ἀποβολή

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβολή Medium diacritics: ἀποβολή Low diacritics: αποβολή Capitals: ΑΠΟΒΟΛΗ
Transliteration A: apobolḗ Transliteration B: apobolē Transliteration C: apovoli Beta Code: a)pobolh/

English (LSJ)

ῆς, ἡ,

   A throwing away, e.g. ὅπλων ib.943e sq.; jettison, Ph.2.413; in Gramm., dropping of a letter, etc., A.D.Pron.55.7,al.; τόνου Synt. 130.1.    2 loss, opp. κτῆσις, χρημάτων Pl.La.195e, Arist.EN1115a21, etc.; ἐπιστήμης Pl.Phd.75d, cf. Euphro 1.27: pl., τὰς τῶν κακῶν ἀ. Arist.Rh.1362a36, cf. Isoc.3.32.

German (Pape)

[Seite 297] ἡ, 1) das Wegwerfen, ὅπλων Plat. Legg. XII, 943 e. – 2) Verlust, χρημάτων Plat. Lach. 195 e; ἐπιστήμης Phaed. 75 e; Sp., z. B. Plut. Sol. 7. Im plur., Isocr. 3, 32; Ggstz λήψεις Arist. rhet. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβολή: ῆς, ἡ, τὸ ἀπορρίπτειν, ἀπόρριψις, καὶ τῆς τῶν κατά πόλεμον ὅπλων ἀποβολῆς Πλάτ. Νόμ. 943E κἑξ.· παρὰ γραμμ. ἡ ἀποβολὴ στοιχείου. 2) ἀπώλεια, «χάσιμον», Λατ. jactura. ἀντίθ. τῷ κτῆσις, χρημάτων ἀποβολὴ Πλάτ. Λάχ. 195Ε, Ἀριστ. κτλ.· ἐπιστήμης Πλάτ. Φαίδων 75Ε, πρβλ. Εὔφρονα ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 27· ἐν τῷ πληθ., τὰς τῶν κακῶν ἀποβολάς Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de jeter au loin;
2 perte;
3 t. de gramm. action de laisser tomber une lettre d’un mot.
Étymologie: ἀποβάλλω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1acción de arrojar o abandonar c. gen. obj. κατὰ πόλεμον ὅπλων ἀποβολή abandono de las armas en guerra Pl.Lg.943e
a un hombre o a su pueblo c. gen. obj. τούτων I.AI 4.314, τοῦ Ἰσραήλ Cyr.Al.M.69.1112C, abs. ἄξιος οὖν τῆς ἀποβολῆς Hom.Clem.M.2.117A.
esp. echazón (acción de tirar la carga de un barco al mar) Ph.2.413.
2 devolución de un pedido no satisfactorio PLond.1659.10 (IV d.C.).
3 fig. desprecio, abandono c. gen. subjet. ἡ ἀ. αὐτῶν καταλλαγὴ κόσμου su desprecio (hacia mi) es reconciliación del mundo, Ep.Rom.11.15.
II 1pérdida c. gen. obj. τῶν ἀρχαίων σαρκῶν Pl.Grg.518d, χρημάτων Pl.La.195e, Arist.EN 1115a21, EE 1231b29, Isoc.3.32, Plu.2.87a, (νεφροῦ) Euphro 1.27, ἁπάντων Epicur.Fr.[60] 4, τῶν κακῶν Arist.Rh.1362a36, μνήμης Pl.Phlb.33e, φρονήσεως Aristid.Quint.128.30, fig. φέρει τέκνων ἀποβολήν causa la perdición a sus hijos Sext.Sent.257, τῆς ψυχῆς ἀ. muerte, Act.Ap.27.22.
2 en gram. pérdida de la sigma, A.D.Pron.55.7, τόνου A.D.Synt.130.1.

English (Strong)

from ἀποβάλλω; rejection; figuratively, loss: casting away, loss.

English (Thayer)

ἀποβολης, ἡ, a throwing away;
1. rejection, repudiation (ἀποβάλλεσθαι to throw away from oneself, cast off, repudiate): πρόσλημψις αὐτῶν, objec. genitive).
2. a losing, loss (from ἀποβάλλω in the sense of lose): ἀποβολή ψυχῆς οὐδεμία ἔσται ἐξ ὑμῶν no one of you shall lose his life (Winer s Grammar, § 67,1e.). (Plato, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

η (AM ἀποβολή) αποβάλλω
1. αποπομπή, απόρριψη
2. (Γραμμ.) η φωνολογική διαδικασία της πλήρους σίγησης φωνήματος μέσα στη λέξη
νεοελλ.
1. ποινή κατά την οποία μαθητής υποχρεώνεται να βγει από την τάξη ή άλλο άτομο από αίθουσα συνέλευσης κ.λπ.
2. Ιατρ. διακοπή της κυοφορίας πριν το έμβρυο γίνει βιώσιμο, δηλαδή ικανό να επιζήσει έξω από το μητρικό σώμα
3. το έμβρυο που έχει αποβληθεί
4. μικρόσωμος και καχεκτικός
αρχ.-μσν.
η απώλεια
αρχ.
το να πετάξει κάποιος τα όπλα του.

Greek Monotonic

ἀποβολή: -ῆς, ἡ (ἀποβάλλω
1. απόρριψη, πέταμα, σε Πλάτ.
2. χάσιμο, απώλεια, Λατ. jactura, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβολή:
1) отбрасывание, бросание (τῶν ὅπλων Plat.);
2) потеря, утрата (χρημάτων Plat., Arst., Plut.);
3) грам. выбрасывание, опущение (буквы).

Middle Liddell

ἀποβάλλω
1. a throwing away, Plat.
2. a losing, loss, Lat. jactura, Plat.

Chinese

原文音譯:¢pobol» 阿坡-波累
詞類次數:名詞(2)
原文字根:從-投(著)
字義溯源:被棄之物,丟棄,解開,拒絕,捨棄,失喪;源自(ἀποβάλλω)=丟棄);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成。
同義字:1) (ἀποβολή)被棄之物 2) (ζημία)損害
出現次數:總共(2);徒(1);羅(1)
譯字彙編
1) 丟棄(1) 羅11:15;
2) 失喪(1) 徒27:22