χαρακτήρ

From LSJ
Revision as of 15:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρακτήρ Medium diacritics: χαρακτήρ Low diacritics: χαρακτήρ Capitals: ΧΑΡΑΚΤΗΡ
Transliteration A: charaktḗr Transliteration B: charaktēr Transliteration C: charaktir Beta Code: xarakth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (χαράσσω)

   A engraver, Euryph. ap. Stob.4.39.27; one who mints coins, IPE1216A14 (Olbia, iii B. C.).    2 graving tool, Daimachus 4J. (pl.) ap.St.Byz. s.v. Λακεδαίμων.    3 die, stamp, IG22.1013.64, 1408.11, 1424a120, 280, 1469.107; in a simile, Arist.GA781a28.    4 branding-iron, Clara Rhodos 2.171 (ii B. C.).    II mark engraved, impress, stamp on coins and seals, ἀργύρου λαμπρὸς χ. E.El.559, cf. Pl.Plt.289b, Arist. Pol.1257a40; coin type, standard, ἦν δ' ὁ ἀρχαῖος χ. δίδραχμον Id.Ath.10.2, cf. OGI339.45 (Sestos, ii B. C.), D.S.17.66; Κότυος χ. Head Hist.Num.2285 (Thrace, i B. C.): hence, in pl., = χάραγμα 1.2, PFlor.61.21 (i A. D.): metaph., οἷς ἡ ἀρετὴ εὐδοξίας χαρακτῆρα τοῖς ἔργοις ἐπέβαλεν set a stamp upon them, Isoc.1.8; Κύπριος (s. v. l.) χαρακτὴρ . . ἐν γυναικείοις τύποις εἰκὼς πέπληκται A.Supp.282.    2 esp. of figures or letters, οἱ τῶν γραμμάτων χ. Plu.2.214f; ὁ τύπος τῶν χ. ib.577f, cf. 1120f, D.S.3.67; of the letters used by Hp. in Epid.3.1, Zeno and Apollonius ap.Gal.17(1).618, cf. 524sq.; of a single letter of the alphabet, Jul.Or.2.72a; ξυλήφια βραχέα ἔχοντα χαρακτῆρα Plb.6.35.7; brand on a camel, PGen.29.8 (ii A. D.); of symbols in a prescription, Gal.13.995; of magical symbols (such as the seven vowels), τῶν χ. ἡ ἀπόρρητος φύσις Jul.Or.7.216c, cf. Iamb.Myst.3.13, Sallust.15; of hieroglyphs, opp. γράμματα, Luc. Herm.44.    3 metaph., distinctive mark or token impressed (as it were) on a person or thing, by which it is known from others, characteristic, character, χ. γλώσσης, of a particular dialect, Hdt.1.57,142; χ. αὑτὸς ἐν γλώσσῃ S.Fr.176; χ. ἡμεδαπὸς τῶν ῥημάτων Ar.Pax220; ὁ Ἑλληνικὸς χ. Greek idiom, D.H.Pomp.3: freq. of persons, feature, ὁ χ. τοῦ προσώπου Hdt.1.116; εἰληφέναι χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους Pl.Phdr.263b; οἱ τῆς ὄψεως χ. D.S.1.91; ἀνδρῶν οὐδεὶς χ. ἐμπέφυκε σώματι E.Med.519; δεινὸς χ. κἀπίσημος . . ἐσθλῶν γενέσθαι Id.Hec.379; φανερὸς χ. ἀρετᾶς Id.HF659 (lyr.); ἠθικοὶ χ., title of work by Thphr.: pl., οἱ χ. the features of the face, J.AJ13.12.1, cf. OGI508.13 (Ephesus, ii A. D.); χ. μορφῆς ἐμῆς ib.383.60 (Nemrud Dagh, i B. C., sg.); [τοῦ ἐμβρύου] Sor.1.33 (pl.): hence,    4 type or character (regarded as shared with others) of a thing or person, rarely of an individual nature, ἀνδρὸς χ. ἐκ λόγου γνωρίζεται Men.72; χ. μοχθηρότατον παραπλάττεσθαι Phld.Rh.1.6 S.; τὸν χ. τὸν Διογένους Arr.Epict.3.22.80; τίνα ἔχει χ. τὰ δόγματα; ib.4.5.17; of nations, Plb.18.34.7.    5 style, freq. in Rhet., ὁ Δημοσθένους χ. D.H.Dem.9, cf. Pomp.1, Cic.QF2.15(16).5; χ. δικανικός Phld.Rh.2.137S.; χ. optimi the ideal type, Cic.Orat. 11.36, cf.39.134; χ. ἰσχνός, μεγαλοπρεπής, γλαφυρός, δεινός Demetr. Eloc.36, cf. D.H.Dem.33; χ. λέξεως Id.Lys.11; χ. Ἀσιανός Str.13.1.66.    6 impress, image, τῆς ὑποστάσεως [τοῦ θεοῦ] Ep.Heb.1.3; πάθους, ἀρετῆς, Longin.22.1, Eun.Hist.p.243 D.: abs., οἱ Σεβάστειοι χ. the imperial seal, i.e. the emperor himself, IG5(2).268.24 (Mantinea, i B. C.).    7 Gramm., typical form, A.D.Synt.20.10, 103.23.

German (Pape)

[Seite 1335] ῆρος, ὁ, eigtl. das Werkzeug zum Eingraben, Einschneiden, Einprägen, und die Person, die dies thut, Eurypham. bei Stob. fl. 103, 27. – Gew. das Eingegrabene, Eingeschnittene, das Gepräge, z. B. bei Münzen, übh. in Stein, Metall od. Holz eingegrabene Schrift und Figuren, übh. das Bild; χ. ἐν τύποις πέπληκται Aesch. Suppl. 279; Eur. El. 559; neben νόμισμα καὶ σφραγῖδες Plat. Polit. 289 b. – Uebertr., das Kennzeichen, Merkmal, die einer Person od. Sache gleichsam aufgeprägte Eigenthümlichkeit, woran man sie erkennt u. sie von andern unterscheidet; γλώσσης, προσώπου, Her. 1, 57. 142. 116; ἀνδρῶν οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι Eur. Med. 519; τῶν ῥημάτων Ar. Pax 220; τηλικοῦτον εὐδοξίας χαρακτῆρα ἐπέβαλε τοῖς ἔργοις Isocr. 1, 8; εἰληφέναι τινὰ χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους Plat. Phaedr. 263 b; u. Sp., τῆς εὐγενείας Plut. Thes. 7. Auch der Charakter eines Schriftstellers, der dem Schriftsteller eigenthümliche Styl, Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 359. – Schilderung, Charakterisirung.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρακτήρ: ῆρος, ὁ, (χαράσσω) κυρίως ἐργαλεῖον πρὸς χάραξιν, Στέφ. Βυζ.· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπου, χαράκτης, ὁ χαράττων τι, Εὐρυφ. παρὰ Στοβ. 556. 8 ἀλλά, ΙΙ. συνήθως, σημεῖον διὰ χαράξεως ἢ τυπώσεως γενόμενον ἐπὶ νομίσματος ἢ σφραγῖδος, ἀργύρου λαμπρὸς χ. Εὐρ. Ἠλ. 559, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 289Β· εὐδοξίας χαρακτῆρα τοῖς ἔργοις ἐπέβαλέ τινι, ἐπεσφράγισε δι᾿ εὐδοξίας, Ἰσοκρ. 2D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 1. 9, 8· χαρακτὴρ ἐν τύποις πέπληκται Αἰσχύλ. Ἱκ. 282· πρβλ. Hemst. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 861· - ὡσαύτως τὰ γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου, διότι ταῦτα κατ᾿ ἀρχὰς ἐχαράττοντο ἐπὶ μαρμάρου ἢ χαλκοῦ, literarum ductus, οἱ τῶν γραμμάτων χ. Πλούτ. 2. 214F· ὁ τύπος τῶν χ. αὐτόθι 577Ε, πρβλ. 1120F, Διόδ. 3. 67. ξυλήφια βραχέα ἔχοντα χαρακτῆρα Πολύβ. 6. 35, 7. 2) μεταφορ., ὡς τὸ τύπος, δηλ. σημεῖόν τι τυπωθὲν οὕτως εἰπεῖν ἐπὶ προσώπου ἢ πράγματος, δι᾿ οὗ διακρίνεται ἀπὸ παντὸς ἄλλου, διακριτικὸν σημεῖον, χαρακτηριστικὸν γνώρισμα, χαρακτήρ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 282· χ. γλώσσης, ἰδίας τινὸς γλώσσης ἢ διαλέκτου, Ἡρόδ. 1. 57, 142· χ. αὐτὸς ἐν γλώσσῃ Σοφ. Ἀποσπ. 186· χ. ἡμεδαπὸς τῶν ῥημάτων Πλάτ. Ἀξίοχ. 220· ὁ Ἑλληνικὸς χ. Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 3. 16· συχν. ἐπὶ προσώπων, ὁ χ. τοῦ προσώπου Ἡρόδ. 1. 116· εἰληφέναι χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους Πλάτ. Φαῖδρ. 263Β· τῆς ὄψεως Διόδ. 1. 91· οὕτως, ἀνδρῶν οὐδεὶς χ. ἐμπέφυκε σώματι Εὐδ. Μήδ. 525· δεινὸς χ. κἀπίσημος ἐν βροτοῖς ἐσθλῶν γενέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 379, ἔνθα ἴδε Σχολιαστ.· φανερὸς χ. ἀρετᾶς ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 658· πρβλ. τοὺς Ἠθικοὺς Χαρ. τοῦ Θεοφράστου· - ἐν τῷ πληθ. οἱ χαρακτῆρες, τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 12, 1· ἐντεῦθεν, 3) ὁ ἰδιαίτερος χαρακτὴρ ἢ τὰ φυσικὰ ἰδιώματα προσώπου ἢ πράγματος, χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 8· ὁ χ. τῶν δογμάτων Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 17· ὁ ἴδιος τοῦ ἀνδρὸς χ. Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 23, πρβλ. 55 καὶ ἐπὶ ὁλοκλήρων ἐθνῶν, Πολύβ. 18. 17, 7. 4) τὸ ἰδιαίτερον ὕφος συγγραφέως, συχν. ἐν ῥητορικοῖς συγγράμμασιν, οἷον Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 8. 9, 10, 13, κλπ., πρβλ. Gic. Orator 30· χ. ἰσχνός, μεγαλοπρεπής, γλαφυρὸς Δημήτρ. Φαληρ. 36, πρβλ. Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 33.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
signe gravé, empreinte, particul. :
1 empreinte de monnaie;
2 figure gravée sur le bois, la pierre ou un métal;
3 fig. signe distinctif, marque, caractère extérieur propre à une pers. ou à une ch.
Étymologie: χάραξ.

Spanish

símbolo, signo, dibujo grabado, señal

English (Strong)

from the same as χάραξ; a graver (the tool or the person), i.e. (by implication) engraving (("character"), the figure stamped, i.e. an exact copy or (figuratively) representation): express image.

English (Thayer)

χαρακτηρος, ὁ (χαράσσω to engrave, cut into), from Aeschylus and Herodotus down;
1. properly, the instrument used in engraving or carving (cf. ζωστήρ, λαμπτήρ, λουτήρ, φυσητήρ; cf. our 'stamp' or 'die').
2. the mark (figure or letters) stamped upon that instrument or wrought out on it; hence, universally, "a mark or figure burned in (χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ, of Christ, accusative to his nature as ὁ θεῖος λόγος, σφραγῖδι Θεοῦ, ἧς ὁ χαρακτήρ ἐστιν ὁ ἀΐδιος λόγος, Philo de plant. Noë § 5; χαρακτήρ θείας δυνάμεως, of the human mind, Philo, quod det. potiori ins. § 23; God τόν ἄνθρωπον ἔπλασεν τῆς ἑαυτοῦ ἐκονος χαρακτῆρα, Clement of Rome, 1 Corinthians 33,4 [ET]; οἱ πιστοί ἐν ἀγάπη χαρακτῆρα Θεοῦ πατρός διά Ἰησοῦ Χριστοῦ (ἔχουσιν), Ignatius ad Magnes. 5,2 [ET]. the peculiarity, by which things are recognized and distinguished from each other (cf. English characteristic): 2 Maccabees 4:10.

Greek Monotonic

χᾰρακτήρ: -ῆρος, ὁ (χαράσσω
1. σημάδι χαραγμένο ή αποτυπωμένο, αποτύπωμα ή στάμπα σε νομίσματα και σφραγίδες, σε Ευρ.· εὐδοξίας χαρακτῆρα τοῖς ἔργοις ἐπέβαλεν, τους σφράγισε με καλή φήμη, τοποθέτησε σφραγίδα καλής φήμης πάνω τους, σε Ισοκρ.
2. μεταφ., σημάδι αποτυπωμένο σε άνθρωπο ή πράγμα, διακριτικό σημάδι, χαρακτηριστικό, χαρακτήρας, χαρακτὴρ γλώσσης, λέγεται για συγκεκριμένη γλώσσα ή διάλεκτο, σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, ὁ χαρακτὴρ τοῦ προσώπου, στον ίδ.· ἀνδρῶν οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι, σε Ευρ.· φανερὸς χαρακτὴρ ἀρετάς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρακτήρ: ῆρος ὁ χαράσσω
1) отпечаток (τῆς εὐγενείας Plut.);
2) печать, клеймо (σφραγῖδες καὶ πᾶς χ. Plat.; χαρακτῆρά τινος ἐπιβαλεῖν τινι Isocr.): ἀργύρου χ. Eur. чекан серебряной монеты; ὁ χ. ἐτέθη τοῦ ποσοῦ σημεῖον Arst. чекан выбит (на монетах) как знак количественного достоинства;
3) изображение, начертание, знак (ἐν τοῖς πυξίοις Plut.);
4) очертание, форма: τοὺς χαρακτῆρας διατυπῶσαι (τῶν γραμμάτων) Diod. придать (определенные) формы буквам;
5) отличительная черта, особенность, своеобразие, характер (τῆς γλῶσσης, τοῦ προσώπου Her.; τῶν ἀνδρῶν Eur.; τῆς ὄψεως Diod.): εἰληφέναι χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους Plat. уловить особенности каждого вида;
6) примета, признак (φανερὸς χ. τινος Eur.).

Middle Liddell

χᾰρακτήρ, ῆρος, ὁ, χαράσσω
1. a mark engraved or impressed, the impress or stamp on coins and seals, Eur.; εὐδοξίας χαρακτῆρα τοῖς ἔργοις ἐπέβαλεν set a stamp of good repute upon them, Isocr.
2. metaph. the mark impressed (as it were) on a person or thing, a distinctive mark, characteristic, character, χ. γλώσσης of a particular language or dialect, Hdt.; of persons, ὁ χ. τοῦ προσώπου Hdt.; ἀνδρῶν οὐδεὶς χ. ἐμπέφυκε σώματι no outward mark has been set by nature on the person of men, Eur.; φανερὸς χ. ἀρετᾶς Eur.