εὐπορέω

English (LSJ)

fut. εὐπορήσω: aor. εὐπόρησα: pf.
A εὐπόρηκα Diph.43.19, etc., ηὐπόρηκα Pl.Hp.Ma.297e, Plu.2.403f:—prosper, thrive, εὐποροῦσι γὰρ οἱ ὀλίγοι are wealthy, Arist.Pol.1280a4, cf. SIG344.116 (Teos, iv B.C.); εὐ. ἀπὸ τῶν πονηροτάτων X.Mem.2.7.4; οἱ εὐποροῦντες Amphis 15.6; of things, ὅθενπόλεμος εὐπορεῖ = from which sources war is successfully maintained, Th.6.34.
b c. gen. rei, have plenty of, abound in, χρημάτων Lys.19.25, Antiph.228.2; σίτων X.HG1.6.19; ῥημάτων, ὀνομάτων, λόγων, Pl.Ion536c, Sph.267d, Smp.209b; ἐφοδίων Plu.Them. 10; εὐπορέω ἵππων gain possession of... X.HG1.1.10; εὐπορέω τῆς ἀληθείας attain truth, Arist.Metaph.996a16; also εὐπορέω ἔν τινι Antipho 5.66; τοῖς ἀναγκαίοις Plb.1.17.2.
2 find a way, find means, abs., ὡς ἕκαστοι ηὐπόρησαν Th.6.44, cf.Pl.Grg. 478a: c. inf., to be able to do, ἐπιχειρεῖν Arist. Top.102a13 (also τοῦ πολλὰ λέγειν Pl.Phdr.235a); also εὐπορῶ ὅ τι λέγω I have plenty to say, Id.Ion532c: c. part., Id.Lg.634b; τοῦτο εὐπορέω to be provided with an answer on this point, Id.Euthd.279a; οὐκ εὐπορέω ὅπῃnot to know how to do, Id.Smp.219e; μᾶλλον εὐπορέω πρὸς τὴν γνῶσιν Arist.PA644b28.
II c.acc.rei, supply or furnish, τἀργύριον Is.7.8; δέκα μνᾶς τινι D.33.7; procure, ἄλλοθεν χρήματα Id.40.36; ὅθεν σιτοπομπίας εὐπόρησε τοῖς στρατιώταις Id.23.155; bring forward, ἀποδείξεις D.S.2.31; find available, μὴ εὐπορήσας πλοῖον (leg. πλοίων) POxy. 1068.3 (iii A. D.):—hence in Pass., = intr. Act., have plenty of, abound in, τινος Arist.Oec.1347b4; μαθητῶν Act.Ap.11.29; τινι Plb.5.43.8; obtain the use of, πλοίου PFlor.367.8 (iii A. D.): abs., οἱ εὐπορούμενοι SIG495.66 (Olbia, iii B. C.), cf. Luc.Bis Acc.27, PMag.Par.1.3125:—εὐπορηθέν in strict pass. sense, being furnished, Ps.-Plu.Vit.Hom. 210.
III as Philos. term, opp. ἀπορέω, have one's doubts resolved, gain clear knowledge, Pl.Men.80c, Arist.Metaph.995a27; εὐ. περί τινος Id.de An.403b21.

French (Bailly abrégé)

εὐπορῶ :
f. εὐπορήσω, ao. εὐπόρησα, pf. εὐπόρηκα ou ηὐπόρηκα;
I. intr. 1 n'avoir aucun embarras, être dans l'abondance, abonder en ressources, abonder : σίτων XÉN en provisions de bouche;
2 avoir le moyen de, être en état de, pouvoir : οὐκ εὐπ. ὅπη ne pas savoir comment (faire);
3 avec un gén. parvenir à, atteindre, obtenir, acquérir : ἵππων XÉN se procurer des chevaux ; abs. prospérer, réussir;
II. tr. procurer, fournir : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: εὔπορος.

German (Pape)

1 ein εὔπορος sein, hinreichenden Vorrat haben, reich sein woran; c. gen., σχημάτων καὶ ῥημάτων εὐποροῦσι Plat. Ion 536c; λόγων Tim. 26c; χρημάτων Antiphan. bei Ath. I.3 t; σίτων Xen. Hell. 1.6.19; ἀργυρίου Arist. Oec. 2.20; Sp., ἐφοδίων Plut. Themist. 11; – c. acc., τροφήν Hippocr.; λόγους Themist.; – selten mit dem dat., Pol. 1.17.2; – absolut, Thuc. öfter, z.B. χρυσὸν καὶ ἄργυρον πλεῖστον κέκτηνται, ὅθεν ὅ τε πόλεμος καὶ τἄλλα εὐπορεῖ 6.34; Plat. und A.; τοὺς μὲν εὐπορεῖν, τοὺς δὲ ἀπόρους εἶναι Xen. – Übh. vermögend, im Stande sein, Thuc. 6.44; bes. bei Plat.; im Stande sein auf Etwas zu antworten, εὐπορῶ ὅτι λέγω, ich weiß recht gut, was ich sagen soll, Ion 532c; εἰ μὴ οὕτως εὐπορεῖς, ὧδε σκόπει, wenn du so nicht weiter kannst, in Verlegenheit bist, Gorg. 478a; εὐπορῶν πολλὰ λέγειν περὶ τοῦ αὐτοῦ Phaedr. 235a; daherEtwas ausrichten, οὐκ ἂν ἴσως εὐποροίην λέγων Legg. I.634b; Sp.
2 trans., Etwas herbeischaffen; τἀργύριον, Isae. 7.8; μνᾶς τινι Dem. 33.7; σιτοπομπίας τοῖς στρατιώταις 23.155; Sp., εὐμάθειαν τοῖς ἀκούουσιν Luc. conscr. hist. 53; vgl. Lobeck zu Phryn. 595 ff.; auch πιθανὰς ἀποδείξεις, beibringen, DS. 2.31. – Ähnl. absol., ἀπό τινος, sich von Etwas bereichern, Xen. Mem. 2.7.4, wie ἴππων εὐπορήσαντες νυκτὸς ἀπέδρασαν Hell. 1.1.10; vgl. Dem. 40.35.
3 das med. in der Bdtg das act. 1), τοὺς στρατιώτας εὐπορεῖσθαι τῶν ἐπιτηδείων Arist. Oec. 2.23; χρημάτων Pol. 1.66.5; auch ταῖς χορηγίαις, 5.43.8, und sonst einzeln vorkommend; absol., Theop. Ath. VI.275c.

Russian (Dvoretsky)

εὐπορέω: (pf. εὐπόρηκα и ηὐπόρηκα)
1 тж. med. быть богатым, обладать в изобилии (σίτων Xen.; σχημάτων καὶ ῥημάτων Plat.; χρημάτων Lys., Plut.; ἀναγκαίων Plut., но ἀναγκαίοις Polyb.; med.: ἐπιτηδείων Arst.; χρημάτων и χορηγίαις Polyb.): ἀπό τινος εὐ. Xen., Plut. быть богатым благодаря кому(чему)-л.;
2 процветать, преуспевать (χρυσὸς καὶ ἄργυρος …, ὅθεν ὅ τε πόλεμος καὶ τἆλλα εὐπορεῖ Thuc.);
3 редко med. иметь возможность, быть в состоянии, уметь (ποιεῖν τι Arst.): ὡς ἕκαστοι εὐπόρησαν Thuc. и καθὼς ηὐπορεῖτό τις NT кто как (с)мог; εὐπορῶ ὅ τι λέγω Plat. у меня есть (много) что сказать; οὐχ ὅπῃ προσαγαγοίμην αὐτὸν εὐπόρουν Plat. я не знал, как склонить его в свою пользу; οὐκ ἂν ἴσως εὐποροίην Plat. (этого) я, пожалуй, не сумел бы;
4 добывать, находить (ἄλλοθεν χρήματα Dem.): ἵππων εὐπορήσαντες ἀπέδρασαν Xen. раздобыв лошадей, они бежали;
5 доходить, достигать (τῆς ἀληθείας Arst.);
6 получать ясное представление (περί τινος Arst.);
7 (пре)доставлять, давать (ἀργύριον Isae.; δέκα μνᾶς τινι Dem.; ἀποδείξεις Diod.): ἀποδείξεως οὐκ εὐποροῦντα προβλήματα Plut. неразрешимые задачи;
8 вызывать, возбуждать (προσοχὴν καὶ εὐμάθειαν τοῖς ἀκούουσι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπορέω: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. εὐπόρεσα: πρκμ. εὐπόρηκα Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Ε. κτλ., ἀλλ’ ηὐπόρηκα Πλούτ. 2. 403F: Εἶμαι εὔπορος, εὐτυχῶ, εὐημερῶ, εὑρίσκομαι, ἐν καλῇ καταστάσει, οὐκ ἂν ἴσως εὐποροίην, δὲν θὰ ἠδυνάμην ἴσως νὰ ἐπιτύχω, Πλάτ. Νόμ. 634Β· εὐποροῦσι γὰρ οἱ ὀλίγοι, ἔχουσιν εὐπορίαν, εἶναι πλούσιοι, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 8, 7· εὐπ. ἀπὸ τῶν πονηρωτάτων Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 4· οἱ εὐποροῦντες Ἄμφις ἐν «Διθυράμβῳ» 2· ἐπὶ πραγμάτων, ὅθενπόλεμος εὐπορεῖ, ὅθενπόλεμος διατηρεῖται ἐπιτυχῶς, Θουκ. 6. 34. β) μετὰ γεν. πράγματος, ἔχω ἀφθονίαν τινός, ἔχω μέγα πλῆθος ἔκ τινος, εἶμαι πλούσιος εἴς τι, χρημάτων Λυσ. 154. 15, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 4. 2· σίτων Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 19· ῥημάτων, ὀνομάτων, λόγων Πλάτ. Ἴων 536C, Σοφιστ. 267D, Συμπ. 209Β· εὐπ. ἵππων Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 10· εὐπ. τῆς ἀληθείας Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, ἐν τέλει· - ὡσαύτως, εὐπ. ἔν τινι Ἀντιφῶν 137. 12· τινὶ Πολύβ. 1. 17, 2. 2) εὑρίσκω μέθοδον, εὑρίσκω τρόπον, ἀπολ., ὡς ἕκαστοι εὐπόρησαν Θουκ. 6. 44· μετ’ ἀπαρ., ἔχω τὴν δύναμιν, ὡς οὐ πάνυ εὐπορῶν τοῦ πολλά λέγειν περὶ τοῦ αὐτοῦ Πλάτ. Φαῖδρ. 235Α, Ἀριστ. Τοπ. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 478Α· ὡσαύτως, εὐπορῶ ὅ τι λέγω, ἔχω πάμπολλα νὰ εἴπω, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 532C· τοῦτο εὐπορῶ, ἔχω ἐτοίμην ἀπάντησιν εἰς τοῦτο, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 279Α· οὐκ εὐπ. ὅπῃ…, δὲν γνωρίζω τί νὰ πράξω καὶ πῶς, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 219Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, παρέχω, δίδω, χορηγῶ, τἀργύριον Ἰσαῖος 64. 15, πρβλ. Θουκ. 6. 34· δέκα μνᾶς τινι Δημ. 894. 19· προμηθεύω, ἄλλοθεν χρήματα ὁ αὐτ. 1019. 12· ὅθεν σιτοπομπίας εὐπόρησε τοῖς στρατιώταις ὁ αὐτ. 671. 13· προσβάλλω. παρουσιάζω, ἀποδείξεις Διόδ. 2. 31· πρβλ. συνευπορέω καὶ ἴδε Λοβέκ. ἐν Φρυν. 595: - ἐντεῦθεν ἐν τῷ Παθ. = τῷ ἀμεταβ. ἐνεργ., ἔχω ἀφθονίαν τινός, οὐκ εὐπορούμενοι χρημάτων Ἀριστ. Οἰκ, 2. 2, 4· τινι Πολύβ. 5. 43, 8· ἀπολ., οἱ εὐπορούμενοι Συλλ. Ἐπιγρ. 2058, 66, πρβλ. Λουκ. Δὶς Κατηγ. 27· εὐπορηθέν, ἐν αὐστηρῶς Παθ. σημ., χορηγηθέν, Βίος Ὁμ. 210. III. ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἀπορέω, ἔχω τὰς ἀπορίας μου λελυμένας, ἔχω σαφῆ γνῶσιν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 2· εὐπ. περί τινος ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 1. 2, 1, π. Ζ. Μορ. 1. 5, 2.

English (Strong)

from a compound of ἑτοιμάζω and the base of πορεία; (intransitively) to be good for passing through, i.e. (figuratively) have pecuniary means: ability.

English (Thayer)

and (especially in later Greek) middle ἐυπορέομαι, ἐυποροῦμαι: imperfect 3rd person singular ηὐπορεῖτό (R G) and εὐπορέω (L T Tr WH; for references see εὐδοκέω, at the beginning); (εὔπορος, well off); to be well off, have means: A. V. according to his ability). (Leviticus 25:26,28, 49; often in the classics.)

Greek Monotonic

εὐπορέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ εὐπόρησα, παρακ. εὐπόρηκα (εὔπορος
I. 1. ευτυχώ, ευημερώ, ευδοκιμώ, είμαι τυχερός, σε Ξεν. α) ὅθενπόλεμος εὐπορεῖ, από τις οποίες αιτίες ο πόλεμος διατηρείται επιτυχώς, σε Θουκ. β) με γεν. πράγμ., έχω ποικιλία από, έχω απόθεμα, έχω αφθονία, με γεν., σε Ξεν. κ.λπ.
2. βρίσκω τον τρόπο, βρίσκω τα μέσα, σε Θουκ.· με απαρ., έχω τη δύναμη να, είμαι ικανός να, σε Πλάτ.
II. με αιτ. πράγμ., προμηθεύω, παρέχω, χορηγώ, σε Θουκ., Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐπορέω, fut. -ήσω εὔπορος
I. to prosper, thrive, be well off, Xen.; ὅθενπόλεμος εὐπορεῖ from which sources war is successfully maintained, Thuc.
b. c. gen. rei, to have plenty of, to have store of, to abound in a thing, c. gen., Xen., etc.
2. to find a way, find means, Thuc.: c. inf. to be able to do, Plat.
II. c. acc. rei, to supply, furnish, Thuc., Dem., etc.

Chinese

原文音譯:eÙporšw 由-坡雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:好-走 相當於: (מַשֶּׂגֶת‎ / נָשַׂג‎)
字義溯源:有經歷,有才能,豊富,富有,財富力量;由(εὖ / εὖγε)=好)與(πορεύομαι)=走過)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善),而 (πορεία / πορία)出自(πορεύομαι)=走過), (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=試驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 財富力量(1) 徒11:29

Lexicon Thucydideum

posse, to be able, 6.44.2,
adiumenta habere, to have resources, 6.34.2.