διαδικασία
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
English (LSJ)
ἡ,
A suit to decide between claimants, e.g. to an estate, δ. κλήρου D.44.7; to a wardship, δ. ἐπιτροπῆς Arist.Ath.56.6; to exemption from a λειτουργία, D.28.17, cf. Lys.17.1, D.24.13, etc.; τὴν δ. ποιεῖσθαι IG12(5).722.48 (Andros); esp. of judicial inquiries relating to naval matters, D.47.26, Arist. Ath.61.1. 2 judicial decision or settlement, X.Cyr.8.1.18, OGI 437.78. 3 metaph., δ. τῷ βήματι πρὸς τὸ στρατήγιον dispute between the orators and the board of generals, Aeschin.3.146: generally, τὴν τῶν ἀριστείων δ. the competition for public honours, Pl. Lg.952d, cf. Polem.Call.53. 4 διαδικασίαν προθεῖναι ταῖς γνώμαις put the question to the vote, D.H.11.21.
German (Pape)
[Seite 576] ἡ, Proceß (ἐν αἷς περί τινος ἀμφισβήτησίς ἐστιν, ὅτῳ προσήκει μᾶλλον, B. A. 236), in dem man um einen Vorzug bei Ehrenämtern streitet (τὴν τῶν ἀριστείων Plat. Legg. XII, 952 d) od. behauptet, daß Einem weniger zugemuthet werden dürfe, als dem Andern, s. Meier u. Schöm. att. Proc. S. 367 ff. Auch Proceß gegen die Staatskasse, wenn man auf das confiscirte Vermögen eines Andern Ansprüche macht, Lys. 17, 1; Dem. 28, 17; vgl. Plat. Legg. XI, 916 c 937 d; – τὴν διαδικασίαν ἀναβάλλεσθαι, die Entscheidung eines Processes aufschieben, Xen. Cyr. 8, 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
διαδῐκᾰσία: ἡ, δίκη, δι’ ἧς ἔμελλε νὰ ἀποφασισθῇ τίς (ἐκ πολλῶν ἀξιούντων) εἶχε δικαίωμα εἴς τι προνόμιον ἢ ὑπέκειτο εἴς τινα δημοσίαν λειτουργίαν, ὡς καὶ τίς ἦτο ὁ δικαιοῦχος κληρονόμος τινὸς τεθνεῶτος (διαδ. κλήρου Δημ. 1082. 16), ἢ τίς εἶχε δικαίωμα νὰ λάβῃ γυναῖκα τὴν ἐπίκληρον, ἢ ὅπως ἀποφασίσῃ περὶ τῆς ἀξιώσεως, ἣν εἶχε πολίτης ἐπὶ χρημάτων ὀφειλομένων δῆθεν ἐκ περιουσίας δημευθείσης εἰς ὄφελος τοῦ δημοσίου ταμείου, Λυσ. 148. 11 ἢ περὶ ἀξιώσεως ἐξαιρέσεως ἀπὸ λειτουργίας, Δημ. 841. 5 ἢ ὅπως ἀποφασισθῇ τίς πρέπει νὰ πληρώσῃ χρήματά τινα ὀφειλόμενα ἕνεκα τῆς τριηραρχίας, ὁ αὐτ. 704. 9, κτλ.· - τὴν δ. ποιεῖσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθ.) 2349b. 2) μεταφ., δ. τῷ βήματι πρὸς τὸ στρατήγιον, διαφορά, φιλονικία μεταξὺ τῶν ῥητόρων καὶ τῶν στρατηγῶν, Αἰσχίν, 74. 19· καθόλου, τὴν τῶν ἀριστείων δ., ἅμιλλαν περὶ δημοσίων τιμῶν, Πλάτ. Νόμ. 952D. 3) διαδικασίαν προθεῖναι ταῖς γνώμαις, θέτω τὸ ζήτημα εἰς ψηφοφορίαν, Διον. Ἁλ. 11. 21.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 (διαδικάζω) décision judiciaire;
2 (διαδικάζομαι) diadicasie, càd action en justice pour statuer sur une contestation.
Étymologie: διαδικάζω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
jur.
1 proceso, pleito para la adjudicación de derechos, gener. sobre propiedades IG 13.71.12, 15 (V a.C.), διαδικασίαν γράφειν entablar un proceso de adjudicación Aeschin.3.146, διαδικασίαν διαδικάσασθαι IG 22.1622.d.527 (IV a.C.), ποιεῖν διαδικασίαν D.24.13, cf. IAdramytteion 16.48 (II a.C.), τὰς διαδικασίας εἰσάγειν Arist.Ath.61.1, διαδικασίαν ἀπενεγκεῖν IG 22.1620.37 (IV a.C.), καλεῖν ... εἰς διαδικασίαν D.H.4.35, ἕλκειν ἐπὶ διαδικασίαν Polem.Call.53, κλήρου δ. D.44.7, cf. Lib.Arg.D.56.3, Harp.s.u. ἀντιγραφή, δ. ὑπὲρ τῆς ἱερωσύνης τοῦ Ποσειδῶνος D.H.Din.10.20, cf. 11.5, 9, ἡ πρὸς Μακάρτατον δ. D.H.Dem.13.4, περὶ τῆς γυναικός Charito 5.8.6, περὶ τῆς Περσῶν ἡγεμονίας Plu.2.488c, cf. Lys.17.1, Hyp.Fr.70.2, IEphesos 7.2.23 (I a.C.), Lib.Decl.26.6, Ath.425b, Gr.Nyss.Or.Dom.13.29, Sch.Aeschin.3.328a
•fig. δ. ... περὶ τῶν παθῶν Plu.Lib.2, δ. ... τοῖς νόμοις πρὸς τοὺς λόγους Lib.Or.62.23, del juicio de Dios, Basil.Ep.226.3.
2 sentencia, resolución de adjudicación ἐπεὶ δὲ ἀκούσειεν αὐτῶν, πολὺν χρόνον ἀνεβάλλετο τὴν διαδικασίαν X.Cyr.8.1.18
•de donde adjudicación judicial διαδικασίαν τεύχεσθαι D.28.17, (γραφαὶ δὲ καὶ δίκαι) εἰς ἐπιτροπῆς διαδικασίαν (acciones públicas y privadas) para la adjudicación de tutela Arist.Ath.56.6, ἡ τῶν ἀριστείων δ. la adjudicación de recompensas a magistrados por sus servicios, Pl.Lg.954d.
3 juicio o examen de aptitud al que se someten arcontes y trierarcos tras su elección, sinón. de δοκιμασία Lex.Rhet.Cant.12.15
•tb. para ser admitido en una fratría mediante la votación de sus miembros IG 22.1237.26, 70 (IV a.C.), cf. Hsch.
•διαδικασίαν ... προθεῖναι ταῖς γνώμαις proponer un escrutinio para las opiniones, e.d. someter a voto las opiniones D.H.11.21.
Greek Monolingual
η (AM διαδικασία) διαδικάζω
1. η διεξαγωγή της δίκης σύμφωνα με ορισμένους τύπους και κανόνες
2. η διεξαγωγή κάποιας πράξης ή η διεργασία που συντελείται σύμφωνα με ορισμένους τύπους
3. πολύς μόχθος για την εκτέλεση κάποιας ενέργειας
αρχ.
1. εκδίκαση διαφοράς
2. αντιλογία, διαφορά, έριδα
3. άμιλλα για δημόσιες τιμές
4. φρ. «διαδικασίαν προθεῑναι ταῑς γνώμαις» — θέτω το ζήτημα σε ψηφοφορία.
Greek Monotonic
διαδῐκᾰσία: ἡ (διαδικάζω), δίκη μέσω της οποίας αποφασίζεται ποιος (από πολλούς) έχει δικαίωμα σε κάποιο προνόμιο ή είχε την υποχρέωση της δημόσιας λειτουργίας, σε Ρήτ.· μεταφ., δ. τῷ βήματι πρὸς τὸ στρατήγιον, σύγκρουση, φιλονικία ανάμεσα σε ρήτορες και στρατηγούς, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
διαδῐκασία: ἡ
1) судебное разбирательство Xen.;
2) обсуждение: ἡ τῶν ἀριστείων δ. Plat. присуждение почетных наград;
3) юр. диадикасия (т. е. спор сторон о правах наследования, о платежах по различным видам литургии Dem.; тж. встречный иск о возврате той или иной части отобранного в казну имущества Lys.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαδικασία -ας, ἡ [διαδικάζω] vonnis:. ἡ τῶν ἀριστείων δ. de uitspraak over de verdiensten (van de magistraten) Plat. Lg. 952d; πολὺν χρόνον ἀνεβάλλετο τὴν διαδικασίαν hij schoof het vonnis lange tijd voor zich uit Xen. Cyr. 8.1.18. proces.
Middle Liddell
διαδῐκᾰσία, ἡ, διαδικάζω
a suit brought to decide who (of several persons) was entitled to any right or privilege, Oratt.:—metaph., δ. τῷ βήματι πρὸς τὸ στρατήγιον a dispute between the orators and the war-office, Aeschin.