ἐπαλλάσσω

English (LSJ)

Att. ἐπαλλάττω,
A change over: once in Hom., τὼ.. ὁμοιΐον πτολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ' ἀμφοτέροισι τάνυσσαν crossing, i.e. tying, the rope-end of balanced war, Il.13.359 (vv.ll. τοί, ἀλλήλοισι, in which case the metaph. is from a tug of war, pulling alternately this way and that); ἐ. ἅλματα ἐμποιοῦντες ἴχνεσιν ἴχνη interchange leaps, i.e. one to leap into the other's steps, X.Cyn.5.20 (cf. ἐπηλλαγμένα [ἴχνη] 8.3); of καρχαρόδοντα, ἐ. τοὺς ὀδόντας have their teeth fitting in like two saws, Arist.HA501a18:—Med., [νεῦρα] ἀλλήλοισι ἐπαλλαξάμενα ἐς χιασμὸν σχήματος Aret.SD1.7:—Pass., cross one another, δόρατα.. ὡς ἥκιστα ἂν ἀλλήλοις ἐπαλλάττοιτο X.Eq.Mag.3.3; ἐπηλλαγμέναις δι' ἀλλήλων ταῖς χερσίν with the Arm. crossed, Plu. Luc.21; θώρακες ἁλύσεσι λεπταῖς σιδηραῖς ἐπηλλαγμένοι Arr.Tact.3.5; ποὺς ἐπαλλαχθεὶς ποδί closely joined, E.Heracl.836: metaph., μή πῃ ὁ λόγος ἐπαλλαχθῇ that it be not entangled, X.Mem.3.8.1; of permutations and combinations, -όμεναι συζυγίας ἀποτελοῦσιν ἐννέα Gal.6.112.
II intr., alternate, ὀδόντες ἐπαλλάσσοντες interlocking teeth, Arist.PA661b18; of leaves, dub. in Thphr. HP 4.6.10.
2 overlap, of classes or species, ib.1.3.2; ἀλλήλοις Arist.GA733a27; τοῦτο μόνον ἐ. overlaps both classes, ib.774b17; ἡ φώκη ἐ. τῷ γένει τῶν ἰχθύων forms a link with.., Id.HA501a22; ταῦτα συνδυαζόμενα ποιεῖ τὰς πολιτείας ἐπαλλάττειν causes them to overlap, Id.Pol.1317a2; so διὰ τὸ τὴν δύναμιν ἐπαλλάττειν αὐτῶν (sc. two species of τυραννίς) καὶ πρὸς τὴν βασιλείαν ib.1295a9; ὃ ποιεῖ τοὺς λόγους ἐ. makes the arguments confused, ib.1255a13, cf. 1257b35.
b become confused or become intermixed, ἐ. τὰ μόρια Id.GA769b34; to be interchangeable with, τὰ νοσώδη ἐ. τοῖς βραχυβίοις Id.Long.464b28.
3 ἐ. τοῦτο τὸ σύμπτωμα τοῖς τοιούτοις this accident invades, makes its way into this class, Id.GA770b6.

German (Pape)

[Seite 898] att. -αλλάττω, 1) vertauschen, Eins für das Andere setzen, verändern; πολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες das Kriegstau bald hier, bald dorthin ziehen, mit abwechselndem Glücke kämpfen, Il. 13, 359, nach den Schol. συνάψαι, den Kampf anbinden; ἅλματα, durchkreuzen lassen, Xen. Cyn. 5, 20; ἐπαλλάττειν τοὺς ὀδόντας, ineinandergreifende Zähne haben, Arist. de anim. 2, 1; ποὺς ἐπαλλαχθεὶς ποδί, Fuß an Fuß, wie dabei steht ἀνὴρ δ' ἐπ' ἀνδρὶ στάς, Eur. Herael. 836; ἐπηλλαγμέναις δι' ἀλλήλων ταῖς χερσί, mit über einander gekreuzten Armen, Plut. Lucull. 21; ἐπηλλαγμένα ἴχνια, sich kreuzende Fährten, Xen. Cyn. 8, 3. Ähnlich μή πη ὁ λόγος ἐπαλλαχθῇ, daß das Wort nicht verdreht werde, Xen. Mem. 3, 8, 1; ποιεῖ τοὺς λόγους ἐπαλλάττειν, macht sie zweideutig, Arist. Pol. 1, 6. – 2) intrans., von Einem zum Andern übergehen, hinüberspielen; τῷ γένει τῶν ἰχθύων, in das Fischgeschlecht, Arist. H. A. 2, 1; ποιεῖ τὰς πολιτείας ἐπαλλάττειν, ὥστε ἀριστοκρατίας ὀλιγαρχικὰς εἶναι Pol. 6, 1; ἐπ. πρὸς τὴν βασιλείαν, gränzt daran, geht leicht darin über, ibd. 4, 10; ὀδόντες ἐπαλλάσσοντες, die wechselsweis in einander eingreifen, ἐναλλὰξ ἐμπίπτοντες, id. part. an. 3, 1. Bes. nach Arist. häufiger.

French (Bailly abrégé)

faire alterner : πολέμοιο πεῖραρ IL faire la guerre avec des alternatives de succès et de revers ; ἐπηλλαγμέναι δι' ἀλλήλων χεῖρες PLUT bras croisés.
Étymologie: ἐπί, ἀλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαλλάσσω: атт. ἐπαλλάττω
1 чередовать, перемежать: πολέμοιο πεῖραρ ἐ. Hom. воевать с переменным успехом; ἐ. ἅλματα Xen. менять направление прыжков; ἐ. τοὺς ὀδόντας Arst. иметь перемежающиеся зубы (когда верхние зубы входят в промежутки между нижними и наоборот);
2 скрещивать: ἐπηλλαγμένα ἴχνια Xen. перекрещивающиеся следы; ποὺς ἐπαλλαχθεὶς ποδί Eur. скрестив ноги, т. е. (сражаясь) нога к ноге, врукопашную; ἐπηλλαγμέναις δι᾽ ἀλλήλων ταῖς χερσί Plut. со скрещенными (на груди) руками;
3 перепутывать, перемешивать (ποιεῖν τοὺς λόγους ἐ. Arst.): φυλάττεσθ-αι μή πῃ ὁ λόγος ἐπαλλαχθῇ Xen. следить, чтобы рассуждение не запуталось;
4 перемежаться, чередоваться (ὀδόντες ἐπαλλάττοντες Arst.);
5 досл. перемещаться, переходить, перен. подходить вплотную, граничить (πρὸς τὴν βασιλείαν, Arst.): τῷ γένει τῶν ἰχθύων Arst. быть близким к рыбам.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαλλάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -άξω: ἐναλλάσσω, μεταβάλλω: ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐν Ἰλ. Ν. 359· τοὶ δ’ ἔριδος κρατερῆς καὶ ὁμοιΐου πολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ’ ἀμφοτέροισι τάνυσσαν, δηλ. τανύοντες ἐναλλὰξ τὸ σχοινίον τοῦ πολέμου ὁτὲ μὲν ὑπὲρ ἐκείνων· ἄλλοι ὅμως ἑρμηνεύουσι, συνάψαντες, συνδήσαντες τοὺς πολεμίους οὕτως ὥστε νὰ διαρκέσῃ ὁ πόλεμος ἐπὶ πολύ, ἴδε Εὐστ., Ἰλ. 937, 25, κλ., πρβλ. Μ. 436, Ἰλ. Υ. 101, καὶ Ο. 413· ἐπαλλάττοντες ἅλματα, πηδῶντες εἰς τὰ ἴχνη ἀλλήλων, Ξεν. Κυν. 5. 20· ἐπὶ σαρκοφάγων ζῴων (τῶν καρχαροδόντων), καρχαρόδοντά... ἐστιν ὅσα ἐπαλλάττει τοὺς ὀδόντας τοὺς ὀξεῖς, δηλ. ὅσα ἔχουσιν αὐτοὺς ἐπαλλάττοντας, ἐναλλὰξ ἐμπίπτοντες εἰς τὰ διαστήματα ἀλλήλων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱσ. 2. 1, 51· ἐν τῷ π. Ζ. Μορ. 3. 1, 5. ὁμιλῶν περὶ τῶν ὀδόντων τῶν καρχαροδόντων ζῴων, λέγει: ἐναλλὰξ ἐμπίπτουσιν... ὅπως μὴ ἀμβλύνωνται τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1: Παθ., διασταυροῦται πρὸς ἕτερον, δόρατα... ὡς ἥκιστα ἂν ἀλλήλοις ἐπαλλάττοιτο Ξεν. Ἱππαρ. 3. 3· περιεστῶτες (τοὺς τέσσαρας αἰχμαλώτους βασιλεῖς) ἐπηλλαγμέναις δι’ ἀλλήλων ταῖς χερσί, κρατοῦντες ἀλλήλων τὰς χεῖρας ἐν σχήματι χιαστῷ, Πλουτ. Λούκουλλ. 21, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ· ποὺς ἐπαλλαχθεὶς ποδί, Λατ. consertus, προταθεὶς πέραν τοῦ ποδὸς τοῦ ἀντιπάλου, ὡς συμβαίνει ἐν ταῖς συστάδην μάχαις, Εὐρ. Ἡρακλ. 836· μή πῃ ὁ λόγος ἐπαλλαχθῇ, «ἑτέρως ἑρμηνευθῇ» (Κοραῆς), Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 1. ΙΙ. ὀδόντες ἐπαλλάσσοντες, ἐναλλὰξ ἐμπίπτοντες ἀλλήλοις (ἴδε ἀνωτ.), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 5, π. Ζ. Γεν. 2. 1, 22· πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10. 2) μεταβαίνω ἐκ τοῦ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ἔχω στενὴν συγγένειαν, ἐπὶ δύο γενῶν ζῴων, κτλ. (πρβλ. ἐπαμφοτερίζω ΙΙ), Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 1· τοῦτο μόνον ἐπ., ἔχει τὰς ἰδιότητας ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, αὐτόθι 4. 6, 3· ἡ φώκη ἐπ. τῷ γένει τῶν ἰχθύων ὁ αὐτὸς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 52· ἐπὶ τυραννίδος, τυραννίδος δ’ εἴδη δύο μὲν διείλομεν... διὰ τὸ δύναμιν ἐπαλλάττειν πως αὐτῶν καὶ πρὸς τὴν βασιλείαν ὁ αὐτὸς ἐν Πολιτικ. 4. 10, 2, πρβλ. 6. 1, 3· ὃ ποιεῖ τοὺς λόγους ἐπ., ἀμφιβόλους, ἀσαφεῖς, αὐτόθι 1. 6, 3, πρβλ. 9. 15.

English (Autenrieth)

only aor. part., ἐπαλλάξαντες, entwining in each other, connecting (the ends of the cord of war), i. e. prolonging the contest; others interpret, ‘drawing the cord of war now this way, now that,’ Il. 13.359†.

Greek Monolingual

ἐπαλλάσσω και αττ. τ. ἐπαλλάττω)
αλλάζω αμοιβαία ή διαδοχικά τη θέση προσώπων ή πραγμάτων
νεοελλ.
(λογ.) «επαλλάσσουσες έννοιες» — οι έννοιες που περιέχονται στο πλάτος της ίδιας έννοιας, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους στο πλάτος και στο βάθος, οι επικοινωνούσες έννοιες
αρχ.
1. (αμτβ.) είμαι τοποθετημένος ή έχω κάτι τοποθετημένο εναλλάξ («ὅσα [ζωα] έπαλλάττει τοὺς ὀδόντας», Αριστοτ.)
2. μέσ. διασταυρώνομαι («οὐδέ δόρατα μὴν παραλείψω ὡς ἥκιστα ἄν ἀλλήλοις ἐπαλλάττοιτο», Ξεν.)
3. παθ. (για λόγια) διαστρέφομαι, παρερμηνεύομαι
4. μεταβάλλω, μετατρέπω, αλλάζω
5. παραλλάσσω κάπως, πλησιάζω, συγγενεύω με κάτι
6. συγχέομαι, αναμιγνύομαι
7. εναλλάσσομαι
8. διαδίδομαι από τον έναν στον άλλο
9. πηδώ πάνω στα ίχνη άλλου που προηγήθηκε («ἐπαλάττω ἅλματα», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐπαλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -άξω, παρακ. -ήλλᾰχα, Παθ. -ήλλαγμαι, αόρ. αʹ και βʹ Παθ. -ηλλάχθην, -ηλλάγην [ᾰ]· εναλλάσσω, μεταβάλλω, πολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες, τραβώντας εναλλάξ το σχοινί του πολέμου πότε από εδώ, πότε από εκεί, δηλ. πολεμώντας με αμφίβολη έκβαση — Παθ., διασταυρώνομαι, τοποθετούμαι εναλλάξ, σε Ξεν.· ποὺς ἐπαλλαχθεὶς ποδί, πόδια στενά συνδεδεμένα, σε Ευρ.· μπλέκομαι, περιπλέκομαι, σε Ξεν.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. άξω perf. -ήλλᾰχα Pass. -ήλλαχμαι aor1 pass. -ηλλάχθην aor2 pass -ηλλάγην
to interchange, πολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες making the rope-end of war go now this way, now that, i. e. fighting with doubtful victory, (metaph. from a game like "soldiers and sailors"), Il.:—Pass. to cross one another, Xen.; ποὺς ἐπαλλαχθεὶς ποδί closely joined, Eur.: to be entangled, perplexed, Xen.