ἐπίτροπος
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ον, (ἐπιτρέπω)
A one to whom the charge of anything is entrusted, steward, trustee, administrator, c.gen. rei, τῶν ἑωυτοῦ Hdt.1.108 ; τῶν οἰκίων Id.3.63 : abs., X.Oec.12.3, D.21.78, 27.19, Ev.Luc.8.3, etc.; steward, messman, X.Cyr.4.2.35 : metaph., τῶν [τοῦ Πρωταγόρου] ἐ. Pl.Tht.165a. 2 = Lat. procurator, Καίσαρος ἐ. Str.3.4.20, Plu.2.813e, etc.; ἐ. Σεβαστοῦ, -τῶν, OG1502.10 (Aezani, ii A.D.), 501.2 (Tralles, ii A.D.); ἐ. τῆς Ἠπείρου Arr.Epict.3.4.1 ; τῶν μετάλλων OG1678.5 (Egypt, ii A.D.), etc. 3 governor, viceroy, οἱ ἐ. τῆς Μέμφιος, Μιλήτου ἐ., Hdt.3.27,5.30, cf. 106. 4 executor, PPetr.3p.9, al.(iii B.C.). II c.gen.pers., trustee, guardian, Hdt.4.76, Th.2.80, etc.; ἐ. τινι παίδων Hyp.Epit.42 : abs., Pl.Lg.924b, etc.; ὑπὸ ἐπιτρόπους εἶναι Ep.Gal.4.2 ; καθιστάναι ἐ. PRyl.153.18(ii A.D.): metaph., guardian, protector, θεὸς ἐ. ἐών Pi.O.1.106.
German (Pape)
[Seite 997] hingewandt, Schol. Lycophr. 1. – Gew. subst. der Aufseher, Verwalter, von der Gottheit, der Schützer, Pind. Ol. 1, 106; τῶν οἰκίων Her. 3, 63; τῶν ἑωυτοῦ 1, 108; τῆς σκηνῆς Xen. Cyr. 4, 2, 35; ὁ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐπ. Oec. 12, 2; οἱ ἐν τοῖς χωρίοις Plat. Legg. VIII, 849 d; neben ταμίας Ar. Eccl. 212; Geschäftsführer, Dem. 27, 19; bes. der Vormund, Her. 9, 10; Thuc. 2, 80; Plat. Alc. I, 118 c u. öfter; τὴν κτῆσιν τοὺς ἐπιτρόπους ἐπιτροπεύειν Legg. IX, 877 c; Oratt.; Plut. Lys. 3 Dem. 6 u. sonst; – Statthalter, τῆς Μέμφιος Her. 3, 27, Μιλήτου 5, 30; u. bes. Sp. in den Provinzen, ὁ κατὰ τὴν Λιβύην ἐπ. Hdn. 7, 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτροπος: -ον, (ἐπιτρέπω) ἄνθρωπος εἰς ὃν εἶναι ἐμπεπιστευμένη ἡ φροντὶς πράγματός τινος, οἰκονόμος, ἐπιστάτης, φροντιστής, κυβερνήτης, κτλ.· μετὰ γεν. πράγμ., τῶν ἑωυτοῦ Ἡρόδ. 1. 108· τῶν οἰκιῶν 3. 63· τῶν πατρῴων Δημ. 539. 23, πρβλ. 565. 15: τοπάρχης, ἀντιβασιλεύς, Μέμφιος Μιλήτου Ἡρόδ. 3. 27., 5. 30, πρβλ. 5. 106: ἐπιτετραμμένος, ὡς δ’ ἐγὼ ἤκουσα Τίμνεω, τοῦ Ἀριαπείθεος ἐπιτρόπου ὁ αὐτ. 4. 76. 2) μετὰ γεν. προσ., ἐπίτροπος, προστάτης, κηδεμών, ὅσοι δὲ παῖδας καταλελοίπασιν, ἡ τῆς πατρίδος εὔνοια ἐπίτροπος αὐτοῖς τῶν παίδων καταστήσεται Ὑπερείδου Ἐπιτάφ. 43. Ὁ Καλλίας καλεῖται ἐπίτροπος τοῦ Πρωταγόρου, πληρεξούσιος, συνήγορος, οὐ γὰρ ἐγώ, ὦ Σώκρατες, ἀλλὰ μᾶλλον Καλλίας ὁ Ἱππονίκου τῶν ἐκείνου ἐπίτροπος Πλάτ. Θεαίτ. 165Α. πρβλ. Δημ. 819. 18· ὁ Καίσαρος ἐπίτροπος ἢ ἐπ. Καίσαρος, Λατ. procurator Caesaris, διοικητὴς ἢ τοπάρχης ἀπεσταλμένος ὑπὸ τοῦ Καίσαρος, Πλούτ. 2. 813Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1186 κτλ.· ἐπ. Σεβαστοῦ ἢ -στῶν ὁ αὐτ. 1078, 1318, 1813b (Προσθῆκαι), 1352, κτλ. 3) ἀπολ., ὁ ἐπιτροπεύων τινά, κηδεμών, ἀλλ’ ὁ μὲν ἦν ἔτι παῖς, ὁ δὲ τούτου ἐπίτροπός τε καὶ ἀνεψιὸς Ἡρόδ. 9. 10, Θουκ. 2. 80, κτλ.· θεὸς ἐπ. ὢν Πινδ. Ο. 1. 171: φροντιστής, ἐπιμελητής, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35. - Περὶ ἐπιτρόπων πρβλ. Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 82 καὶ 83 (ἔκδ. Blass).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 administrateur (d’une maison, d’une fortune, etc.), intendant;
2 gouverneur d’une ville, d’un pays;
3 tuteur, gouverneur.
Étymologie: ἐπιτρέπω.
English (Slater)
ἐπῐτροπος
1 guardian θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται, Ἱέρων, μερίμναισιν (O. 1.106)
English (Strong)
from ἐπί and τρόπος (in the sense of ἐπιτροπή); a commissioner, i.e. domestic manager, guardian: steward, tutor.
English (Thayer)
ἐπιτρόπου, ὁ (ἐπιτρέπω), universally, one to whose care or honor anything has been intrusted; a curator, guardian, (Pindar Ol. 1,171, et al.; Philo de mundo § 7 ὁ Θεός καί πατήρ καί τεχνίτης καί ἐπίτροπος τῶν ἐν οὐρανῷ τέ καί ἐν κόσμῳ). Specifically,
1. a steward or manager of a household, or of lands; an overseer: Xenophon, oec. 12,2; 21,9; (Aristotle, oec. 1,5 (p. 1344a, 26) δούλων δέ εἴδη δύω, ἐπίτροπος καί ἐργάτης).
2. one who has the care and tutelage of children, either where the father is dead (a guardian of minors: ἐπίτροπος ὀρθανων, Plato, legg. 6, p. 766c.; Plutarch, Lyc. 3; Cam. 15), or where the father still lives (Aelian v. h. 3,26): Galatians 4:2.
Greek Monolingual
ο, η (AM ἐπίτροπος, -ον) επιτρέπω
1. αυτός που του έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας εντολής
2. εκπρόσωπος, εντεταλμένος, επιστάτης, φροντιστής, διοικητής, επόπτης
3. κηδεμόνας, επιμελητής («ἐπίτροπος ὢν Θάρυπος τοῡ βασιλέως ἔτι παιδὸς ὄντος», Θουκ.)
νεοελλ.
αυτός που ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα σε στρατοδικείο ή ναυτοδικείο
μσν.- νεοελλ.
εκκλ. αυτός που ασχολείται με τις εισπράξεις και τις δαπάνες τών ναών
αρχ.-μσν.
1. διοικητής, τοπάρχης, αντιβασιλιάς («τοὺς ἐπιτρόπους τῆς Μέμφιος», Ηρόδ.)
2. εκτελεστής διαθήκης
3. φύλακας, προστάτης, βοηθός («θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῑσι μήδεται», Πίνδ.)
αρχ.
1. επιστάτης, επιμελητής, οικονόμος («ἐκήρυξε δέ παρεῑναι πάντας τοὺς ἐπιτρόπους», Ξεν.)
2. απεσταλμένος του Καίσαρος, διοικητής («εἰσὶ δὲ καὶ ἐπίτροποι τοῡ Καίσαρος», Στράβ.)
3. επόπτης τών εκτελεστών της διαθήκης.