στρατιώτης

From LSJ
Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτῐώτης Medium diacritics: στρατιώτης Low diacritics: στρατιώτης Capitals: ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Transliteration A: stratiṓtēs Transliteration B: stratiōtēs Transliteration C: stratiotis Beta Code: stratiw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ: voc.

   A στρατιῶτα Philem.155: (στρατιά):— soldier, Hdt.4.134, al., Cratin.143, IG12.60.12, etc.; στρατιώτας καταλέγειν Ar.Ach.1065; σ. μισθωσάμενος, of Pisistratus, Arist.Ath. 15.2; ἄνδρες σ., in a speech, Th.7.61; collectively, in sg., ὁ πολὺς ὅμιλος καὶ σ. Id.6.24; also of soldiers serving on ship-board, Id.2.88.    2 later, professional soldier,= μισθοφόρος, Arist.EN1116b15, cf.Archestr.Fr.61; soldier in Ptolemaic and Roman Egypt, PEnteux. 54.8 (iii B.C.), OGI86.12 (iii B.C.), PLond.1.142.4 (i A.D.), etc.; Κάσσανδρος τῶν Ἀπολλωνίου στρατιωτῶν PCair.Zen.301.1 (iii B.C.).    II water-lettuce (σ. ἔνυδρος Gal.12.131), Pistia Stratiotes, Meno Iatr.6.22, Dsc.4.101; σ. χιλιόφυλλος, Achillea Millefolium, yarrow or milfoil, ib.102.

German (Pape)

[Seite 952] ὁ, der Bürger, der kriegspslichtig ist u. Kriegsdienste thut, der Krieger, Her. u. Folgde überall, oft in der Anrede. ὦ ἄνδρες στρατιῶται, Xen. (s. ἀνήρ); – später auch der um Sold Kriegsdienste thut, der eigtl. ξένος oder μισθοφόρος heißt, Arist. eth. 3, 8; – ποτάμιος στρατιώτης, eine Wasserpflanze, vielleicht eine Art Wasserlinse, Diosc.; eine andere Pflanze ist στρατιώτης χιλιόφυλλος, achillea tomentosa, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτιώτης: -ου, ὁ, κλητ. στρατιώτα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 63a· (στρατιά)· - πολίτης ὑπόχρεως εἰς στρατωτικὴν ὑπηρεσίαν· ἀκολούθως καθόλου, στρατιώτης, Ἡρόδ. 4. 134, κ. ἀλλ., Κρατῖν. ἐν «Οδυσσεῦσι» 5, κτλ.· στρατιώτας καταλέγειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1065· ἄνδρες στρ., ἐν ἀγορεύσει, Θουκ. 7. 61· περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ πολὺς ὅμιλος καὶ στρ. ὁ αὐτ. 6. 24· ὡσαύτως ἐπὶ στρατιωτῶν ὑπηρετούντων ἐν πλοίοις, ὁ αὐτ. 2. 88. 2) βραδύτερον ἔτι, στρατιώτης κατ’ ἐπάγγελμα, μισθοφόρος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8, 9, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 4Ε. ΙΙ. ποτάμιος στρ., Αἰγύπτιόν τι φυτὸν φυόμενον ἐν τῷ ποταμῷ Sprengel εἰς Διοσκ. 4. 102· στρ. χιλιόφυλλος, Achillea mullefolium, αὐτόθι 103.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
soldat ; dans les discours ἄνδρες στρατιῶται soldats !.
Étymologie: στρατός.

Spanish

soldado

English (Strong)

from a presumed derivative of the same as στρατιά; a camper-out, i.e. a (common) warrior (literally or figuratively): soldier.

English (Thayer)

στρατιωτου, ὁ (from στράτιος (cf. στρατεύω)), like ἡλιώτης, κλοιωτης, ἠπειρώτης), from Herodotus down, a (common) soldier: Ἰησοῦ Χριστοῦ, metaphorically, a champion of the cause of Christ, 2 Timothy 2:3.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. στρατιῶτις, -ώτιδος, ΜΑ
απλός πολίτης που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς
νεοελλ.
1. (ειδικά) α) οπλίτης που δεν έχει κανένα βαθμό
β) (με ευρεία έννοια) κάθε μέλος του στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο στρατιωτικός
2. πιόνι στο σκάκι
3. μτφ. άτομο που υπερασπίζει ή αγωνίζεται σθεναρά για κάτι, αγωνιστής, πρόμαχοςστρατιώτης της παγκόσμιας ειρήνης»)
νεοελλ.-μσν.
1. το θηλ. γυναίκα που υπηρετεί στον στρατό
2. στον πληθ. (οι) στρατιώτες
(στα βυζ. κείμενα) σώματα ενόπλων που μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης έδρασαν αυτόνομα και ανεξάρτητα ή στο πλευρό τών Βενετών εναντίον τών Τούρκων, ιδίως στην Πελοπόννησο και στα παράλια της Αδριατικής
μσν.
το θηλ. σύζυγος στρατιώτη
μσν.-αρχ.
(το αρσ. και το θηλ.) είδος υδροχαρούς φυτού
αρχ.
1. μισθοφόρος
2. οπλίτης που υπηρετούσε σε πλοίο
3. το θηλ. α) ως επίθ. στρατιωτική, πολεμική («στόλον... ἦραν, στρατιῶτιν ἀρωγήν», Αισχύλ.)
β) στον πληθ. αἱ στρατιώτιδες
αλοιφή για τα μάτια
4. φρ. α) «στρατιώτας καταλέγειν» — κατάτάξη στον στρατό
β) «στρατιώτης χιλιόφυλλος» — το φυτό αχίλλεια
γ) «λεχώ στρατιῶτις» — σύζυγος στρατιώτη
δ) «στρατιῶτις ναῡς» — πλοίο κατάλληλο για τη μεταφορά στρατιωτών, οπλιταγωγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατιά + κατάλ. -ώτης / -ῶτις (πρβλ. επαρχι-ώτης, ἑστι-ῶτις)].

Greek Monotonic

στρᾰτιώτης: -ου, ὁ (στρατιά), πολίτης που έχει υποχρέωση να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία· γενικά, στρατιώτης, οπλίτης, πολεμιστής, σε Ηρόδ., Αττ.· περιληπτικά, ὁ στρατιώτης, στράτευμα, στρατός, σε Θουκ.