ἐπιβλέπω
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
fut.-ψομαι, later
A -ψω LXX Le.26.9:—look upon, look attentively, εἴς τινα Pl.Phd.63a; ἐπὶ πόλιν Din.1.72; ἐφ' ἑαυτόν v.l. in Arist.EN1120b6; πρός τινα LXX Ho.11.4; τινί Luc.Astr.20. 2. c.acc., look well at, observe, λόγους ἁθρόους Pl.Lg.811d; αἰτίαν Arist.EN1147a24; κοινωνίαν Id.Metaph.991a8: c.acc. dupl., ἄφθαρτον τὸν θεὸν ἐπεβλέψαμεν Phld.D.3Fr.39; τῆς κατὰ τὴν γαστέρα ταραχῆς -ομένης being taken into consideration, Gal.15.673. 3. face upwards or downwards, Dsc.5.120. II. eye with envy, τύχαις S.OT1526. III. Astrol., to be in aspect with, Heph.Astr.3.20.
German (Pape)
[Seite 929] darauf-, ansehen, besehen; εἰς ἡμᾶς Plat. Phaed. 63 a; λόγους Legg. VII, 811 d, wie τὰς τῶν ἄλλων ἀτυχίας Isocr. 1, 21; ἐπιβλέψατε ἐπὶ τὴν Θηβαίων πόλιν Din. 1, 72, wie ἐφ' ἑαυτόν Arist. Nic. 4, 2; τινί, Luc. astrol. 20; so τύχαις ἐπιβλέπειν, neidrsch darauf sehen, beneiden, Soph. O. R. 1526. – Bei Dio Chrysost. = ἐποφθαλμιάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβλέπω: μέλλ. -ψομαι καὶ μεταγεν. -ψω (ὡς παρὰ τοῖς Ἑβδ.):- στρέφω ἢ ῥίπτω τὸ βλέμμα πρός τινα, καὶ ἐπιβλέψας εἰς ἡμᾶς (ὁ Σωκράτης) ἀεί τοι, ἔφη, κτλ., Πλάτ. Φαίδ. 63Α· ἐπί τι Δείναρχ. 99. 22, κτλ.· τινὶ Λουκ. Ἀστρολογ. 20. 2) μετ’ αἰτ., βλέπω, παρατηρῶ τι μετ’ ἀκριβείας, Πλάτ. Νόμ. 811D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 3, 9, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 8. ΙΙ. βλέπω φθονερῶς, Λατ. invidere, τύχαις Σοφ. Ο. Τ. 1526· πρβλ. ἐποφθαλμιάω.
French (Bailly abrégé)
1 jeter les yeux sur, observer;
2 regarder avec envie, envier, τινι.
Étymologie: ἐπί, βλέπω.
English (Strong)
from ἐπί and βλέπω; to gaze at (with favor, pity or partiality): look upon, regard, have respect to.
English (Thayer)
1st aorist ἐπέβλεψα; in the Sept. often for הִבִּיט and פָּנָה, also for רָאָה; to turn the eyes upon, to look upon, gaze upon (ἐπί upon (cf. ἐπί, D. 2)): ἐπί τινα, contextually, to look upon one with a feeling of admiration and respect, to look up to, regard, to have regard for, to regard, ἐπίβλεψον (R L) and ἐπιβλέψαι (G T) write (with Tr WH ἐπιβλέψαι, 1st aorist active infinitive; cf. Bornemann, Schol. ad loc, and above in δέομαι, 3a. (also Buttmann, 273 (234) note)); ἐπί τήν ταπείνωσιν τίνος, Sophocles and Plato down, both literally and figuratively.)
Greek Monolingual
(AM ἐπιβλέπω)
παρακολουθώ με υπευθυνότητα την εκτέλεση μιας εργασίας, εποπτεύω
αρχ.-μσν.
1. βλέπω ευνοϊκά, στρέφω τα μάτια μου με ευμένεια
2. κοιτάζω προσεκτικά
3. αποδίδω σημασία, υπολογίζω
μσν.
βλέπω
αρχ.
1. διαπιστώνω
2. βλέπω προς τα πάνω ή προς τα κάτω.
Greek Monotonic
ἐπιβλέπω: μέλ. -ψομαι,
I. 1. παρατηρώ, κοιτάζω προσεκτικά, εἴς τινα, σε Πλάτ.· τινί, σε Λουκ.
2. με αιτ., βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, σε Πλάτ.
II. κοιτάζω με φθόνο, Λατ. invidere, με δοτ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβλέπω:
1) (пристально) смотреть, глядеть, наблюдать (εἴς τινα Plat.; ἔν τινι, ἐπί τινα и ἐπί τι Arst., τι Isocr., Plat., Luc., Plut. и τινί Luc.);
2) смотреть с завистью, завидовать (τύχαις τινός Soph.).
Middle Liddell
fut. ψομαι
I. to look upon, look attentively, εἴς τινα Plat.; τινί Luc.
2. c. acc. to look well at, observe, Plat.
II. to eye with envy, Lat. invidere, c. dat., Soph.