οὐλαί

English (LSJ)

Att. ὀλαί, αἱ, barley corns, barley groats, which were sprinkled on the head of the victim before the sacrifice (cf. Sch.Ar. Eq.1164), Od.3.441, cf. Hdt.1.132, Ar.Eq.1167, Pax948,960, Thphr. Char.10.13 (ὀλ-, v.l. οὐλ-), SIG1024.18 (Myconos, iii/ii B. C.); οὐλαὶ κριθῶν Hdt.1.160. (The variation οὐλαί: ὀλαί points to orig. ολϝαί, cf. ὀλβάχνιον: the Arc. form ὀλοαί IG5(2).514.15 (Lycosura, ii B. C.) prob. comes from a bye-form ολοϝαί. Perh. cogn. with ἀλέω (A), ἔλυμος III, ὄλυρα.)

German (Pape)

[Seite 412] αἱ, att. ὀλαί, die grob geschrotenen Gerstenkörner, die, mit Salz gemengt u. geröstet, vor dem Opfer auf den Altar u. das Opferthier gestreu't wurden; Schol. Ar. Equ. 1163 erkl. αἱ μεθ' ἁλῶν μεμιγμέναι κριθαὶ καὶ τοῖς θύμασιν ἐπιβαλλόμεναι, wie die mola salsa der Römer von Dinkel war; vgl. Od. 3, 440, wo Einer zum Opfer kommt mit Waschwasser u. Gerstenmalz, ἑτέρῃ δ' ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ, u. es nachher heißt Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο; dann betet N., ἀπαρχόμενος κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρὶ βάλλων; dann, ἐπεί ῥ' εὔξαντο καὶ οὐλοχύτας προβάλοντο, wird das Opferthier geschlachtet; – Her. 1, 132 erwähnt sie unter den bei den Griechen üblichen Zurüstungen zum Opfer, ohne weitere Bemerkung, womit Ar. Pax 913 zu vergleichen, τὸ κανοῦν πάρεστ' ὀλὰς ἔχον καὶ στέμμα καὶ μάχαιραν, u. als das Opfer vorgenommen werden soll, heißt es σὺ δὲ πρότεινε τῶν ὀλῶν καὐτός τε χερνίπτου παραδοὺς ταύτην ἐμοὶ καὶ τοῖσι θεαταῖς ῥῖπτε τῶν κριθῶν, übrigens wird das Opfer ganz in der Art, wie es aus Homer angedeutet ist, vollzogen; der Schol. zur letzten Stelle bemerkt, daß es heißen sollte τῶν ὅλων κριθῶν (richtiger ὀλῶν), wie Her. 1, 160, οὔτε οὐλὰς κριθῶν πρόχυσιν ἐποιέετο θεῶν οὐδενί; – Equ. 1163 läßt Ar. komisch aus solcher heiligen Gerste ein Brötchen μαζίσκη für das Volk backen. – Die Ableitung schwankt, gewöhnlich nimmt man ὅλος als Stammwort an, wie meistentheils die Alten erklären ὅλαι κριθαί, die noch nicht geschrotenen od. gemahlenen, ganzen Gerstenkörner, so daß also die Griechen einen andern Brauch gehabt haben als die Römer, bei denen die heilige mola grob gemahlen war, vgl. Voß Virg. Ecl. 8, 82; doch kennt D. Hal. 7, 72 den Unterschied nicht; Buttmann Lexil. I, 191 ff. hat es daher auf dieselbe Wurzel mit ἀλέω, ἄλευρον zurückgeführt, so daß es mit mola, Malz, verglichen werden kann. – »Der nicht mehr vorkommende nom. sing. ὀλή würde demnach«, bemerkt Passow, »der älteste Name der Brodfrucht überhaupt gewesen sein, besonders der durch Mahlen od. Stampfen zur Nahrung eingerichteten; diese Benennung aber blieb vorzugsweise der Gerste, als der zuerst gangbar gewordenen Getreideart, wie bei uns der Roggen vorzugsweise Korn, bei den Franzosen der Weizen froment heißt«. – Ὀλαί wird übrigens ausschließlich die für den Opfergebrauch bestimmte Gerste genannt. – Vgl. noch ὄλυρα.

French (Bailly abrégé)

1att. ὀλαί (αἱ) :
seul. pl.
grains d'orge entiers ou grossièrement moulus que l'on faisait griller et qu'on répandait sur la tête de la victime et sur l'autel.
Étymologie: R. Ϝελ, moudre ; cf. ἀλέω.
2pl. de οὐλή.

Russian (Dvoretsky)

οὐλαί: атт. ὀλαί αἱ культ. жертвенный ячмень, поджаренный и смешанный с солью (цельный или крупного помола, которым перед жертвоприношением посыпали голову жертвенного животного и самый жертвенник) Hom., Her.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλαί: Ἀττ. ὀλαί, αἱ, κριθαὶ ἢ χονδροαλεσμέναι κριθαὶ δι’ ὧν ἐπάσσετο ἡ κεφαλὴ τοῦ θύματος πρὸ τῆς θυσίας (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1164, ὡς τὸ mola salsa τῶν Ρωμαίων, μόνον ὅτι τοῦτο ἐγίνετο ἐκ ζειᾶς, δὲν ὑπάρχει δὲ ἀπόδειξις ὅτι οἱ Ὁμηρικοὶ ἥρωες μετεχειρίζοντο ἅλας κατὰ τὰς θυσίας), Ὀδ. Γ. 441, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 132, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1167, Εἰρ. 948, 960, παρ’ Ἡροδ. 1. 160, οὐλαὶ κριθῶν· πρβλ. παγκαρπία. Τὸ ἐπίπασμα δὲ τοῦτο ἐκαλεῖτο πρόχυσις, πρβλ. ὡσαύτως προχύται, οὐλοχύται. - Κατὰ τὴν συνήθη ἑρμηνείαν εἰλημμένην ἐξ ἀρχαίων συγγραφέων οὐλαὶ ἢ ὀλαὶ λέγονται οἱ ἀκέραιοι κόκκοι κριθῆς οὐκ ἀληλεσμένοι, οἱονεὶ ὅλαι κριθαὶ· οὕτω δὲ θὰ ὑπῆρχε διαφορὰ μεταξὺ τῶν ἐθίμων τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ρωμαίων, ἀφοῦ εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ mola τῶν Ρωμαίων (ἐκ τοῦ ῥήματ. molere), ἀπετελεῖτο ἐκ κριθῆς χονδροαλεσμένης, Heine Opusc. Acad. 1. σ. 308 κἑξ., Voss. εἰς Οὐεργιλ. Ἐκλ. 8. 82. - Ἀλλ’ ὁ Buttm. ἐν Λεξιλ. ἐν λέξ. ἀποκρούει εἰς τὴν ἐκ τοῦ ὅλος ἐτυμολογίαν διὰ τὴν διαφορὰν τονισμοῦ καὶ πνεύματος, καὶ ἀναφέρει τὴν λέξιν οὐλαὶ εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ ἀλέω, ἀλέθω (ἴδε ἀλέω καὶ μύλη)· οὕτω καὶ Curt. Et. Gr. 527. Κατὰ ταύτην τὴν ἑρμηνείαν ἡ λέξις οὐλαὶ θὰ ἦτο τὸ ἀρχαιότατον ὄνομα τῆς κριθῆς ἢ τοῦ σίτου παρεσκευασμένων πρὸς τροφὴν δι’ ἀλέσεως ἢ κοπανισμοῦ, μετέπειτα δὲ κατήντησε νὰ σημαίνῃ μόνον τὴν κριθὴν ὡς τὴν μᾶλλον ἐν χρήσει, - ἀκριβῶς ὡς τὸ Ἀγγλ. corn καὶ τὸ Γαλλ. froment λέγονται κυρίως ἐπὶ σίτου, τὸ Γερμ. Korn ἐπὶ ζειᾶς καὶ τὸ Ἀμερικ. corn ἐπὶ ἀραβοσίτου. Ὅταν δὲ ἡ λέξις κριθὴ ἐπεκράτησεν ὡς ὄνομα τοῦ ἰδιαιτέρου τούτου σιτηροῦ, τότε ὀλαὶ ἢ οὐλαὶ παρέμεινεν ὡς ὄνομα τῆς διὰ θρησκευτικὴν χρῆσιν χονδροαλεσμένης κριθῆς.

English (Autenrieth)

barley-corns, roasted, mixed with salt and sprinkled between the horns of the victim to be sacrificed, Od. 3.441†.

Greek Monolingual

οὐλαί, αττ. ὀλαί, αἱ (Α)
χονδροκομμένο, χονδραλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το κεφάλι του θύματος πριν από τη θυσία («ἑτέρη δ' ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., άγνωστης ετυμολ., που αναφέρεται σε κάποιο αγροτικό έθιμο. Στον αρκαδ. τ. ὀλοαί το -ο- αντιστοιχεί με -F-, πρβλ. δοάν: δFάν (βλ. λ. δην) και επομένως αρχικό θ. της λ. πρέπει να θεωρηθεί το oλF- και όχι το δισύλλαβο θ. ὀλο-. Ο επικ.-ιων. τ. οὐλαί προήλθε από ὀλFαί με σίγηση του -F- και αντέκταση (πρβλ. οὐδός < oδFoς). Η σύνδεση, τέλος, της λ. με τα ὄλυραι «είδος αραβόσιτου» και ἔλυμος «κεχρί» δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

οὐλαί: Αττ. ὀλαί, αἱ, κόκκοι κριθαριού ή χοντροαλεσμένο κριθάρι (πλιγούρι) με τα οποία έραιναν το κεφάλι του ζώου που προοριζόταν για θυσία λίγο πριν την τέλεσή της, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· (συνήθως ετυμολογείται από το οὖλος, ὅλος, σαν τα οὐλαί ή ὀλαί να ήταν ολόκληροι, ακέραιοι κόκκοι, μη αλεσμένοι κόκκοι κριθαριού· άλλοι το ετυμολογούν από το ἀλέω, αλέθω, όπως το Λατ. mola από το molere).

Middle Liddell

barley-corns, barley-groats, which were sprinkled on the head of the victim before the sacrifice, Od., Hdt., Attic [Commonly derived from οὖλος, ὅλος, as if οὐλαί or ὀλαί were whole grains, unground barleycorns. Others from ἀλέω, to grind, as Lat. mola from molere.] {{FriskDe |ftr=οὐλαί: (ep. ion. seit γ 441),.
{oulaí}
Forms: ὀλαί (att.), ὀλοαί (ark. IIa)
Grammar: f. pl.
Meaning: ‘(ungeschrotete) Gerstenkörner, die geröstet zwischen die Hörner des Opfertieres geschüttet wurden’, lat. mola salsa (zur Bed. Buttmann Lexil. 1, 191ff.).
Composita: Als Vorderglied in οὐλοχύτας Akk. pl. f. ib. (Hom.); οὐλόχυτα· τὰ κατάργματα H.; Zusammenbildung von οὐλαί und χέω (s.d.) mit το-Suffix (vgl. z.B. ἀκμόθετον); οὐλοχύτας hat sich bzgl. des Genus nach οὐλαί gerichtet (anders Schwyzer 439: für *οὐλὰς χυτάς); davon οὐλοχυτέομαι ‘mit οὐ. bestreuen’ (Thphr. ap. Porph.). Auch οὐλοχόϊον (-χοεῖον?)· ἀγγεῖον, εἰς ὅ αἱ ὀλαὶ ἐμβάλλονται πρὸς ἀπαρχὰς τῶν θυσιῶν H.; wie von *οὐλοχόος, -χοέω.
Derivative: Davon (mit ὀλβ- = ὀλϝ-) ὀλβάχνιον n. [[Korb für die ὀλαί (EM 257, 53 [syrakus.]; zur Bildung vgl. πέταχνον und Chantraine Form. 195); auch ὀλβάχιον· κανοῦν. Δεινόλοχος H.; ὀλβακήϊα ib. (dor. nach H. s. εὔπλουτον κανοῦν). Unklar ὀλαγμεύειν· ὀλὰς βάλλειν Phot. mit ὀλαιμεύς· ὁ (cod. τὸ) τὰς ὀλὰς βάλλων H.; zu γ ~ ι s.v. Blumenthal Hesychst. 22.
Etymology: Da in ark. ὀλοαί ο für ϝ stehen kann (Brugmann-Thumb 44; vgl. δοάν = δϝάν s. δήν), ergibt sich als gemeinsame Grundform ὀλϝαί. — Technisches Wort ohne überzeugende Anknüpfung. Der Vergleich mit ὄλυραι und ἔλυμος Hirse (s.d.) ist ganz hypothetisch. Noch fraglichere Kombinationen bei Specht Ursprung 114, 127 u. 146.
Page 2,443 }}

Mantoulidis Etymological

(=χοντραλεσμένο κριθάρι πού ρίχνονταν πάνω στό κεφάλι τοῦ θύματος πρίν ἀπό τή θυσία. Ἴσως ἀπό τό ὅλος, ἀντί ὀλαί (=ἀκέραιοι κόκκοι κριθαριοῦ) ἤ ἀκόμα ἀπό τό ἀλέω (=ἀλέθω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ἀλέω.