κράζω
English (LSJ)
not common in pres., Ar.Eq.287, Arist.HA609b24, Po.1458 b31, Thphr.Sign.52, POxy.717 (i B. C.), etc.: fut.
A κεκράξομαι Eup.1, Ar. Eq.285,487, Ra.258, Men.Sam.204, later κράξω AP11.141 (Lucill.), Ev.Luc.19.40: aor. 1 ἔκραξα Thphr.Sign.53, LXX Jd.1.14, AP11.211 (Lucill.); imper. κρᾶξον [ᾱ by nature] Hdn.Gr.2.14; ἐκέκραξα freq. in LXX, Nu. 11.2, al.: aor. 2 ἔκρᾰγον (ἀν-) Antipho 5.44, Ar.Pl.428, etc., ἐκέκραγον LXX Is.6.4 (unless impf. of Κεκράγω): freq. in pf. with pres. sense, κέκρᾱγα (v. infr.) (late κέκρᾰγα AP5.86 (Rufin.)); imper. κέκραχθι Ar.Ach.335, V.198, Men.Sam.235; pl.κεκράγετε Ar.V.415: plpf. ἐκεκράγειν Id.Eq.674, X.Cyr.1.3.10:—post-Hom., croak, of the raven, S.Fr.208, Thphr.l.c.; of frogs, κεκραξόμεσθα Ar.Ra. l. c., cf. 265: generally, scream, shriek, cry, σὺ δ' αὖ κέκραγας A.Pr.743; παιδίον κεκραγός Men.Sam.11, 24; bawl, shout, κεκραγὼς καὶ βοῶν Ar.Pl. 722, cf. D.18.132; κεκραγέναι πρός τινα to call to... Ar.Ra.982; κραγὸν κεκράξεται Id.Eq.487 (cf. κραγός): c. acc. cogn., μέλος κέκραγα A.Fr. 281.5; ποίου (sc. περὶ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ' ὑπέρφρονα; S.Aj. 1236:—rare in early Prose, X. l. c., D.l.c., cf. POxy.717.1 (i B. C.), etc.; ἐκεκράγει ὅτι . . Plb. ap. Ath.6.274f; κεκράγασιν ὡς . . Phld.Rh.1.108 S.: c. acc. et inf., ib.2.98 S. 2 c. acc. rei, call, clamour for, ἐμβάδας Ar.V.103.
Greek (Liddell-Scott)
κράζω: (ἴδε κατωτ.): μέλλ. κεκράξομαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 2, Ἀριστοφ. Ἱππ. 285, 487, Βάτρ. 258· μετέπειτα κράξω Ἀνθ. Π. 11. 141, Καιν. Διαθ.· ἀόρ. ἔκραξα Θεοφρ. π. Σημ. 4. 3, Ἀνθ. Π. 11. 211, Ἑβδ., κτλ., ὡσαύτως ἐκέκραξα Ἑβδ.: ἀόρ. βϳ, ἔκρᾱγον (ἀν-, ἐν-) Ἀντιφῶν 134. 29, Ἀριστοφ. Πλ. 428, κτλ.· ἐκέκρᾰγον Ἑβδ.· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. μετὰ σημασίας ἐνεστ. (διότι ὁ ἐνεστὼς εἶναι λίαν σπάνιος, ἂν καὶ εὑρίσκεται ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 287, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23, Ποιητ. 22, 13), κέκρᾱγα, προστακτ. κέκραχθι Ἀριστοφ. Ἀχ. 335, Σφ. 198, πληθ. κεκράγετε αὐτόθι 415· ὑπερσ. ἐκεκράγειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 674, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑΓ παράγονται ὡσαύτως αἱ λ. κραυγή, κραυγάζω, ὀνοματοπ. ὡς τὸ κρώζω· πρβλ. Σανσκρ. kruś, krôc-as (κραυγή)· Λατ. croc-ito· Γοτθ. hruk-jan (φωνεῖν, Ἀγγλ. to crow)· Ἀγγλ. croak, κτλ.) Ἀντὶ τοῦ κέκρᾱγε, ἔχομεν κέκρᾰγε ἐν Ἀνθ. Π. 5. 87· ἀνεκεκρᾰγει Νικήτ. Εὐγ. 6. 29. Ρῆμα ἀπαντῶν μεθ’ Ὅμηρον, κρώζω, ἐπὶ τοῦ κόρακος, (πρβλ. κρώζω)· Θεόφρ. ἔνθ. ἀνωτ.· ἐπὶ βατράχων, κεκραξόμεσθα Ἀριστοφ. Βάτρ. 258, πρβλ. 265· καθόλου κραυγάζω, φωνάζω δυνατὰ ἢ ὀξέως, σὺ δ’ αὖ κέκραγας Αἰσχύλ. Πρ. 765· κεκραγὼς καὶ βοῶν Ἀριστοφ. Πλ. 722· κέκραγε πρὸς τοὺς οἰκέτας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 982· κέκραχθι Ἀχ. 335, Σφ. 198· μὴ κεκράγετε αὐτόθι 415· κραγὸν κεκράξεται, θὰ φωνάξῃ δυνατά, ὁ αὐτ. Ἱππ. 487 (εἶναι δὲ τὸ κραγὸν ἀόρ. βϳ ἐν χρήσει ἐπιρρηματικῶς, πρβλ. κλαγγόν)· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., μέλος κέκραγα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· ποίου (δηλ. περὶ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ’ ὑπέρφρονα; Σοφ. Αἴ. 1236· ― σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., βοῶν... καὶ κεκραγώς, ὡς δεινὰ ποιῶ Δημ. 271. 11. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., κραυγάζω, ἐγείρω κραυγὰς περί τινος πράγματος, Ἀριστοφ. Σφ. 103. κρᾰϳζω..
French (Bailly abrégé)
f. κεκράξομαι, ao.2 ἔκραγον. rar. ao. ἔκραξα, pf. au sens du prés. κέκραγα;
1 pousser un cri rauque ou guttural;
2 crier fortement, vociférer, faire du vacarme : κρ. ὑπέρφρονα SOPH lancer avec force des paroles hautaines ; κεκραγὼς ὡς DÉM ayant jeté les hauts cris, disant que, etc.
Étymologie: R. Κραγ, crier.
Spanish
English (Strong)
a primary verb; properly, to "croak" (as a raven) or scream, i.e. (genitive case) to call aloud (shriek, exclaim, intreat): cry (out).
English (Thayer)
(with a long; hence participle κρᾶζον, L T Tr WH (where R G κρᾶζον); cf. Buttmann, 61 (53))); imperfect ἔκραζον; future κεκράξομαι (R G L Tr marginal reading), and κραξω (ibid. T WH Tr text), the former being more common in Greek writings and used by the Sept. (cf. ανα(κράξομαι, Alex.; cf. Winer s Grammar, 279 (262); especially Buttmann, as below)); 1st aorist ἔκραξα (once viz. T Tr WH ἐκέκραξα, a reduplicated form frequent in the Sept. (e. g. Veitch, under the word); more common in native Greek writings Isaiah 2nd aorist ἐκραγον (" the simple ἐκραγον seems not to occur in good Attic" (Veitch, under the word))); perfect κέκραγα, with present force (Winer's Grammar, 274 (258)) (Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 223; Buttmann, 61 (53); Kühner, i., p. 851; (especially Veitch, under the word); the Sept. for זָעַק, צָעַק, קָרָא, שִׁוּעַ; (from Aeschylus down);
1. properly, (onomatopoetic) to croak (German krächzen), of the cry of the raven (Theophrastus); hence universally, to cry out, cry aloud, vociferate: particularly of inarticulate cries, T WH omit; Tr brackets κράξας); ἀπό τοῦ φοβοῦ, φωνή μεγάλη added, T Tr WH φωνῆσαν); ὄπισθεν τίνος, to cry after one, follow him up with outcries, זָעַק and צָעַק (to cry or pray for vengeance, to cry i. e. call out aloud, speak with a loud voice (German laut rufen): τί, R G; φωνή μεγάλη followed by direct disc, ἐν φωνή μεγάλη, κράζω λέγων, to cry out saying, etc., R G ἐκραύγασεν)); T Tr WH omit; L brackets λέγοντες); L T Tr WH ἐκραύγασαν); κράζω φωνή μεγάλη λέγων, T WH brackets add ἐν); κράξας ἔλεγε, κράζειν καί λέγειν, R G Tr text WH; κέκραγε and ἔκραξε λέγων, followed by direct discourse, ἔκραξε διδάσκων καί λέγων, ἔκραξεν καί εἶπεν, πρός κύριον, πρός τόν Θεόν added, Alex.); τίνι, to cry or call to: ἕτερος πρός ἕτερον, ἀνακράζω. Synonym: see βοάω, at the end.)