ὄργανον

English (LSJ)

τό, (ἔργον, ἔρδω)
A instrument, implement, tool, for making or doing a thing, S.Tr.905, cf. ἀθηρόβρωτος; λογχοποιῶν ὄργανα E. Ba.1208, cf. Ion1030; πολεμικὰ ὅπλα τε καὶ ὄργανα Pl.R. 374d, cf. Lg. 956a; ὄργανον without any Adj., engine of war, Ctes.Fr.81; τὰ ναυτικὰ ὄργανα = tackle, Pl.Plt. 298d; ὄ. ὅσα περὶ γεωργίαν Id.R.370d; ὄνομα ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄ. Id.Cra.388b; ὄργανα χρόνων or χρόνου, of the stars, Id.Ti.41e,42d; ὄργανα κυβευτικά Aeschin.1.59; of a person, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄ. S.Aj.380 (lyr.).
2 organ of sense or apprehension, τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις ὄργανα Pl.R. 508b; τὸ ὄ. ᾧ καταμανθάνει ἕκαστος ib.518c, cf. Tht.185c, al.; δι' ἀμυδρῶν ὀ. θεᾶσθαί τι Id.Phdr.250b, cf. Ti.45b, Epicur.Nat.11.6,7.
b of the body and its different parts, Arist.PA 642a11, 645b14, GA716a24, Phld.Mus.pp.71,96 K., Gal.10.47; the hand is called ὄργανον ὀργάνων or ὄργανον πρὸ ὀργάνων, Arist.de An.432a2, PA687a21; τὰ πορευτικὰ ὄ. the organs of locomotion, Id.GA732b28; ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς = the digestive organs, ib.788b24; τὸ ὄργανον τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν = the respiratory organ, Id.PA664a29; τὰ ὄ. τὰ χρήσιμα πρὸς τὴν ὀχείαν Id.HA500a15; of plants, Id.de An.412b1, PA 656a2.
3 musical instrument, Simon.31, f.l. in A.Fr.57.1; ὁ μὲν δι' ὀργάνων ἐκήλει ἀνθρώπους, of Marsyas, Pl.Smp. 215c; ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις ibid., cf. Plt.268b; ὄ. πολύχορδα Id.R.399c, al.; μετ' ᾠδῆς καί τινων ὀργάνων Phld.Mus.p.98K.; of the pipe, Melanipp.2, Telest.1.2.
4 surgical instrument, Hp.Off.2, X.Cyr.5.3.47, Pl. Plt.298c.
II concrete, work or product, μελίσσης κηρόπλαστον ὄ. S.Fr.398.5; λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀ., of the walls of Thebes, E.Ph.115 (lyr.).
III of logic as an instrument of philosophy, ἡ λογικὴ πραγματεία ὀργάνου χώραν ἔχει ἐν φιλοσοφίᾳ Alex.Aphr.in Top.74.29, cf. Phlp.in APr.6.23; πᾶσα τεχνικὴ διδασκαλία ὑπὸ τὸ λογικὸν ὄ. ἀνάγεται Sch.D.T.p.161 H.; but τὸ ὄργανον as title of Aristotle's collected logical writings lacks authority.
IV instrument or table of calculations, εἰσῆλθον εἰς τὸ προκείμενον ὄργανον Vett.Val.20.12.
V ὄργανον χλούνιον, = ἠρύγγιον, Ps.-Dsc.3.21.

German (Pape)

[Seite 368] τό (εργ), das Werkzeug, das, womit man Etwas ins Werk setzt; ἀθηρόβρωτον, Soph. frg. 404, der auch κλᾶε δ' ὀργάνων ὅτου ψαύσειεν οἷς ἐχρῆτο, Trach. 901, von dem vergifteten Gewande sagt; λογχοποιῶν ὄργανα Eur. Bacch. 1206, λαϊνέοις Ἀμφίονος ὀργάνοις Phoen. 116; ἔχων τι τοιοῦτον ὄργανον, οἷον οἱ σκυτοτόμοι, Plat. Conv. 191 a; ὁπόσα ἄλλα ὄργανα τῆς περὶ τὰ ἀμφιέσματα γενέσεως κοινωνεῖ, Polit. 281 e; σίδηρος καὶ χαλκὸς πολέμων ὄργανα, Legg. XII, 956 a, öfter; auch sogar ὄργανον ἐν ὄρεσιν, von Baumholz, Legg. 678 d; κυβευτικά, Aesch. 1, 59; Xen. u. Folgde, bes. von Maschinen, z. B. im Kriege; vgl. Pol. 1, 23, 5. 8, 7, 2; Arist. eth. 8, 11 nennt ὄργανον einen δοῦλον ἄψυχον, wie δοῦλος ein ὄργανον ἔμψυχον. Auch ὄργανα δι' ὧν αἰσθάνεται ἡμῶν τὸ αἰσθανόμενον ἕκαστον, Plat. Theaet. 185 c; dah. unser »Organ«. – Von musikalischen Instrumenten, πολύχορδα, πολυαρμόνια, Plat. Rep. III, 399 c; Arist. u. A. – Soph. brauchte es auch = ἔργον, das Werk selbst, μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον, frg. 464; vgl. Valcken. zum Schol. Eur. Phoen. 115.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 instrument de travail, outil;
2 instrument de musique.
Étymologie: R. Ϝεργ, travailler ; cf. ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ὄργᾰνον: τό
1 орудие, средство, инструмент, прибор, приспособление: πολεμικὰ ὄργανα Plat. военное снаряжение; τὰ ἰατρικὰ ὄργανα Plat. врачебные инструменты; τὰ ναυτικὰ ὄργανα Plat. мореходные принадлежности; ὄργανα περὶ γεωργίαν Plat. земледельческие орудия; ὄργανα χρόνου Plat. (о небесных светилах) орудия времени; ἁπάντων κακῶν ὄ. Soph. (об Одиссее) орудие всяческих преступлений;
2 музыкальный инструмент (δι᾽ ὀργάνων κηλεῖν ἀνθρώπους Plat.);
3 анат. орган (τὰ πορευτικὰ ὄργανα, ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς, τὸ ὄ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν Arst.);
4 материал: ὄ. ἐν ὄρεσι Plat. материал в горах, т. е. лес;
5 произведение: λαΐνεα Ἀμφίονος ὄργανα Eur. каменные творения Амфиона, т. е. стены Фив.

Greek (Liddell-Scott)

ὄργᾰνον: τό, (*ἔργω) ἐργαλεῖον, τὸ δι’ οὗ ἐργαζόμεθα ἢ κατασκευάζομέν τι, Σοφ. Τρ. 905, πρβλ. ἀθηρόβρωτος· λογχοποιῶν ὄργανα Εὐρ. Βάκχ. 1208, πρβλ. Ἴωνα 1030· πολεμικὰ ὅπλα τε καὶ ὄργανα Πλάτ. Νόμ. 374D, πρβλ. 956Α· τὰ ἰατρικά, τὰ ναυτικὰ ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 298C· ὄργ. οἷα περὶ γεωργίαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 370D ὄνομα ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388Β· οἱ ἀστέρες καλοῦνται ὄργανα χρόνων ἢ χρόνου ὀ αὐτ. ἐν Τιμ. 41Ε, 42D· ὄργ. κυβευτικὰ Αἰσχίν. 9. 9· - ἐπὶ προσώπων, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄργ. Σοφ. Αἴ. 380. 2) αἰσθητήριονμέσον δι’ οὗ ἀντιλαμβάνεταί τις, τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις ὄργ. Πλάτ. Πολ. 580Β· τὸ ὄργ. ᾧ καταμανθάνει ἕκαστος αὐτόθι 518C πρβλ. Θεαίτ. 185C, κ. ἀλλ.· δι’ ἀμυδρῶν ὀργ. θεᾱσθαί τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Β, πρβλ. Τίμ. 45Β· - ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν διαφόρων αὐτοῦ μερῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 41., 1. 5, 12, π. Ζ. Γενέσ. 1. 2, 5· τὰ πορευτικὰ ὄργ., τὰ τῆς κινήσεως ὄργ., αὐτόθι 2. 1, 15· ὄργ. πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς, τὰ τῆς πέψεως ὄργ., αὐτόθι 5. 8, 4· τὸ ὄργ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν, τὰ ἀναπνευστικὰ ὄργανα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 4· τὰ ὄργ. τὰ πρὸς ὀχείαν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 38· ἡ χεὶρ καλεῖται ὄργανον ὀργάνων ἢ ὄργ. πρὸ ὀργάνων ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 8, 3, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 21· - ὡσαύτως ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3. 3) μουσικὸν ὄργανον, Σιμωνίδ. 38, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ὁ μὲν δι’ ὀργάνων ἐκήλει ἀνθρώπους, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλάτ. Συμπ. 215C· ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις αὐτόθι, πρβλ. Πολιτικ. 268Β· ὄργ. πολύχορδα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 399C, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Μελανιππίδ. 2, Τελέστ. 1. 2. 4) χειρουργικὸν ἐργαλεῖον, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 46. ΙΙ. τὸ πρὸς ἐργασίαν ὑλικόν, ὄργανον ἐν ὄρεσι ἡ ξυλική, Πλάτ. Νόμ. 678D. ΙΙΙ. αὐτὸ τὸ παραχθὲν ἢ ποιηθέν, ὡς τὸ ἔργον, μελίσσης κηρόπλαστον ὄργ. Σοφ. Ἀποσπ. 464· λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀργ., ἐπὶ τῶν τειχῶν τῶν Θηβῶν, Εὐρ. Φοίν. 115. IV. Τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ λογικὰ συγγράμματα συνελέγησαν ὑπὸ τὸ ὄνομα ὄργανον, οἱονεὶ ὄργανον τοῦ διανοεῖσθαι, Ἀμμων. Ἑρμην. εἰς τὰς Κατηγ. 1. α, πρβλ. Trendelenb. Elem. Log. σ. 48 (ἔκδ. 2), Πλάτ. Σοφιστ. 235Β.

English (Slater)

ὄργᾰνον instrument Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ' ὄργανον Μολοσσόν (a kind of flute?) *fr. 107b. 2.*

Greek Monotonic

ὄργᾰνον: τό (*ἔργω),
I. 1. όργανο, εργαλείο, σύνεργο για την κατασκευή ή την επίτευξη κάποιου πράγματος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄργανον, σε Σοφ.
2. αισθητήριο όργανο, σε Πλάτ.
3. μουσικό όργανο, στον ίδ.
4. χειρουργικό εργαλείο, σε Ξεν.
II. έργο, παράγωγο, λαΐνεα Ἀμφίονος ὄργανα, τα λίθινα έργα του Αμφίωνα, δηλ. τα τείχη των Θηβών, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: implement, tool, instrument, sense organ, organ (Hp., Ctes., Att., Arist.).
Compounds: Few compp. as ὀργανο-ποιός m. instrument maker (D. S.).
Derivatives: ὀργάν-ιον dimin. (AP, M. Ant.), -ικός instrumental, operative, practical (Arist.), -ίτης m. engineer (pap. IVp; Redard 36), -ιστής m. waterworks engineer (pap. IIp), unattested *ὀργανίζω, but δι-, κατ-οργανίζω (AP, Alchem.); ὀργανάριος = fistularius (Gloss.); -όομαι, also w. δι-, organised, to be provided with organs (S. E., Iamb.) with (δι-)-ωσις f. organisation (Iamb.). -- Besides Όργάνη f. surn. of Athena (Thasos Va, Athens; v. Wilamowitz Glaube 2, 164), cf. Ἐργάνη; as adj. ὀργάνα operative, formative (χείρ; E. Andr. 1014, not quite certain).
Origin: IE [Indo-European] [1168] *u̯erǵ- work
Etymology: Formation like ξόανον (: ξέω, -ξοος), ὄχανον (: ἔχω, ὄχος, -οχος), πλόκανον (: πλέκω, πλόκος), ὁρκάνη (: ὅρκος, ἕρκος) a.o. (Chantraine Form. 198, Schwyzer 489 f.); similarly ὄργανον beside -οργός, ὄργια, ἔοργα (ἔρξαι, ἔρδω), ἔργον; whether directly from verb or through -οργός, ἔργον, is unclear. Cf. ἔργον u. ἔρδω.

Middle Liddell

ὄργᾰνον, ου, τό, [*ἔργω
I. an organ, instrument, tool, for making or doing a thing, Soph., Eur., etc.:—of a person, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄργ. Soph.
2. an organ of sense, Plat.
3. a musical instrument, Plat.
4. a surgical instrument, Xen.
II. a work, product, λαΐνεα Ἀμφίονος ὄργανα the stony works of Amphion, i. e. walls of Thebes, Eur.

Frisk Etymology German

ὄργανον: {órganon}
Grammar: n.
Meaning: Werkzeug, Gerät, Instrument, Sinneswerkzeug, Organ (Hp., Ktes., att., Arist. usw.);
Composita : vereinzelte Kompp. wie ὀργανοποιός m. Instrumentenmacher (D. S. u.a.).
Derivative: Davon ὀργάνιον Dentin. (AP, M. Ant.), -ικός als Werkzeug dienend, wirksam, praktisch (Arist. u.a.), -ίτης m. Ingenieur (Pap. IVp; Redard 36), -ιστής m. ‘I. bei einem Wasserwerk’ (Pap. IIp), unbelegt *ὀργανίζω, aber δι-, κατοργανίζω (AP, Alchem.); ὀργανάριος = fistularius (Gloss.); -όομαι, auch m. δι-, organisiert, mit Organ versehen werden (S. E., Iamb. u.a.) mit (δι-)-ωσις f. Organisation (Iamb. u.a.). — Daneben Ὀργάνη f. Bein. d. Athena (Thasos Va, Athen; v. Wilamowitz Glaube 2, 164), vgl. Ἐργάνη; als Adj. ὀργάνα wirkend, bildend (χείρ; E. Andr. 1014, nicht ganz sicher).
Etymology : Bildung wie ξόανον (: ξέω, -ξοος), ὄχανον (: ἔχω, ὄχος, -οχος), πλόκανον (: πλέκω, πλόκος), ὁρκάνη (: ὅρκος, ἕρκος) u.a. (Chantraine Form. 198, Schwyzer 489 f.); ähnlich ὄργανον neben -οργός, ὄργια, ἔοργα (ἔρξαι, ἔρδω), ἔργον; ob direkt vom Verb oder vermittels -οργός, ἔργον, steht dahin. Vgl. ἔργον u. ἔρδω.
Page 2,410-411

English (Woodhouse)

instrument, musical instrument, organ, thing made, work of labour

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἔργω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα ἐργάζομαι.

Translations

instrument

Albanian: vegël, vegël muzikor; Arabic: الة موسيقية‎; Bulgarian: музикален инструмент; Catalan: instrument; Cherokee: ᎧᏃᎩᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 樂器, 乐器; Czech: nástroj; Danish: instrument, musikinstrument; Dutch: instrument, muziekinstrument; Esperanto: instrumento; Estonian: pill, muusikariist; Finnish: soitin, instrumentti; French: instrument; Galician: instrumento; German: Instrument, Musikinstrument; Greek: όργανο; Ancient Greek: ὄργανον; Greenlandic: nipilersuut; Hebrew: כלי נגינה‎; Hungarian: hangszer; Icelandic: hljóðfæri; Ido: muzik-instrumento, muzikilo; Irish: uirlis, ionstraim, gléas, adhbh cheoil; Italian: strumento; Japanese: 楽器; Korean: 악기(樂器); Latin: organum; Latvian: instruments; Lithuanian: instrumentas; Malayalam: സംഗീത ഉപകരണം; Maori: mea whakatangi; Norwegian Bokmål: instrument; Nynorsk: instrument; Polish: instrument; Portuguese: instrumento; Romanian: instrument; Russian: инструмент; Scottish Gaelic: ionnsramaid, inneal-ciùil; Slovene: instrument inan, inštrument inan, glasbilo; Spanish: instrumento; Swedish: instrument; Tamil: இசைக்கருவி; Tibetan: རོལ་ཆའི་ཡོ་བྱད; Urdu: اوزار‎, ساز‎ (sa

tool

Albanian: mjet, vegël; Amharic: መሣሪያ; Arabic: أَدَاة‎, آلَة‎, عُدَّة‎; Gulf Arabic: اداة‎; Hijazi Arabic: عِدّة‎; Moroccan Arabic: دزان‎; Armenian: գործիք; Assamese: সঁজুলি, আহিলা; Asturian: ferramienta; Avar: алат; Azerbaijani: alət, hacat; Belarusian: інструмент, прылада; Bengali: সাধনী; Bulgarian: инструмент, оръ́дие; Burmese: ကိရိယာ; Catalan: eina; Cebuano: gamit, himan; Chinese Cantonese: 架生, 工具; Mandarin: 工具; Min Nan: 家私, 工具; Wu: 工具; Crimean Tatar: alet; Czech: nástroj; Danish: værktøj, redskab, instrument; Dutch: gereedschap, werktuig, instrument, hulpmiddel; Esperanto: laborilo; Estonian: tööriist; Finnish: työkalu; French: outil; Galician: ferramenta; Georgian: ინსტრუმენტი; German: Gerät, Instrument, Werkzeug; Greek: εργαλείο, όργανο; Ancient Greek: ἐργαλεῖον; Hebrew: כְּלִי‎; Higaonon: himan; Hindi: उपकरण, औज़ार; Hungarian: szerszám, eszköz, szer; Icelandic: verkfæri, tól; Indonesian: alat; Interlingua: instrumento; Irish: uirlis; Italian: arnese, strumento, utensile, mezzo; Japanese: 道具, ツール; Kazakh: аспап, құрал; Khmer: គ្រឿង, ប្រដាប់, ប្រដាប់ប្រដា; Korean: 도구(道具), 툴; Kyrgyz: курал, аспап; Lao: ເຄື່ອງມື, ເຄື່ອງ; Latin: instrumentum, ferramentum; Latvian: instruments, darbarīks; Lithuanian: įrankis, įnagis; Luhya: sisindu; Lü: ᦵᦆᦲᧂᧈ; Macedonian: алатка, алат; Malay: alat; Maltese: għodda; Maori: paraha; Mongolian Cyrillic: багаж, хэрэгсэл; Navajo: bee naʼanishí; Nepali: औजार; Ngazidja Comorian: shomɓo; Norwegian: verktøy; Occitan: aisina; Old Church Slavonic Cyrillic: орѫдиѥ; Pashto: اوزار‎, آله‎, اوړی‎, سامان‎; Persian: ابزار‎, اسباب‎, آلت‎, افزار‎; Polish: narzędzie, przybór; Portuguese: instrumento, ferramenta; Romanian: sculă, unealtă, instrument; Russian: инструмент, орудие труда, орудие; Sanskrit: उपकरण; Scots: tuil; Scottish Gaelic: inneal; Serbo-Croatian Cyrillic: а̀ла̄т, о̀рӯђе; Roman: àlāt, òrūđe; Shan: ၶိူင်ႈ; Sicilian: mmarazzu, strummentu, stigghiu, pupu; Slovak: nástroj; Slovene: orodje; Spanish: herramienta; Swahili: kifaa; Swedish: verktyg; Tajik: олат, асбоб, афзор, абзор; Tatar: корал; Telugu: పనిముట్టు; Thai: เครื่อง, อุปกรณ์, เครื่องมือ; Tibetan: ལག་ཆ; Turkish: alet, araç; Turkmen: abzal; Ukrainian: інструмент, начиння, знаряддя; Urdu: اوزار‎; Uyghur: سايمان‎; Uzbek: asbob, olat; Vietnamese: dụng cụ, đồ dùng; Walloon: usteye, osti; Welsh: teclyn; West Frisian: ark; Westrobothnian: dillfang; White Yiddish: ווערקצייג‎; Zhuang: gaiqdawz, gunghgi