειν, Tragg. u. in Prosa, in übler Lage sein, Unglück haben, s. πράσσω; κακῶς κακῶς Ag. 901 Soph. El. 337; κακῶς δρᾶν, ποιεῖν τινα, Einen schlecht behandeln, mißhandeln, kränken, Tragg. u. in Prosa, κακῶς ποιεῖν τι, beschädigen, verletzen, verderben, κακῶς λέγειν τινά, s. die Verba; κακῶς ζῆν, Plat. Gorg. 512 b, u. sonst in Prosa. – Comparat. κακώτερος, Hom., z. B. πλαγκτοσύνης δ' οὐκ ἔστι κακώτερον ἄλλο βροτοῖσιν, es giebt kein größeres Unglück für die Menschen, Od. 15, 342, u. einzeln bei sp. D., ἄνδρ' ἀγαθὸν γεγαῶτα κακωτέρῳ ἀνέρι εἶξαι Ap. Rh. 3, 421; Theocr. 27, 21; in Prosa erst spät, wie Alciphr. 3, 62. – Gew. compar. κακίων, κάκιον, u. superl. κάκιστος, schon Hom., εἰ κακίων σέθεν ἔλθοι Od. 14, 56; κάκιστ' ἀνδρῶν Soph. Phil. 962, μόρος κάκιστος Ant. 485, u. sonst bei den Tragg., wie in Prosa, ὅστις ἐμοῦ κάκιον ἐπαιδεύθη Plat. Menex. 236 a, τὸν ἄριστον καὶ τὸν κάκιστον ἄνδρα Rep. VIII, 544 a; – κακιότερος hat Strat. 6 (XII, 7) gebildet. – Der Bdtg nach wird auch χείρων, χείριστος u. ἥσσων, ἥκιστος als compar. u. superl. zu κακός gebraucht, die man vgl. – Zu bemerken ist noch die häufige Verbindung des adj. u. adv., κακὸν κακῶς νιν ἐκτρῖψαι βίον Soph. O. R. 248, κακοὺς κακῶς φθείρειαν Ai. 1370, vgl. Eur. Cycl. 268 Ar. Equ. 2. 189. 190; ἀπό σ' ὀλῶ κακὸν κακῶς Plut. 65, vgl. 418. 879. – In den Zusammensetzungen bezeichnet es zuweilen einen Fehler in dem Zuviel einer Eigenschaft, so daß es für ἄγαν zu stehen scheint, gew. aber stimmt es in der Bdtg mit δυς-überein u. drückt das Schlechte, Ueble, Unglückliche aus; oft deutet es auch nur an, daß die Sache in zu geringem Maaße vorhanden sei.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mauvais :
I. en parl. des qualités matérielles ou de l’intelligence :
1 laid : εἶδος IL aspect difforme;
2 sordide : εἷμα OD vêtement malpropre, en mauvais état;
3 qui n’a pas les qualités propres à telle ou telle chose, défectueux : κακὸς ἡνίοχος IL mauvais cocher ; κακὸς ἰατρός ESCHL médecin inhabile, mauvais médecin ; κακὸς γνώμην SOPH faible d’esprit, irrésolu ; avec εἰς et l’acc. ou un inf. inhabile à;
4 lâche ; τινι infidèle à qqn;
5 de basse origine;
II. au mor. méchant : οἱ κακοί, les méchants ; ὦ κάκιστε SOPH scélérat ! κακοὶ πρός τινα THC malveillant pour qqn ; funeste : κακὴ τύχη SOPH sort malheureux ; κακοὶ λόγοι SOPH paroles mauvaises, malveillantes ; πολλά τε καὶ κακὰ λέγειν HDT faire beaucoup de reproches;
-- subst. τὸ κακόν, mal, malheur : κακὸν ἔρδειν ou ῥέζειν τινά ou τινί, κακόν τι ποιεῖν τινα ATT faire du mal à qqn ; κακὰ φέρειν τινί IL causer du mal à qqn ; κακὸν πάσχειν ὑπό τινος ATT souffrir du mal de qqn ; κακὰ κακῶν SOPH les derniers des maux ; δεινὰ πρὸς κακοῖς κακά SOPH maux sur maux;
Cp. poét. κακώτερος, d’ord. κακίων ; Sp. κάκιστος ; on emploie également pour Cp. χείρων ou ἥσσων, et pour Sp. χείριστος ou ἥκιστος.
Étymologie: DELG pas d’étym. établie -- Babiniotis pê mot expressif lié au langage enfantin (caca).

English (Autenrieth)

comp. κακώτερος, κακίων, sup. κάκιστος: bad, opp. ἀγαθός, ἐσθλός. The variety of applications is as great as that of the opp. words, hencecowardly,’ ‘ugly,’ ‘poor,’ ‘vile,’ ‘sorry,’ ‘useless,’ ‘destructive,’ ‘miserable,’ ‘unlucky,’ ‘ill-boding,’ etc. Not often of persons morally bad, Od. 11.384. As subst., κακόν, κακά, evil, pest, ills of all sorts, Il. 5.831, Od. 12.118, Od. 11.482.— Adv., κακῶς.

English (Slater)

κᾰκός (-όν; -άν; -όν nom., acc., -ῶν, -ά.)
   a adj.,
   I wicked, slanderous ὀρφα- νίζει μὲν κακὰν γλῶσσαν φαεννᾶς ὀπός (P. 4.283)
   II cowardly γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [μαξρ; χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (sc. κρέσσον, simm.) fr. 169. 17.
   b n. pro subs.,
   I s., ill, evil, plague ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες (P. 2.76) ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν (P. 3.35) “μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” (v. l. -άσῃς) (P. 4.155) οὔτις ἑκὼν κακὸν εὕρετο wickedness fr. 226.
   II pl., sorrows παυσάμενοι δ' ἀπράκτων κακῶν (I. 8.7)
   c n. pl. pro adv. τέτρασι δ' ἔμπετες ὑψόθεν σωμάτεσσι κακὰ φρονέων malevolent of a wrestler (P. 8.82)