λωτός

From LSJ
Revision as of 20:41, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωτός Medium diacritics: λωτός Low diacritics: λωτός Capitals: ΛΩΤΟΣ
Transliteration A: lōtós Transliteration B: lōtos Transliteration C: lotos Beta Code: lwto/s

English (LSJ)

(λῶτα· ἄνθη, Hsch. is perh. for ἄωτα), name applied to various plants and trees (Thphr.HP7.15.3, Plin.HN14.101, cf. Hsch.) providing fodder or fruit:    I fodder plants,    1 clover, trefoil, Trifolium fragiferum, Od.4.603, Thphr.HP7.8.3, 7.13.5, Dsc. 4.111.    2 fellbloom, Lotus corniculatus, Il.14.348, Plin.HN22.55.    3 = τῆλις, fenugreek, Trigonella Foenum-graecum, Dsc.2.102; λ. ἄγριος wild fenugreek, T. gladiata, Id.4.111, Gal.12.65.    4 melilot, T. graeca, Thphr.HP9.7.3.    b Italian melilot, Melilotus messanensis, Dsc.4.110, Gal. l.c.    5 = κύτισος, Medicago arborea, Ps.-Dsc.4.112.    II Nile water-lily, Egyptian lotus, Nymphaea Lotus, Hdt.2.92, Thphr.HP4.8.9, PHib.1.152 (iii B.C.), Dsc.4.113, Plin.HN13.107; the blue species (Nymphaea stellata), Thphr.HP 4.8.11; also, Nymphaea Nelumbo, Ath.3.73a.    III of trees found in Libya,    1 nettle-tree, Celtis australis, Thphr.HP1.5.3, 4.3.1, Dsc. 1.117, etc.; used for making flutes, Thphr.HP4.3.4: hence    b in E. (lyr.) and later poets, flute, λ. . . Μουσᾶν θεράπων El.716, cf. Pae.Delph.12, AP7.182 (pl., Mel.); Λίβυς λ. E.Tr.544, Hel.170, IA 1036, prob. in Limen.13.    c pipe inserted in the νάβλα, Sopat. 10.    d tube or stalk of vaginal speculum, Aët. 16.89, Paul.Aeg. 6.73.    2 tree growing among the Lotophagi, Zizyphus Lotus, λωτοῖο . . μελιηδέα καρπόν Od.9.94, cf. Hdt.2.96, 4.177, Thphr.HP4.3.1-4, Plb.12.2.2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
nom de diverses plantes :
1 lotus grec, qu’on donnait aux chevaux comme fourrage;
2 lotus de Cyrénaïque ou des Lotophages, càd jujubier ; fruit de cet arbre, càd lotus ou jujube;
3 lotus d’Égypte, sorte de nénuphar;
4 lotus du N de l’Afrique, d’un bois dur et noir ; flûte en bois de ce lotus.
Étymologie: DELG terme médit. d’origine obscure.

English (Autenrieth)

lotus.—(1) a species of clover, Od. 4.603, Il. 14.348.—(2) the tree and fruit enjoyed by the Lotus-eaters, Od. 9.91 ff. Said to be a plant with fruit the size of olives, in taste resembling dates, still prized in Tunis and Tripoli under the name of Jujube.

Spanish

loto

Greek Monolingual

ο (Α λωτός)
νεοελλ.
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή
2. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών, που κανένα δεν κατατάσσεται από τους βοτανικούς στο γένος λωτός
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων ειδών φυτών και θάμνων
2. ονομασία δένδρων και θάμνων που είναι ιθαγενή της Λιβύης, όπως ο θάμνος κελτίς η νότιος, από το σκληρό μαύρο ξύλο του οποίου κατασκευάζονταν ανδριάντες και αυλοί
3. συνεκδ. ο αυλός
4. το θαμνώδες δένδρο ζίζυφος λωτός
5. σωληνοειδές όργανο που αποτελούσε μέρος του ασιατικού μουσικού οργάνου νάβλος ή νάβλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεσογειακή λ. αβέβαιης προελεύσεως. Προήλθε πιθ. από το εβρ. lōt, το οποίο στη μετάφραση τών Εβδομήκοντα αποδίδεται με τη λ. στακτή «έλαιο που στάζει από διάφορα δέντρα» — η λ., επομένως, δήλωνε αρχικά ένα δέντρο από το οποίο εκκρίνεται λάδι, όπως είναι η μελικουκιά.
ΠΑΡ. αρχ. λωτόεις, λωτώ.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) λωτοειδής, λωτοφάγος
αρχ.
λωτοβοσκός, λωτομήτρα, λωτοτρόφος, λωτοφόρος
νεοελλ.
λωτόμηλα. (Β' συνθετικό) αρχ. μελίλωτος, μυρόλωτος, ξυλόλωτος, πικρόλωτος.

Greek Monotonic

λωτός: -οῦ, ὁ, όνομα πολλών φυτών:
I. Ελληνικός λωτός, φυτό το οποίο έτρωγαν τα άλογα, είδος τριφυλλιού, σε Όμηρ.
II. Κυρηναϊκός λωτός, θάμνος της Αφρικής, του οποίου ο καρπός χρησίμευε σαν τροφή σε κάποιες συγκεκριμένες φυλές της παραλίας, απ' όπου κι οι επονομαζόμενοι Λωτοφάγοι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
III. Αιγυπτιακός λωτός, το κρίνο του Νείλου, σε Ηρόδ.
IV. δέντρο της Βόρειας Αφρικής· διακρίνεται για το σκληρό μαύρο ξύλο του, από το οποίο κατασκευάζονταν οι αυλοί· απ' όπου, Λίβυς λωτός, χρησιμ. από τους ποιητές αντί αὐλός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λωτός:
1) лотос греческий (разновидность клевера, предполож. Trifolium melilotus) Hom.;
2) лотос киренейский (предполож. Zizyphus lotus или Rhamnus lotus): ὅστις λωτοῖο φάγοι μελιηδέα καρπόν, οὐκέτ᾽ νέεσθαι ἤθελεν Hom. кто ни поел медвяного плода лотоса, уже не хотел возвращаться (к своим);
3) лотос египетский (разновидность кувшинки - Nymphae lotus с белыми цветами и Nymphae nelumbo с розовыми цветами) Her.;
4) лотос африканский, «ливийский» (дерево с черной твердой древесиной);
5) свирель из древесины лотоса (см. 4): ὑμέναιος διὰ λωτοῦ Λίβυος Eur. брачная песнь в сопровождении ливийской свирели.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: lotus, name of several nutrimental plants, Trifolium, Melilotus, Trigonella a. o. (Il.), also of the Egypt. waterlily, Nymphaea (Hdt.), of the libyan lotustree, Celtis australis (ι 93 f.), flute made from it (E.); on the meaning Strömberg Theophrastea 184, Carnoy REGr. 71, 95 f., Economos ClassJourn. 30, 424ff.
Compounds: Compp., e.g. Λωτο-φάγοι pl. People's name (Od.), μελί-λωτος m. (-ον n.) Melilotus (Sapph.).
Derivatives: λωτόεις rich in lotus, prob. in λωτεῦντα, -οῦντα for -όεντα (πεδία, M 283), s. Schwyzer 527 n. 2; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 35 a. 351, REGr. 63, 283; λώτινος consisting, made of l. (Sapph., Anacr.); λωτάριον lotusflower (medic.), λῶταξ αὑλητής' (Zonar., Eust.). Denomin. verbs: 1. λωτίζομαι ( H.) pick the flower, i.e. take the best (A. Supp. 963), ἀπο-λωτίζω take from someb. the flower (E.), with λώτισμα the flower, the best of something (A. Fr. 99, 18, E. Hel. 1593); cf. v. Wilamowitz Eur. Her. v. 476. - 2. λωτέω play flute (Zonar.); hardly in λωτεῦντα (M 283), s. λωτόεις.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Mediterranean word; after Lewy Fremdw. 46 from Hebr. lōṭ στακτή' (LXX Ge. 37, 25; 43, 11); also Arab. lādan > λάδανον, λήδανον, s. v.