ἐπιδίδωμι
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
A give besides, τινί τι Il.23.559, Hdt.2.121.δ',al., E.Med.186 (anap.), Ba.1128, etc.: abs., Hes.Op.396, etc. b. of a physician, administer, ὅσων τῷ κάμνοντι δεῖ Ph.1.253; give afterwards, τροφὴν προδόντες ἐπιδιδόασι τὸν ἐλλέβορον Dsc.4.148. 2. give in dowry, ὅσσ' οὔ πώ τις ἑῇ ἐπέδωκε θυγατρί Il.9.148, cf. Lys.16.10, Pl.Lg.944a (Pass.), X.Cyr.8.5.19. b. esp. contribute as a `benevolence', for the purpose of supplying state necessities, opp. εἰσφέρειν (which was compulsory), Is.5.37; ἐκ τῶν ἰδίων ἐ. Din.1.80; τριήρη ἐπέδωκεν D.21.160; ἐπέδωκα τὰ χρήματα Id.18.113; τὸ κοινὸν ἐπέδωκε τῷ θεῷ SIG 489.9 (Delph., iii B.C.); but also, c. offer money as a bribe or consideration, X.Ath.3.3. 3. give freely, bestow, Th.4.11, Ar.Pax333; ὑμῖν τῶν ἑαυτοῦ τι Lys.30.26; ἐ. τοῦ ἑαυτοῦ μέρους X.Cyr.1.5.1; τὸν ἑαυτοῦ [ζῆλον] εἰς τὴν φιλοδοξίαν Inscr.Prien.114.12 (i B.C.). 4. ἐπιδιδόναι ἑαυτόν give oneself up, devote oneself, τινί to one, Ar.Th. 213, cf. Luc.Peregr.13; εἴς τι SIG495.124 (Olbia, iii B.C.), cf. Hdn. 3.4.1; εἰς πᾶν τό σοι χρήσιμον ἐμαυτὸν ἐ. UPZ62.9 (ii B.C.); also (sc. ἑαυτὸν) ἐπιδιδόναι εἰς τρυφήν Ath.12.525e; εἰς ὑπερηφανίαν Nymphis 15; ἐ. ἑαυτὸν τῇ πνεούσῃ Luc.Herm.28: abs., ἐπιδόντες ἐφερόμεθα ran before the wind, Act.Ap.27.15. 5. give into another's hands, deliver, ἐπιστολήν τινι D.S.14.47 (dub.l.), Act.Ap.15.30; χρηματισμόν LXX 2 Ma.11.17; γραμματεῖον Luc.Peregr.16: abs., of petitions, freq. in Pap., BGU45, etc.; of reports or returns, POxy.255.16 (i A.D.), etc.:—Pass., OGI515.37 (Mylasa, iii A.D.), Just.Nov.53.3.1. 6. ἐ. ψῆφον τοῖς πολίταις give them power to vote, Plu.Num.7. 7. dictate, opp. γράφειν, D.Chr.18.18. II. Med., take as one's witness, θεοὺς ἐπιδώμεθα `give each other our gods', Il.22.254:—in Il.10.463, Aristarch. read σὲ γὰρ πρώτην . . ἐπιδωσόμεθ', perh. in the same sense, though Apollon. and Scholl. explain it by δώροις τιμήσομεν: cf. περιδίδωμι. III. in Prose, freq. intr., increase, advance, ἐς ὕψος Hdt.2.13; καθ' ἡμέραν ἐς τὸ ἀγριώτερον Th.6.60; ἐς τὸ μισεῖσθαι Id.8.83; ἐπὶ τὸ μεῖζον ib.24; ἐπὶ τὸ βέλτιον Hp.Aph.1.3, Pl.Prt.318a; εἰς ὄγκον πρὸς ἀρετήν increase in virtue Id.Lg.913b; πρὸς εὐδαιμονίαν Isoc.3.32: and abs., grow, Pl.Euthd.271b; advance, improve, Th.6.72, 7.8; βελτίων ἔσται καὶ ἐ. Pl.Prt.318c, cf. Cra.41ce, Tht.146b, 150d, Isoc.9.68, etc.; ἐ. πάμπολυ [ἡ μάχη] waxes great, Pl.Tht.179d. 2. = ἐνδίδωμι v, give in, give way, ἐ. ἐπίδοσιν τοῖσι ἕλκουσι Hp.Art.72, cf. Gal.6.5, Sor.1.103.
German (Pape)
[Seite 938] (s. δίδωμι), außerdem geben, hinzufügen, Hes. O. 394; τινί τι, Il. 23, 559; in tmesi, 9, 290; von der Mitgift, als Aussteuer mitgeben, wie ὅπλα φησὶν ὁ ποιητὴς παρὰ θεῶν προῖκα ἐν τοῖς γάμοις ἐπιδοθῆναι Θέτιδι Plat. Legg. XII, 944 a; ἐπιδίδωμι αὐτῇ φερνὴν Μηδίαν Xen. Cyr. 8, 5, 19; προῖκα τάλαντον Dem. 40, 6, wie Is. 2, 4 u. öfter; ὁ θεὸς εὐμάρειαν ἐπεδίδου χεροῖν Eur. Bacch. 1178; bes. außer dem, was man pflichtmäßig zu geben hat, als freiwillige Beisteuer, z. B. dem Staate in der Noth geben, im Ggstz von εἰσφέρειν, Is. 5, 37; oft in Dem. or. pro corona, μεγάλας ἐπιδόσεις §. 171; τριήρη 21, 160; τὰς ναῦς τοῖς Λακεδαιμονίοις Thuc. 4, 11; τοῦ ἑαυτοῦ μέρους, von seinem eigenen Antheile, Xen. Cyr. 1, 5, 1; – τὴν ἐπιστολήν τινι, übergeben, D. Sic. 14, 47; Plut. Alex. 19; ψῆφον ἐπέδωκε τοῖς πολίταις, die Stimmsteinchen einhändigen, abstimmen lassen, Num. 7; – ἑαυτόν, sich ergeben, überlassen, ἐπειδὴ σαυτὸν ἐπιδίδως μοι Ar. Th. 213; vgl. Plat. Phil. 19 c; bes. Sp., αὑτὸν τῇ τῆς βασιλείας ἐλπίδι, er gab sich der Hoffnung hin, Hdn. 2, 7, 9; εἴς τι, 3, 4, 2; mit ausgelassenem acc., scheinbar intr., εἰς τρυφήν, sich der Schwelgerei ergeben, Ath. VIII, 525 e; εἰς ὑπερηφανίαν ibd. 536 a. – Häufig in Prosa intr., zunehmen, Fortschritte machen, ἢν οὕτω ἡ χώρη ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος Her. 2, 13; ἐπεδίδοσαν ἐς τὸ ἀγριώτερον, immer erbitterter werden, Thuc. 6, 60; ἐπεδίδου ἐπὶ τὸ μεῖζον 8, 24; ἐς τὸ μισεῖσθαι 8, 83; oft bei Plat. absolut, ἐπὶ τὸ βέλτιον Prot. 318 a; πρὸς ἀρετήν, in der Tugend, Legg. XI, 913 b; εἰς τὸ ὀξύτεροι γίγνεσθαι Rep. VII, 526 b; πλεῖστον πρὸς ἀρετήν Isocr. 1, 12; πρὸς εὐδαιμονίαν 3, 32. Auch von Sachen, ἐπιδιδοῦσαν τὴν τῶν πολεμίων ἰσχύν Thuc. 7, 8; αἱ ἄλλαι τέχναι ἐπιδεδώκασι Plat. Hipp. mai. 281 d; Sp. – Im med., θεοὺς ἐπιδώμεθα, laß uns die Götter noch hinzufügen, d. i. als Zeugen anrufen, Il. 22, 254; vgl. περιδίδωμι u. Herm. zu H. h. Merc. 383.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιδώσω, etc.
I. tr. 1 donner en outre, ajouter : τινί τι qch pour qqn;
2 donner en dot;
3 donner volontairement;
4 p. ext. donner, remettre (une lettre à qqn) : ψῆφόν τινι PLUT donner à qqn la faculté de voter;
II. intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) s’accroître, s’étendre, faire des progrès : τοσοῦτον ἐπ. XÉN faire autant de progrès ; ἐπ. ἐς τὸ μισεῖσθαι THC s’attirer de plus en plus la haine (d’autrui);
Moy. ἐπιδίδομαι;
1 offrir pour témoin : θεούς IL prendre les dieux pour témoins;
2 honorer par des présents : τινα qqn.
Étymologie: ἐπί, δίδωμι.
English (Autenrieth)
aor. ἐπέδωκε, inf. ἐπιδοῦναι, mid. fut. ἐπιδωσόμεθα, aor. 2 subj. ἐπιδώμεθα: give besides or with, Il. 23.559; as dowry, Il. 9.147; mid., take (to oneself) as witness, Il. 22.254; ‘honor with gifts’(?), Il. 10.463 (v. l. ἐπιβωσόμεθα).
English (Slater)
ἐπιδίδωμι
1 give in addition εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει (Tric.: ἐπὶ codd.: cf. ἐπιζεύγνυμι) (P. 5.124)
English (Strong)
from ἐπί and δίδωμι; to give over (by hand or surrender): deliver unto, give, let (+ (her drive)), offer.
English (Thayer)
3rd person singular imperfect ἐπεδίδου; future ἐπιδώσω; 1st aorist ἐπέδωκα; 2nd aorist participle plural ἐπιδόντες; 1st aorist passive ἐπεδοθην; (from Homer down); to give over;
1. to hand, give by handing: τινα τί, R G L); to give over, i. e. give up to the power or will of one (German preisgeben): ἑαυτούς or τό πλοῖον τῷ ἀνέμῳ).
Greek Monotonic
ἐπιδίδωμι: μέλ. -δώσω,
I. 1. δίνω επιπλέον, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
2. δίνω ως προίκα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
3. χαρίζω, σε Θουκ., Αριστοφ.· ιδίως, συνεισφέρω ως «δωρεά» για τις ανάγκες της πόλης, αντίθ. προς το εἰσφέρειν (το οποίο ήταν αναγκαστικό), σε Ξεν., Δημ.· πρβλ. ἐπίδοσις.
II. Μέσ., επικαλούμαι μάρτυρα, θεοὺςἐπιδώμεθα, σε Ομήρ. Ιλ.· (άλλοι το αναφέρουν ως ἐπι-δώμεθα, ας κοιτάξουμε προς το μέρος των θεών, ας προβλέψουμε).
III. αμτβ., αυξάνομαι, προοδεύω, ἐςὕψος, σε Ηρόδ.· ἐπὶ τὸ μεῖζον, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., μεγαλώνω, αυξάνομαι, προοδεύω, βελτιώνομαι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδίδωμι: (fut. ἐπιδώσω)
1) (также или сверх того) давать, отдавать, передавать (τινί τι Hom. etc.): ἐ. ἑαυτόν τινι Arph., Plat. отдавать себя в чье-л. распоряжение; ἐπιδοῦναι ἑαυτὸν σφαγιάσασθαι Plut. отдать себя на заклание;
2) (тж. προῖκα ἐ. Dem., προῖκα ἐν τοῖς γάμοις ἐ. Plat., φερνὴν ἐ. Xen. и εἰς φερνὴν ἐ. Plut.) давать в приданое (μείλια θυγατρί Hom.; τριάκοντα μνᾶς ἑκατέρᾳ, sc. ἀδελφῇ Lys.);
3) (в отличие от εἰσφέρω) добровольно вносить, жертвовать (τριακοσίας δραχμάς Isae.; μεγάλας ἐπιδόσεις Dem.);
4) даровать, придавать (εὐμάρειαν χεροῖν Eur.);
5) передавать, вручать (ἐπιστολήν τινι Diod., Plut.): ψῆφον ἐ. τοῖς πολίταις Plut. призвать граждан к голосованию;
6) med. брать в свидетели (θεούς Hom.);
7) med. чтить подношениями (θεάν Hom. - v. l. ἐπιβοάομαι);
8) (тж. ἐ. ἐπὶ τὸ μεῖζον Thuc. и εἰς αὔξησιν Arst.) увеличиваться, расти, разрастаться, возрастать (ἐς ὕψος Her.; εἰς ἰσχύν Plut.): ἐ. ἐπὶ τὸ βέλτιον Plat. и εἰς τὸ βελτίων εἶναι Arst. становиться лучше; ἐ. ἐς τὸ ἀγριώτερον Thuc. все более раздражаться; ἐς τὸ μισεῖσθαι ἐπιδεδωκέναι Thuc. навлечь на себя еще большую ненависть;
9) предаваться, отдаваться (εἰς τὸ οἰκεῖον ἔργον Arst.);
10) делать успехи, преуспевать (πρὸς ἀρετήν Plat., Isocr.; πρὸς εὐδαιμονίαν Isocr.).