κράτιστος
English (LSJ)
η, ον, Ep. κάρτ- (as always in Hom.), isolated Superl. from κρατύς,
A strongest, mightiest, Il.1.266, etc.; θεῶν κ., i.e. Zeus. Pi.O.14.13; κ. Ἑλλήνων, i.e. Achilles, S.Ph.3: in Prose, εἰ τοὺς κ. ἐνικήσαμεν Th.7.67; Λημνίων τὸ κ. the best of their men, Id.5.8; τὸ δυνάμεως κ. the strength or flower of... X.Cyr.6.1.28, etc.; of things, καρτίστην . . μάχην fiercest fight, Il.6.185; δεσμὸς κ. Ti.Locr.99a. 2 generally, best, most excellent, as Sup. of ἀγαθός, Pi.I.1.17, S.Ant. 1050, etc.: colloquially, "ἄνδρα κ. εἰπών Thphr. Char.5.2; οἱ κράτιστοι the aristocracy, X.HG7.1.42, v. ἀγαθός 1; τὰ κ. τῆς χώρας ib.3.4.20. b as a title or mode of address, κράτιστε Θεόφιλε Ev.Luc. 1.3; esp. = Lat. egregius, ὁ κ. ἡγεμών PFay.p.33 (i A.D.); ὁ κ. ἐπίτροπος BGU891 (ii A.D.); ἡ κ., of a woman of the equester ordo, IG14. 1346; also, = Lat. clarissimus, of Senators, ὁ κ. ἀνθὐπατος ib.9(1).61; ὁ κ. συγκλητικός IGRom.3.581, etc.; ἡ κ. βουλή POxy.2108.6 (iii A. D.). c with modal words added, κ. τὴν ψυχήν Th.2.40; πάντων πάντα κ. best of all in... X.An.1.9.2; ἔν τινι Id.Mem.3.4.5; εἴς τι Pl. Phlb.67b; περί τι Id.Plt.257a; πρός τι X.HG3.4.16: c. inf., best at doing, Th.2.81, Pl.Phdr.267d, X.Mem.1.4.1, etc.: c. part., τῶν ἡλίκων κ. εἶναι ἀκοντίζων καὶ τοξεύων Id.Cyr.1.3.15. 3 neut. folld. by inf., φυγέειν κάρτιστον to flee were best, Od.12.120, cf. E.El. 379, Ar.Eq.80, etc.: in pl., κράτιστα . . ἑλεῖν E.Med.384: abs., ὅπερ κ. the main point, Th.1.143. 4 Adv. usages, ἀπὸ τοῦ κρατίστου in all good faith, Plb.8.17.4; κατὰ τὸ κ. D.H.2.22: neut. pl. κράτιστα as Adv., X.HG3.4.16, Ages.1.25.—The Comp. in use is κρείσσων (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
κράτιστος: ᾰ, η, ον, Ἐπικ. κάρτ- (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.), μεμονωμένον ὑπερθ. ἐκ τοῦ κρατύς· (κράτος)· ― ὁ ἰσχυρότατος, ὁ δυνατώτατος, ὁ ἄριστος, Ἰλ. Α. 266, κτλ.· κρ. θεῶν, δηλ. ὁ Ζεύς, Πινδ. Ο. 14. 20· κρ. Ἑλλήνων, ὅ ἐστιν ὁ Ἀχιλλεύς, Σοφ. Φ. 3· ὡσαύτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, εἰ τοὺς κρ. νικήσαιμεν Θουκ. 7. 67· Λημνίων τὸ κρ., οἱ ἄριστοι ἐκ τῶν Λημνίων, Θουκ. 5. 8· δυνάμεως τὸ κρ., τὸ ἄνθος, τὸ ἄριστον μέρος τῆς δυνάμεως..., Ξεν. Κύρ. 6. 1, 28, κτλ.· ― ἐπὶ πραγμάτων, καρτίστην... μάχην, ἡ ἀγριωτάτη μάχη, Ἰλ. Ζ. 185· δεσμὸς κρ. Τίμ. Λοκρ. 99Α. 2) καθόλου, ἄριστος, ἔξοχος, ἐξοχώτατος, ὡς ὑπερθ. τοῦ ἀγαθός, Πινδ. Π. 1. 25, Σοφ. Ἀντ. 1050, κτλ.· ― οἱ κράτιστοι, ὡς οἱ βέλτιστοι, περὶ τῶν εἰς τὴν ἀριστοκρατίαν ἀνηκόντων, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 42, ἴδε ἀγαθὸς Ι· ― τὰ κρ. τῆς χώρας αὐτόθι 3. 4, 20. β) ὁριζόμενον διὰ λέξεων τροπικῶν ἢ τοῦ κατά τι, κρ. τὴν ψυχὴν Θουκ. 2. 40· πάντων πάντα κρ., ὁ ἄριστος πάντων εἰς ὅλα, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 2· ἔν τινι ὁ αὐτ. εἰς Ἀπομν. 3. 4, 5· εἴς τι Πλάτ. Φίληβ. 67Β· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 257Α· πρός τι Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16· οὕτω μετ’ ἀπαρ., ἱκανώτατος εἰς τὸ πράττειν, Θουκ. 2. 81, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 267D, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 1, κτλ.· καὶ μετὰ μετοχῆς, τῶν ἡλίκων κρ. εἶναι ἀκοντίζων καὶ τοξεύων Ξεν. Κύρ. 1. 3, 15. 3) οὐδ. ἑπομένου ἀπαρεμφ., φυγέειν κάρτιστον (δηλ. ἦν), «τὸ καλλίτερον» ἦτο ἡ φυγή, Ὀδ. Μ. 120, πρβλ. Εὐρ. Ἡλ. 370, Ἀριστοφ. Ἱππ. 80, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., κράτιστα... ἑλεῖν Εὐρ. Μήδ. 384. 4) ἐπιρρηματ. χρήσεις, ἀπὸ τοῦ κρατίστου, σπουδαίως, σοβαρῶς, Πολύβ. 8. 19, 4· κατὰ τὸ κρ. Διον. Ἁλ. 2. 22· ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ., κράτιστα, ὡς ἐπίρρ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16, Ἀγησ. 1, 25. ― Τὸ ἐν χρήσει συγκρ. εἶναι κρείσσων, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
épq. κάρτιστος;
η, ον :
très fort ou le plus fort :
1 très fort, très solide, très résistant : κάρτιστος καὶ ὤκιστος πετεηνῶν IL (l’aigle) le plus fort et le plus rapide des oiseaux ; κρατίστη μάχη IL combat violent;
2 très puissant;
3 excellent, le meilleur : τι, πρός τι pour qch, en vue de qch ; ποιεῖν τι THC pour faire qch ; τῶν ἡλίκων κράτιστος ἀκοντίζων καὶ τοξεύων XÉN l’emporter sur ses camarades pour lancer le javelot et les flèches ; κράτιστόν (ἐστι) OD avec l’inf. le mieux, le plus sage ou le plus avantageux est de… ; adv. • τὰ κράτιστα THC, • κράτιστα XÉN très bien, supérieurement, le mieux possible.
Étymologie: κράτος.
English (Slater)
κρᾰτιστος
1 greatest, best τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν pr. (O. 9.100) γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών (P. 11.58) (Αἴας) ὃν κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ πόρευσαν (N. 7.27) κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι Kastor and Iolaos (I. 1.17) epith. of Zeus, θεῶν κρατίστου παῖδες (κρατιστόπαιδες Σ.) (O. 14.14) ὁ κράτιστος (κάρτιστος v. l.) Πα. 7B. 50. βροτεᾶν φρένα κράτιστον φρενῶν (sc. χρυσόν; κέντρον, multa alia conicias” nott. Snell) fr. 222. 3.
English (Strong)
superlative of a derivative of κράτος; strongest, i.e. (in dignity) very honorable: most excellent (noble).
English (Thayer)
κρατίστη, κράτιστον, superlative of the adjective κρατύς (κράτος) (from (Homer) Pindar down), mightiest, strongest, noblest, most illustrious, best, most excellent: vocative κράτιστε used in addressing men of conspicuous rank or office, Theophrastus, char. 5; Dionysius Halicarnassus, de oratt. 1; Josephus, Antiquities 4,6, 8), because in Acts 1:1 it is omitted in addressing the same person. Cf. Grimm in Jahrbb. f. deutsche Theol. for 1871, p. 50f.
Greek Monolingual
-η -ο (AM κράτιστος, -ίστη, -ον, Α επικ. τ. κάρτιστος, -ίστη, -ον)
1. ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», Πίνδ.)
2. κορυφαίος, κάλλιστος, άριστος («τοῦ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», Πλάτ.)
αρχ.
1. (η κλητ. ως τίτλος προσφωνήσεως) κράτιστε
εξοχότατε, ενδοξότατε
2. (το αρσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κράτιστοι και τὰ κράτιστα
η αριστοκρατία, οι άριστοι, οι ευγενείς («τὰ κράτιστα τῆς χώρας», Ξεν.)
3. το θηλ. ως ουσ. ή κρατίστη
(στη Ρώμη) γυναίκα από την τάξη τών ιππέων
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κράτιστα
άριστα
5. φρ. «ἀπὸ τοῦ κρατίστου» και «κατὰ τὸ κράτιστον» — με άριστο τρόπο, τέλεια («ἀπὸ τοῦ κρατίστου γίγνεται ἡ επιβολή», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κρείσσων.
Greek Monotonic
κράτιστος: [ᾰ], -η, -ον, Επικ. κάρτ-, υπερθ. σχηματισμένος από το κρατύς· (κράτος)·
I. 1. ο ισχυρότερος, ο δυνατότερος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· Λημνίων τὸ κρ., οι καλύτεροι από τους άνδρες τους, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, καρτίστη μάχη, η πιο βίαιη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
2. γενικά, καλύτερος, ο πλέον εξαίρετος ως υπερθ. του ἀγαθός, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.
3. οἱ κράτιστοι, όπως το οἱ βέλτιστοι, λέγεται για την αριστοκρατία, σε Ξεν.
4. ουδ. πληθ. κράτιστα, ως επίρρ., πολύ καλά, στον ίδ.· ο εν χρήσει συγκρ. είναι κρείσσων, βλ. αυτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κράτιστος -η -ον, ep. κάρτιστος [κρατερός] superl. sterkst:. ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν (de adelaar) zowel de sterkste als de snelste onder de vogels Il. 21.253; καρτίστη μάχη de zwaarste strijd Il. 6.185. best, voortreffelijkst, met εἰς + acc., of πρός + acc., of ἔν + dat. in een bepaald opzicht; met acc.:; κράτιστοι τὴν ψυχήν met de grootste geestkracht Thuc. 2.40.3; met inf.:; κράτιστοι εἶναι τοῦτο ποιεῖν de beste te zijn om dat te doen Thuc. 2.81.8; met pred. ptc.:; τῶν ἡλίκων κράτιστος ἀκοντίζων καὶ τοξεύων de beste van zijn leeftijgenoten met speer en boog Xen. Cyr. 1.3.15; κράτιστόν ἐστι het is het beste Od. 12.120; later aanspreektitel hoogedele:; κράτιστε Φῆλιξ hoogedele Felix NT Act. Ap. 24.3; subst..; οἱ κράτιστοι de aristocratie Xen. Hell, 7.1.42; n. plur. adv. κράτιστα op de beste wijze.
Russian (Dvoretsky)
κράτιστος: (ᾰ), эп. κάρτιστος 3 [superl. и elativ. к κράτος
1) чрезвычайно сильный, сильнейший: κ. πετεηνῶν Hom. (орел), сильнейшее из пернатых; κ. Ἑλλήνων Soph. = Ἀχιλλεύς; κ. θεῶν Pind. = Ζεύς; καρτίστη μάχη Hom. жесточайшая битва; δεσμὸς κ. Plat. крепчайшая связь;
2) (наи)лучший: κ. τὴν ψυχήν Thuc. лучший по душевным качествам; κ. ἔν τινι и πρός τι Xen., εἴς и περί τι Plat. лучший в чем-л., в каком-л. отношении; οἱ κράτιστοι Xen. знатнейшие из граждан; τὰ κράτιστα τῆς χώρας Xen. лучшая часть страны; δυνάμεως τὸ κράτιστον Xen. лучшая часть, цвет армии; διαβάλλειν τε καὶ ἀπολύσασθαι διαβολὰς κ. Plat. весьма искусный как в клевете, так и в опровержении клеветы; φυγέειν κάρτιστον ἀπ᾽ αὐτῆς Hom. от нее (Скиллы) лучше всего бежать; ἀπὸ τοῦ κρατίστου Polyb. самым серьезным образом - см. тж. κράτιστα.
Middle Liddell
κρά˘τιστος, η, ον [a superl. formed from κρατύς κράτος
1. strongest, mightiest, Il., etc.; Λημνίων τὸ κρ. the best of their men, Thuc.:—of things, καρτίστη μάχη the fiercest fight, Il.
2. generally, best, most excellent, as Sup. of ἀγαθός, Pind., Soph., etc.
3. οἱ κράτιστοι, like οἱ βέλτιστοι, of the aristocracy, Xen.
4. neut. pl. κράτιστα as adv., best, Xen. —The comp. in use is κρείσσων, q. v.