νεωτερίζω
English (LSJ)
Att.fut.
A νεωτεριῶ Th.4.51: (νεώτερος ΙΙ):—make innovations, περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν Pl.R.424b; ἐν ταῖς παιδιαῖς Id.Lg.798c; of climatic change, νεωτερίζω ἐς τὴν ἀσθένειαν = change health into sickness, Th.7.87.
2 freq. with an implication of violence, use forcible measures, μὴ σφῶν πέρι ν. μηδέν Id.1.58; ἔς τινάς τι ν. Id.4.51; ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον Id.2.3, cf. X.HG2.1.5, D.23.133; ν. περί τινα Isoc.Ep.7.9:—also in Med., take the law into one's own hands, POxy. 237 vi3 (ii A.D.).
II esp. attempt political changes, make revolutionary movements, τοῖς ἀτυχοῦσι νεωτερίζειν συμφέρει Antipho 2.4.9; ἀπὸ μόνης ν. τῆς ἀσπίδος Critias 37 D.; πρὸς τοὺς ξυμμάχους νεωτερίζοντας Th.1.97, cf. 102; ν. ἔργῳ Id.3.66; νεωτερίζειν ἐβούλετο ἐς τὸ πλῆθος Lys.20.16; τὸ νεωτερίζον = the revolutionary party, J.BJProoem. 2; νεωτερίσαι τὴν πολιτείαν revolutionize the state, Th.1.115:—Pass., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν Id.8.73, cf. 4.76.
French (Bailly abrégé)
f. νεωτεριῶ, ao. ἐνεωτέρισα;
I. intr. innover : πρός τινα à l'égard de qqn ; περί τινος au sujet de qqn ; particul. tenter ou faire une révolution;
II. avec un acc. :
1 diriger d'une nouvelle manière;
2 affecter d'une nouvelle manière.
Étymologie: νεώτερος.
German (Pape)
Neuerungen machen, neuern, bes. im Staate, Unruhen, Aufruhr anfangen; μὴ σφῶν πέρι νεωτερίζειν, Thuc. 1.58; πρὸς τοὺς συμμάχους, 1.97; εἴς τινα, sich an Einem vergreifen, 2.3; und trans., τὴν πολιτείαν, in der Staatsverfassung Neuerungen vornehmen, 1.115; περὶ γυμναστικήν, παρὰ τὴν τάξιν, Plat. Rep. IV.424b; τοὺς παῖδας τοὺς ἐν ταῖς παιδιαῖς νεωτερίζοντας, Legg. VII.798c; Xen. Hell. 2.1.7; öfter bei Sp., gew. absol., wie Pol. 5.29.9; Luc. Prom. 12; Plut.
Russian (Dvoretsky)
νεωτερίζω:
1 вводить новшества (περὶ μουσικήν, ἐν ταῖς παιδίαις Plat.);
2 принимать новые меры, замышлять, задумывать (τι εἴς τινα, περί τινος или πρός τινα Thuc., περί τινα Isocr., περί τι и ἔν τινι Plat.): ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον Thuc. (фиванцы) никому ничего (дурного) не сделали;
3 (тж. ν. τὴν πολιτείαν Thuc.) совершать государственный переворот: ν. ἐς τὸ πλῆθος Lys. стремиться к свержению демократии;
4 вызывать, причинять: ν. ἐς τὴν ἀσθένειαν Thuc. вызывать новые заболевания.
Greek (Liddell-Scott)
νεωτερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, Θουκ. 4. 51· (νεώτερος ΙΙ)· ― ἐπιχειρῶ μεταβολάς, νεωτερισμούς, καινοτομῶ, μεταχειρίζομαι βίαια μέτρα, συχν. μετ’ ἀορ. ἀντωνυμ., μὴ σφῷν πέρι ν. μηδὲν Θουκ. 1. 58· ἔς τινα ν. τι ὁ αὐτὸς 4. 51· ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον ὁ αὐτ. 2. 3, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 5, Δημ. 664. 9· ν. περί τινα Ἰσοκρ. 423Α· περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν Πλάτ. Ρητ. 424Β· ἐν ταῖς παιδιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C. 2) μεταβ., καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι τοὐναντίον μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον, διὰ τῆς ἀποτόμου μεταβολῆς τῆς θερμοκρασίας ἐπενήργουν ἐπὶ τῶν σωμάτων οὕτως ὥστε ἐπέφερον ἀσθένειαν, Θουκ. 7. 87. ΙΙ. ἐπιχειρῶ πολιτικὰς μεταβολάς, διεγείρω στάσιν, στασιάζω, Λατ. res novas tentare, νεωτερίζειν συμφέρει τοῖς ἀτυχοῦσιν Ἀντιφῶν 120. 12· πρὸς τοὺς συμμάχους νεωτερίζοντας Θουκ. 1. 97, πρβλ. 102· ν. ἔργῳ ὁ αὐτ. 3. 66· νεωτερίζειν ἐβούλετο ἐς τὸ πλῆθος Λυσ. 159. 26· πρβλ. Θουκ. 4. 51· ν. περί τι Πλάτ. Πολ. 424Β· ἔν τινι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C τὸ νεωτερίζον, ἡ στασιάζουσα μερὶς τῶν πολιτῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 2· ν. τὴν πολιτείαν, ἐγείρω στάσιν ἐν τῇ πολιτείᾳ, Θουκ. 1. 115. ― Παθ., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν ὁ αὐτ. 8. 73, πρβλ. 4. 76.
Greek Monolingual
(ΑΜ νεωτερίζω) νεώτερος
επιχειρώ κάτι το καινούργιο, επιφέρω νεωτερισμούς και καινοτομίες («τὸ μὴ νεωτερίζειν περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν», Πλάτ.)
νεοελλ.
ασπάζομαι νεώτερες αντιλήψεις γύρω από ένα ζήτημα, εγκολπώνομαι νέα συστήματα, μοντερνίζω, καινοτομώ, ακολουθώ νέο τρόπο ζωής ή σκέψης σε έναν ή περισσότερους τομείς («νεωτερίζει στον τρόπο της διδασκαλίας του»)
μσν.-αρχ.
1. (το μέσ.) νεωτερίζομαι
μιμούμαι τους νέους ανθρώπους ως προς τον τρόπο συμπεριφοράς, συμπεριφέρομαι με νεανική ελαφρότητα
2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ νεωτερίζον
το επαναστατικό κόμμα, η μερίδα τών πολιτών που παίρνει μέρος σε στασιαστικές κινήσεις
αρχ.
1. (για απότομες μεταβολές θερμοκρασίας) επενεργώ δυσμενώς εις βάρος της υγείας («καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι τοὐναντίον μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον», Θουκ.)
2. μεταχειρίζομαι βίαια μέτρα προκειμένου να πετύχω κάποια αλλαγή
3. (το μέσ.) κάνω διαρρυθμίσεις ή διακανονισμούς με εξουσιαστικό τρόπο («μηδενὸς νεωτεριζομένου μέχρι τῆς παρ' ἐμοὶ κρίσεως», πάπ.)
4. φρ. «νεωτερίζω τὴν πολιτείαν» — επιχειρώ, με στάση, πολιτική μεταβολή, ανατρέπω την καθεστηκυία πολιτική τάξη («νεωτερίσαι βουλόμενοι τὴν πολιτείαν», Θουκ.).
Greek Monotonic
νεωτερίζω: (νεώτερος I), Αττ. μέλ. -ιῶ,
I. επιχειρώ οτιδήποτε νέο, πραγματοποιώ απότομη αλλαγή, καινοτομώ, μεταχειρίζομαι βίαια μέτρα, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· νεωτερίζω ἐς τὴν ἀσθένειαν, αρρωσταίνω (ενώ ήμουν υγιής), σε Θουκ.
II. 1. επιχειρώ πολιτικές μεταβολές, κινώ επανάσταση, στασιάζω, Λατ. res novas tentare, στον ίδ. κ.λπ.
2. με αιτ., νεωτερίζω τὴν πολιτείαν, ξεσηκώνω επανάσταση στην πολιτεία, σε Θουκ. — Παθ., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν, στον ίδ.
Middle Liddell
νεωτερίζω, νεώτερος II]
I. to attempt anything new, make a violent change, Thuc., Xen., etc.: ν. ἐς τὴν ἀσθένειαν to change health into sickness, Thuc.
II. to attempt political changes, make innovations or revolutionary movements, Lat. res novas tentare, Thuc., etc.
2. c. acc., ν. τὴν πολιτείαν to revolutionise the state, Thuc.:—Pass., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=κάνω καινοτομίες, χρησιμοποιῶ βίαια μέτρα, κάνω ἐπανάσταση). Ἀπό τό νεώτερος, συγκριτ. τοῦ νέος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
res novare, to make innovations, 1.58.1, 1.97.1, 1.102.3, 1.115.2, 2.3.1, 2.73.3, 3.4.4, 3.11.1, 3.66.2, [vulgo commonly νεωτερίσειν] 3.72.1, 3.75.5, 3.79.1. 3.82.1. 4.51.1, 4.80.2, 4.108.3, 5.14.3. 5.34.2. 7.87.1,
corpora varie movebant., they moved their bodies in various ways. 8.70.1.
PASS. 4.41.3, 4.76.5, 8.73.1.
Translations
innovate
Catalan: innovar; Chinese Mandarin: 創新/创新; Czech: inovovat; Danish: forny; Dutch: vernieuwen; Finnish: innovoida, tehdä uutta, tehdä uudella tavalla, keksiä; French: innover; German: innovieren, erneuern, neuern; Greek: καινοτομώ; Ancient Greek: ἐπικαινοτομέω, καινίζω, καινοδοξέω, καινοποιέω, καινοτομέω, καινουργέω, νεοπραγέω, νεωτερίζω, προσκαινουργέω; Hungarian: újít; Icelandic: endurnýja; Italian: innovare; Norwegian: fornye; Portuguese: inovar; Slovak: inovovať; Spanish: innovar; Swedish: förnya