Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὗς

From LSJ
Revision as of 02:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὗς Medium diacritics: ὗς Low diacritics: υς Capitals: ΥΣ
Transliteration A: hŷs Transliteration B: hys Transliteration C: ys Beta Code: u(=s

English (LSJ)

(A), ὗν, gen. ὑός [ῠ]; or σῦς, σῦν, gen. σῠός, ὁ and ἡ: Hom. prefers σῦς, and uses ὗς only metri gr.: in Hdt. and Att. ὗς is the prevailing form, as also at Rhodes, IG12(1).905, Myconos, SIG1024.16(iii/ii B. C.), etc., and ὑῶν ὄρος is an Argive place-name, ib.56.25 (V B.C.);

   A ὖς Alc.99 (s.v.l.); both forms in Pi., v. infr.; ὗς in PCair.Zen. 462.7 (iii B. C.), LXXLe.11.7, al. (σῦς only as v. l. in Ps.79(80).14), and Plb.8.29.4, 31.14.3, 34.8.8 (συναγρειον f.l. in 8.26.10, B.-W. ii Praef. p.lxxvii); but σῦς (acc. σῦν) in IG5(1).1390.34, al. (Andania, i B. C.): pl., nom. ὕες, σύες; acc. ὕας, σύας, Att. ὗς Pl.Tht.166c, Plb.12.4.5,8, GDI5633.9 (Clazomenae) (σῦς Od.14.107); gen. ὑῶν, συῶν; dat. ὑσί (συσί Il.5.783, 7.257), but Ep. also ὕεσσι Od.13.410, σύεσσι (v. infr.):—the wild swine, of the boar, σῦν ἄγριον ἀργιόδοντα Il.9.539, cf. 8.338, al.; ἀργοτέρῳ συΐ καπρίῳ 11.293; ἀγροτέροισι σύεσσιν ἐοικότε 12.146; ἀργιόδοντος ὑός 10.264; also called σῦς κάπριος or κάπρος, v. sub vocc.; cf. also χλούνης; of the sow, συὸς ληϊβοτείρης Od.18.29; ὗς ἄγριος Hdt.4.192, cf. X.Cyr.1.6.28, etc.; ὕες (v.l. ὗς) ἄγριαι Arist.HA578a25.    2 of the domesticated animal, Od. 14.14; the hogs being eaten, ὕες θαλέθοντες ἀλοιφῇ Il.23.32; they were fed on acorns, Od. 10.243; also on μῆλα πλατανίστινα, Gal.6.597; τοκὰς ὗς sus foeta, Luc.Lex.6, cf. Od. 14.16; ὗς ἐπίτεξ Alciphr. 3.73.    3 provs., Βοιωτία ὗς, of stupidity (cf. συοβοιωτοί), Pi.O.6.90, cf. Fr.83 (σύας) ; ὗς ποτ' Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισεν (or more shortly ἡ ὗς τὴν Ἀθηνᾶν, Lat. sus Minervam, Plu.Dem. 11), of dunces setting themselves up against wise men, Theoc.5.23; οὐκ ἂν πᾶσα ὗς γνοίη Pl. La.196d; ὗς διὰ ῥόδων 'a bull in a china-shop', Crates Com.4; ὗς ἐκώμασε, of arrogant and insolent behaviour, Theognost.Can.24; ὗς ὑπὸ ῥόπαλον δραμεῖται, of one who runs wilfully into destruction, Dinoloch.14; παχὺς ὗς ἔκειτ' ἐπὶ στόμα (cf. βοῦς VIII) Men.21; λύσω τὴν ἐμαυτῆς ὗν I will give my rage vent ('go the whole hog'), Ar.Lys. 684.    II = ὕαινα 11, Epich.68, Archestr.Fr.22.1.    III v. ὕσγη. (Cf. Lat. σῡς, OE. sú, sw-in: perh. I.-E. sū-s fem. 'mother', cf. Skt. sū-s 'mother', sū-te 'bring forth (young)'; change of meaning as in Polish maciora (1) 'mother', (2) 'sow', and in Sardinian mardi 'sow', from mater; Skt. sū-s is also masc., and σῦς is difficult.)
ὗς (B), Dor. for οἷ,

   A whither, IG4.498.4 (Mycenae, ii B. C.).    II Dor. for ἐκεῖ (σε), in the gloss ὕσειμι· ἐκεῖ βαδίζω, Hsch. (cf. ὗσπερ).

Greek (Liddell-Scott)

ὗς: ὗν (ὗα Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 8), γεν. ὑὸς [ῠ]· ἢ σῦς, σῦν, γεν. σῠός, ὁ καὶ ἡ· ὁ Ὅμ. προτιμᾷ τὸν τύπον σῦς, χρῆται δὲ τῷ ὗς μόνον χάριν τοῦ μέτρου· παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. ὗς εἶναι ὁ ἐπικρατῶν τύπος· πληθ. ὀνομ. ὕες, σύες, κατ’ Ἀττ. συναίρεσιν ὗς (ἀλλ’ οὐδέποτε οὕτω παρ’ Ὁμ.)· αἰτ. ὕας, σύας, κατ’ Ἀττ. συναίρ. σῦς (καὶ ἐν Ὀδ. Ξ. 107)· γεν. συῶν, δοτ. ὑσί, συσὶ (Ἰλ. Ε. 783, Η. 257), ἀλλ’ Ἐπικ. καὶ ὕεσσι, σύεσσι. Ὁ ἄγριος χοῖρος εἴτε ἄρρην (κάπρος) εἴτε θῆλυς· ἐπὶ τοῦ κάπρου, σῦν ἄγριον ἀργιόδοντα Ἰλ. Ι. 539, πρβλ. Θ. 338· ἀγροτέρῳ συῒ Λ. 293 ἀγροτέροισι σύεσσι ἐοικότες Μ. 146· ἀργιόδοντος ὑὸς Κ. 264· λέγεται δὲ καὶ σῦς κάπριοςκάπρος, ἴδε τὰς λέξεις· πρβλ. ὡσαύτως χλούνης· ― ἐπὶ τοῦ θήλεος χοίρου, συὸς ληιβοτείρης Ὀδ. Σ. 29· ― τὴν τόλμην καὶ τὴν ἰσχὺν τοῦ κάπρου καλῶς ἐγίνωσκεν ὁ Ὅμηρος καὶ περιγράφει τὸν τρόπον καθ’ ὃν ἐπιτίθεται μετὰ πολλῆς λεπτομερείας ἐν Ἰλ. Μ. 146, κ. ἀλλ., πρβλ. δοχμόομαι· ― οὕτω παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμ. συγγραφεῦσιν, ὗς ἄγριος Ἡρόδ. 4. 192, Ξεν. ἐν Κύρ. 1. 6, 28, κλπ.· ὕες ἄγριαι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28, 1. 2) ἐπὶ τοῦ κατοικιδίου χοίρου· ὁ Ὀδυσσεὺς εἶχεν 600 θήλεις καὶ 360 ἄρρενας, Ὀδ. Ξ. 13-20· ― οἱ ἄρρενες ἐχρησίμευον πρὸς τροφήν, αὐτόθι 17, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 32, ἔνθα οἱ ὕες θαλέθοντες ἀλοιφῇ εὐόμενοι τανύοντο διὰ φλογός, «ἐξετείνοντο φλογιζόμενοι τῷ πυρὶ» (Σχόλ.)· ἐτρέφοντο δὲ διὰ βαλάνων, ἔσθουσαι βάλανον μενοεικέα Ὀδ. Ν. 409, πρβλ. Κ. 243· τοκὰς ὗς, sus foeta, Λουκ. Λεξιφάν. 6, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 16· ὗς ἐπίτεξ Ἀλκίφρων 3. 73. 3) παροιμίαι, Βοιωτία ὗς, ἐπὶ ἀγροικίας καὶ ἀναγωγίας (πρβλ. Συοβοιωτοί), Πινδ. Ο. 6. 153· ὗς ποτ’ Ἀθηναίαν ἔριν ἤρισε (ἢ συντομώτερον ὗς τὴν Ἀθηνᾶν, Λατιν. sus Minervam, Πλουτ. Δημοσθ. 11), «παροιμία ἐπὶ τῶν τοῖς κρείττοσιν ἐριζόντων» (Σχόλ.), Θεόκρ. 5. 23· οὐκ ἂν πᾶσα ὗς γνοίη Πλάτ. Λάχ. 196D· ὗς διὰ ῥόδων, ἐπὶ τῶν σκαιῶν καὶ ἀναγώγων, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 6· ὗς ἐκώμασε, παροιμία ἐπὶ τῶν ἀκόσμων, δηλ. ἐπὶ τῶν ἀκόσμως τι ποιούντων, Θεογνώστου Κανόν. 24, 66· ὗς ὑπὸ ῥόπαλον δραμεῖται, «παροιμία παρὰ Δεινάρχῳ ἐπὶ τῶν ἑαυτοὺς εἰς ὄλεθρον ἐμβαλλόντων» Παροιμιογρ. Κῶδ. Βολδειαν. 918, Φώτ. 634, 15· παχὺς ὗς ἔκειτ’ ἐπὶ στόμα (πρβλ. βοῦς IV), ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἀδηφαγίας ὑπερσαρκησάντων, Μένανδρος ἐν «Ἁλιεῦσιν» 1· λύσω τὴν ἐμαυτῆς ὗν, θὰ κενώσω ὅλην μου τὴν ὀργήν, θὰ ἀφήσω νὰ ἐκσπάσῃ ὅλοςθυμός μου, Ἀριστοφ. Λυσ. 684. ΙΙ. = ὕαινα ΙΙ, Ἐπίχ. καὶ Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326Ε, F. ΙΙΙ. = ὕσγη, Παυσ. 10. 36, 1. (Πρβλ. Λατιν. sus· Γοτθ. sv-ein· Ἀγγλο-Σαξον. swin· Ἀρχ. Γερμ. su (sau, sow)· Σλαυ. sv-inja· ― κατὰ τὸν Κούρτ. ἡ ῥίζα εὑρίσκεται ἐν τῷ Σανσκρ. sû (generare)· ἕτεροι σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ σεύομαι, θύω Β).

French (Bailly abrégé)

1ὑός, ὑΐ, ὗν ; ὗες, ὑῶν, ὑσί, ὗς (ὁ, ἡ)
1 masc. porc ou sanglier, fém. truie ou laie, animal ; ὗς ἄγριος sanglier ; ὗς ποτ’ Ἀθηναίαν ἔριν ἤρισε THCR ou simpl.ὗς τὴν Ἀθηνᾶν PLUT un porc a cherché querelle à Athéna, càd un ignorant veut faire la leçon à un homme instruit;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: R. Συ, procréer ; cf. R. skr. Sû, m. sign. ; cf. σῦς, υἱός.
Syn. κάπρος, μονίας, μονιός, σῦς.
2v. υἷος.

English (Autenrieth)

υός (σῦς), acc. ὗν, pl. dat. ὕεσσι: swine, pig, sow or boar. ὗς or σῦς ac cording to metrical convenience, but the latter is more common than the former.

English (Slater)

ὗς (cf. σῦς.)
   1 swine ἀρχαῖον ὄνειδος Βοιωτίαν ὗν (cf. fr. 83.) (O. 6.90)

English (Strong)

apparently a primary word; a hog ("swine"): sow.

English (Thayer)

ὑός, ἡ, from Homer down, the Sept. several times for חֲזִיר, a swine: 2 Peter 2:22.

Greek Monotonic

ὗς: ὗν, γεν. ὑός [ῠ] ή σῦς, σῦν, γεν. σῠός, και · πληθ., ονομ. ὕες (Αττ. ὗς), σύες, αιτ. ὕας, σύας (Αττ. σῦς)· γεν. συῶν, δοτ. ὑσί, συσί, Επικ. επίσης ὕεσσι, σύεσσι,
1. αγριόχοιρος, αγριογούρουνο, είτε αρσενικός (κάπρος) είτε θηλυκός (γουρούνα), σε Όμηρ. κ.λπ.· σῦς ἄγριος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης σῦς κάπριος ή κάπρος, βλ. κατωτ.
2. οικόσιτο γουρούνι, χοίρος, σε Όμηρ. κ.λπ.