τάφος

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάφος Medium diacritics: τάφος Low diacritics: τάφος Capitals: ΤΑΦΟΣ
Transliteration A: táphos Transliteration B: taphos Transliteration C: tafos Beta Code: ta/fos

English (LSJ)

[ᾰ] (A), ὁ, (θάπτω)

   A funeral-rites, Il.23.619, Od.4.547; δαινύναι τάφον to give a funeral-feast, Il.23.29, Od.3.309; τελέσαι τάφον Ἕκτορι δίῳ to perform the funeral-rites, Il.24.660; so ὃν πόλις στυγεῖ, σὺ τιμήσεις τάφῳ; A. Th.1051; τάφῳ κτερίζειν S.Ant.203; τάφον τινὸς θέσθαι Id.OT1447; τ. περιστέλλειν νεκροῦ Id.Aj.1170; τάφου τυχεῖν obtain the rites of burial, E.Hec.47; τοιόσδε ὁ τ. ἐγένετο Th.2.47: pl. of a single funeral, Pl.R.414a; so of cremation, Clitarch. 32 J.    2 the act of performing the funeral-rites, τοῦδε τοῦ τ. φήσεις μετασχεῖν S.Ant.534.    II grave, tomb, Hes.Sc.477, Pi.I.8(7).63, A.Pers.686, Ch.168, S.El.1218 sq., Hdt.2.136, Th.1.26, etc. (never in Hom.): pl. of a single grave, S.OC411; ὄντες ἐν τάφοις dead and buried, A.Eu.767; μέγας γ' ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι his being dead and buried, S.OT987:—γῦπες ἔμψυχοι τάφοι Gorg.5a.    2 ἔμψυχός τις τ. a 'living skeleton', Luc.DMort.6.2.    3 = βωμός, Duris 34 J.    4 Cypr. for φόνος, Sch.Il.23.29.
τάφος [ᾰ] (B), εος, τό, (τέθηπα)

   A astonishment, amazement, τ. δ' ἕλε πάντας Od.21.122, cf. 24.441; τ. δέ οἱ ἦτορ ἵκανεν 23.93; dat. τάφει Ibyc.21.

German (Pape)

[Seite 1075] τό, Staunen, Verwunderung; τάφος δ' ἕλε πάντας, Od. 21, 122. 24, 441; τάφος δέ οἱ ἦτορ ἵκανεν, 23, 93; H. h. 6, 37. ὁ, Leichenbestattung, bes. Todtenmahl oder Leichenfeier, wie Il. 23, 619. 680, auch αὐτὰρ ὁ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ, 23, 29 ff., einen Leichenschmaus geben. wie Od. 3, 809, vgl. 4, 547; εἰ μμὲν δή μ' ἐθέλεις τελέσαι τάφον. Ἕκτορι δίῳ, Il. 24, 660, vgl. 804, auf Alles gehend, was zur feierlichen Bestattung nöthig ist; vgl. auch τάφον περιστελοῦντε νεκροῦ, Soph. El. 1149. 1163 O. R. 1447; – das Grab selbst, der Grabhügel, Hes. Sc. 477, παρὰ πυρὰν τάφον τε, Pind. I. 7, 57; Her. 2, 136. 4, 127 u. sonst, u. eo gew. bei den Attikern; τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγὼ μηχανήσομαι, Aesch. Spt. 1028; τοίγαρ ἐν ταὐτῷ τάφῳ κείσει, Ch. 881, u. öfter; ἐπεί νιν θάνατος ἐν τάφοις ἔχει, Soph. O. R. 942; ἐν τάφοισι θέσθε κἀν κτερίσμασιν, O. C. 1412; λάϊνον ἐς τάφον, Eur. Suppl. 62, u. öfter; u. in Prosa: τάφων καὶ τῶν ἄλλων μνημείων, Plat. Rep. III, 414 a; Phaed. 81 d, u. sonst, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τάφος: [ᾰ], ὁ, (ἴδε ἐν λ. θάπτω) ταφή, ἐνταφιασμός, κηδεία, Λατ. funus, Ἰλ. Ψ. 619, Ὀδ. Δ. 547, Ἡσ., Σοφ., κλπ.· δαινύναι τάφον, παρέχειν εὐωχίαν κηδευτικὴν «μακαρ~ιάν», ὡς τὸ γάμον δαινύναι, Ἰλ. Ψ. 29, Ὀδ. Γ. 309· τελέσαι τάφον Ἕκτορι δίῳ, τὰς ἐπικηδείους τελετάς, Ἰλ. Ω. 660· οὕτω, τιμᾶν τάφῳ τινὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 1046· τάφῳ κτερίζειν Σοφ. Ἀντ. 203· τάφον τινὸς θέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1447· τ. περιστέλλειν νεκροῦ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1170· τάφου τυχεῖν, λαβεῖν τὰς ἐπικηδείους τιμάς, Εὐρ. Ἑκ. 47· τοιόσδε ὁ τ. ἐγένετο Θουκ. 2. 47· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ μιᾶς μόνης κηδείας, ταφή, Πλάτ. Πολ. 414Α, κτλ. 2) ἡ ἐνέργεια τῆς ταφῆς, τοῦδε τοῦ τ. φήσεις μετασχεῖν Σοφ. Ἀντ. 534. ΙΙ. αὐτὸς ὁ τάφος, ὁ τύμβος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 477, Πινδ. Ι. 8 (7). 126, Ἡρόδ. 2. 136, Αἰσχύλ. Πέρσ. 686, Χο. 168, Σοφ. Ἠλ. 1218 κἑξ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ.· - οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς μόνον τάφου, Ἡρόδ. 4. 127, Σοφ. Ο. Κ. 411· ὄντες ἐν τάφοις, καίπερ νεκροὶ καὶ τεθαμμένοι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 767· μέγας γ’ ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι, μεγάλη ἀνακούφισις ἡ ταφὴ τοῦ πατρός σου, ὁ θάνατος αὐτοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 987. 2) ἔμψυχός τις τ., ζῶν σκελετό, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 2.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
1 funérailles, sépulture, particul. cérémonies (jeux ou repas) funèbres ; δαινύναι τάφον IL, OD donner un repas funéraire ; τελέσαι τάφον τινί IL accomplir les rites funéraires en l’honneur de qqn ; τάφου τυχεῖν EUR obtenir les honneurs de la sépulture;
2 tombeau : ἔμψυχός τις τάφος LUC sépulcre vivant ; τάφος πετραῖος SOPH sépulcre de pierre, càd enveloppe de pierre dont Niobé avait été revêtue après la mort de ses enfants.
Étymologie: θάπτω.
2ion. -εος, att. -ους (τό) :
stupeur.
Étymologie: τέθηπα.

English (Autenrieth)

(1) (θάπτω): burial; funeralfeast, Od. 3.309.
(2) (root θαπ, ταφών): astonishment. (Od.)

English (Slater)

τᾰφος
   1 tomb of Achilles. ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν (I. 8.57) ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τά[φῳ] πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν (Pae. 6.99)

Spanish

enterramiento, tumba

English (Strong)

masculine from θάπτω; a grave (the place of interment): sepulchre, tomb.

English (Thayer)

τάφου, ὁ (θάπτω);
1. burial (so from Homer down).
2. a grave, sepulchre (so from Hesiod down): τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, their speech threatens destruction to others, it is death to someone whenever they open their mouth, Sept. for קֶבֶר; and sometimes for קְבוּרָה.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ
λάκκος στη γη ή χώρος λαξευτός ή κτιστός όπου θάβεται ο νεκρός, μνήμα (α. «ο τάφος τους χορτάριασε» β. «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾱσα γῆ τάφος», Θουκ.)
νεοελλ.
1. επιτάφιο μνημείο ή κενοτάφιο («ο τάφος του Άγνωστου Στρατιώτη»)
2. μτφ. καταστροφή, όλεθρος («η μάχη εκείνη ήταν ο τάφος του»)
3. φρ. α) «σιωπή τάφου» — απόλυτη σιωπή
β) «μέχρι τάφου» — εφ' όρου ζωής
γ) «Άγιος [ή Πανάγιος] Τάφος»
i) ο τάφος του Χριστού στην Ιερουσαλήμ
ii) συνεκδ. η ίδια η πόλη Ιερουσαλήμ
δ) «Τάγμα Αγίου Τάφου» — ιπποτικό λατινικό τάγμα του οποίου οι αρχές ανάγονται πιθανώς στον Γοδεφρείδο ντε Μπουγιόν ή στον Βαλδουίνο της Φλάνδρας
ε) «είναι τάφος»
(για πρόσ.) είναι πολύ εχέμυθος, δεν προδίδει ποτέ μυστικό
αρχ.
1. η τελετή ενταφιασμού ή καύσης νεκρού
2. νεκρώσιμο γεύμα («ὁ τον κτείνας δαίτυ τάφον Ἀργίοισι μητρός τε στυγερῆς καὶ ἀνάλκιδος Αἰγίσθοιο», Ομ. Οδ.)
3. συνεκδ. θάνατοςμέγας γ' ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι», Σοφ.)
4. βωμός
5. μτφ. ο λάρυγγας τών αμαρτωλών («τάφος ἀνεωγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν», ΠΔ)
6. φρ. α) «ἔμψυχοι τάφοι» — οι γύπες, οι οποίοι τρώνε πτώματα (Γόργ.)
β) «ἔμψυχος τάφος» — ο υπέργηρος, ο πολύ γηρασμένος άνθρωπος που βρίσκεται κοντά στον θάνατο (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταφ- του ρ. θάπ-τω (βλ. λ. θάπτω) + κατάλ. -ος].———————— (II)
-εος, το, Α
έκπληξη, θαυμασμόςτάφος δ' ἕλε πάντας», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταφ- του αρχ. παρακμ. τέ-θηπ-α (βλ. λ. θάμβος) + κατάλ. ουδ. -ος].