νηστεία

From LSJ
Revision as of 04:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηστεία Medium diacritics: νηστεία Low diacritics: νηστεία Capitals: ΝΗΣΤΕΙΑ
Transliteration A: nēsteía Transliteration B: nēsteia Transliteration C: nisteia Beta Code: nhstei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fast, νηστεῖαι καὶ ὁρταί Hdt.4.186, cf. LXXIs.1.13, Str. 16.2.40, Act.Ap.27.9; νηστείην φέρειν Hp.Aph.1.13; νηστείας ὄζειν (cf. νῆστις 1.2) Arist.Pr.908b12; at Athens, name for the third day of the Thesmophoria, Ath.7.307f, Alciphr.3.39, cf. PCair.Zen.350.5 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

νηστεία: ἡ, (νηστεύω) ἀποχὴ ἀπὸ τροφῆς, νστεῖαι καὶ ὁρταὶ Ἡρόδ. 4. 186· νηστείην φέρειν Ἱππ. Ἀφ. 1243· νηστείας ὄζειν (ἴδε νῆστις Ι. 1), Ἀριστ. Προβλ. 13. 7· ἐν Ἀθήναις οὕτως ἐκαλεῖτο ἡ τρίτη ἡμέρα τῶν Θεσμοφορίων, Ἀθήν. 307F, Ἀλκίφρων 3. 39· οὗτοι δεδειπνήκασι· ὁ δὲ τάλας ἐγὼ κεστρεὺς ἂν εἴην ἕνεκα νηστείας ἄκρας Δίφιλ. ἐν «Λημνίαις» 1· περὶ τοῦ κεστρέως ἴδε ἐν λέξει νῆστις ΙΙ. 3. ΙΙ. θρησκευτικὴ νηστεία, Ἑβδ. Ἔσδρ. (Α), Η΄, 49, Τωβὶτ ΙΗ΄, 8, Ἡσαΐας Λ΄, 13, κ. ἀλλ. - κυρίως ἡ ἐτησία νηστεία τῶν Ἰουδαίων, Στράβ. 16. 2, 40, Φίλων ΙΙ, 13, 8, 206, 15, 296, 16 (286, 26), Πράξ. Ἀπ. κζ΄, 9, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 16, 4., 17, 64, Ἰουδ. Πόλ. 5, 5, 7, κατὰ Ἀπ. 2. 39, κλ. 2) Χριστιαν. νηστεῖαι: α΄) ἡ ἁγία τεσσαρακοστή, ἡ πρὸ τοῦ πάσχα, Εἰρην. 1228C, κἑξ., Μεθόδ. 384Β, Ἀθαν. Ι, 273Β, Βασίλ. ΙΙΙ, 189D, Νεκτάρ. 1829Α, Ἐπιφάν. Ι, 465Α· ἡ δεσποτικὴ νηστεία Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 32Ε, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 449Β· ἡ νηστεία τοῦ πάσχα ἡ τῆς μεγάλης ἑβδομάδος, Διον. Ἀλεξ. 1277Α, Εὐσ. ΙΙ, 492Β, κλ. - Αἱ ἀκόλουθοι ἐκκλησιαστικαὶ νηστεῖαι εἰσήχθησαν μικρὸν πρὸ τῆς Ὀγδόης Ἑκατονταετηρίδ. μ. Χ., - β΄) ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, ἥτις καλεῖται καί: νηστεία τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, Ἀναστάσ. Ἀντ. 1392Α, Στουδ. 1696Α, Β, D, Ἀναστ. Καισ. 521Β, Ὡρολόγ. Νοεμβρ. 15 (περὶ τῆς νηστείας ταύτης ἴδε καὶ Ἀποκρύφους Πράξεις Φιλίππου 31, 33, 37, 42)· - γ΄) ἡ νηστεία τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, Ἀναστ. Ἀντ. 1392Α, Στουδ. 1697Α, Ἀναστ. Καισ. 521Ε, Βαλσαμ. κλ.· - δ΄) ἡ νηστεία τῆς Θεοτόκου, ἡ νηστεία ἡ πρὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (15 Αὐγ.), Στουδ. 1697Α, Ἀναστ. Καισ. 520Β, Ὡρολόγ. Αὐγ. 1· - ε΄) ἡ νηστεία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ φυλαττομένη πρὸ τῆς ἑορτῆς τῆς ὑψώσεως τοῦ σταυροῦ (Σεπτ. 14) κυρίως ἐν τοῖς μοναστηρίοις, Στουδ. 1696, κλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jeûne.
Étymologie: νηστεύω.

English (Strong)

from νηστεύω; abstinence (from lack of food, or voluntary and religious); specially, the fast of the Day of Atonement: fast(-ing).

English (Thayer)

νηστείας, ἡ (νηστεύω, which see), a fasting, fast, i. e. abstinence from food, and a. voluntary, as a religious exercise: of private fasting, T WH omit; Tr brackets the verse); T WH omit; Tr marginal reading brackets); of the public fast prescribed by the Mosaic Law (BB. DD. under the word <TOPIC:Fasts>, and for references to Strabo, Philo, Josephus, Plutarch, see Sophocles' Lexicon, under the word, 1)) and kept yearly on the great day of atonement, the tenth of the month Tisri: B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, month (at end)); the fast, accordingly, occurred in the autumn, ἡ χειμέριος ὥρα, when navigation was usually dangerous on account of storms, as was the case with the voyage referred to).
b. a fasting to which one is driven by want: Hippocrates, Aristotle, Philo, Josephus, Plutarch, Aelian, Athen., others; the Sept. for צום).

Greek Monolingual

και νήστεια, η (ΑΜ νηστεία, Μ και νήστεια και νηστειά) νηστεύω
1. αποχή από το φαγητό, μη λήψη τροφής, ασιτία
2. εκούσια αποδοχή για μία ή περισσότερες ημέρες από ορισμένες ή και όλες τις τροφές μέσα στα πλαίσια συγκεκριμένων θρησκευτικών ή πνευματικών σκοπών
3. (κατ' επέκτ.) αποχή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα από τις σαρκικές απολαύσεις, αλλά και από κάθε ευχαρίστηση ή ηδονή που πηγάζει από επίγεια αγαθά
4. το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου τελείται η εκούσια αποχή από ορισμένα φαγητά («η νηστεία του Πάσχα»)
νεοελλ.
1. διατροφή ελλιπής και ανεπαρκής για να ζήσει κανείς («η ακαματιά, η φτώχεια και η νήστεια πρωτοξάδελφα», παροιμ.)
2. μεγάλη και ακούσια καθυστέρηση στη λήψη τροφής κατά τη διάρκεια μιας μέρας
3. σχολική τιμωρία παλαιότερων αναχρονιστικών παιδαγωγικών συστημάτων, κατά την οποία ο δάσκαλος υποχρέωνε τον μαθητή να παραμείνει στο σχολείο μερικές ώρες μετά τη λήξη τών μαθημάτων και να μένει νηστικός
4. φρ. «Κυριακές τών Νηστειών»
εκκλ. οι πέντε Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που προηγούνται της Κυριακής τών Βαΐων
5. παροιμ. «νηστεύει ο δούλος του θεού, γιατί φαΐ δεν έχει» — λέγεται ειρωνικά γι' αυτούς που αναγκάζονται να νηστέψουν επειδή δεν έχουν να φάνε
μσν.
συνεκδ. εγκράτεια στο φαγητό
αρχ.
η τρίτη ημέρα της εορτής τών Θεσμοφορίων, κατά την οποία απείχαν από το φαγητό.

Greek Monotonic

νηστεία: ἡ, αποχή από το φαγητό, νηστεία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

νηστεία:
1) тж. культ. пост Arst., Plut., NT;
2) день поста Her., Plut.

Middle Liddell

νηστεία, ἡ,
a fast, Hdt. [from νηστεύω