προσκλίνω

From LSJ
Revision as of 16:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκλίνω Medium diacritics: προσκλίνω Low diacritics: προσκλίνω Capitals: ΠΡΟΣΚΛΙΝΩ
Transliteration A: prosklínō Transliteration B: prosklinō Transliteration C: prosklino Beta Code: proskli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A cause to lean against, place against, βέλος προσέκλινε κορώνῃ Od.21.138,165:—Pass., πατρὸς ἐμοῖο θρόνος ποτικέκλῐται (Ep. and Dor. pf. Pass.) αὐτῇ stands by her, i.e. hers, or the pillar, 6.308; νῶτον ποτικεκλιμένον his back thereon reclined, Pi.P.1.28; ὁ ἱερεὺς -κλείνεται (sic) πρὸς με[. .] IG42(1).742.11 (Epid., ii/iii A.D.); προσκλιθείς τινι turning towards him, Philostr. VA3.30.    2 π. τὴν θύραν close the door, J.AJ5.4.2.    II turn or incline towards, τὴν ψυχὴν τοῖς λόγοις v.l. in Plu.2.36d; τὸν νοῦν τῶν θεῶν τοῖς ἀνθρώποις Iamb.Myst.1.12.    III seemingly intr. (sc. ἑαυτόν), incline towards, be attached to one, join his party, τοῖς Ῥοδίοις Plb.4.51.5, cf. 5.86.10 (Reiske for προσκιν (-κυν-) οῦσι) ; ταῖς Μιθραδάτου ἐλπίσιν Agatharch.Fr.Hist.16 J.:—Pass., προσκλιθῆναί τινι LXX 2 Ma.14.24, Act.Ap.5.36, S.E.M.7.324.    IV Gramm., inflect, ἔξωθεν -κλιθῆναι A.D.Synt.324.18.

German (Pape)

[Seite 769] daranlehnen, daranlegen, τί τινι, wie βέλος καλῇ προσέκλινε κορώνῃ, Od. 21, 138. 165; θρόνος προσκέκλιται αὐγῇ (v. l. αὐτῇ, vgl. Nitzsch zur Stelle), der Sessel steht angelehnt am Scheine des Heerdfeuers, 6, 308; νῶτον ποτικεκλιμένον, Pind. P. 1, 28. – In späterer Prosa = machen, daß steh die Wagschaale nach einer Seite hinneigt; übertr., προσκλίνει τὴν τοῦ νέου ψυχὴν τοῖς ἐν φιλοσοφίᾳ λόγοις, wendet, richtet sie dahin, Plut. de aud. poet. g. E.; – u. intrans., sich wohin neigen, auf eine Partei, auf Jemandes Seite treten, Pol. 4, 51, 5 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκλίνω: [ῑ], κάμνω τι νὰ κλίνη πρός τι, ἀκκουμβῶ, στηρίζω τι πρός τι, βέλος προσέκλινε κορώνῃ Ὀδ. Φ. 158, 165. ― Παθ., θρόνος ποτικέκλῐται (Δωρ. παθ. πρκμ.) αὐτῇ [κίονι], ἵσταται ἢ στηρίζεται πρὸς τὸν στῦλον (κατὰ Wolf. ποτ. αὐγῇ), εἶναι ἐστραμμένος πρὸς τὸ πῦρ, Ὀδ. Ζ. 308· νῶτον ποτικεκλιμένον Πινδ. Π. 1. 54. ΙΙ. κάμνω ὥστε ὁ ζυγὸς νὰ κλίνῃ οὕτως, ἢ ἄλλως· ἐντεῦθεν, στρέφωκλίνω πρός τι, τὴν ψυχὴν τοῖς λόγοις διάφ. γραφ. Πλούτ. 2. 36D. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν), ἔχω κλίσιν πρός τινα, ἑνοῦμαι μετά τινος, προσχωρῶ εἰς τὴν μερίδα τινός, Πολύβ. 4. 51. 5, πρβλ. 5. 86, 10 (κοινῶς προσκυνοῦσι), Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 528Α· ― οὕτως ἐν τῷ παθ., προσκλιθῆναί τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324, Πράξ. Ἀπ. ε΄, 36 (κοινῶς προσεκολλήθη). ΙΙΙ. κλίνω (γραμματικῶς), σχηματίζω τοὺς τύπους, Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 319.

French (Bailly abrégé)

1 appuyer contre ou sur : τί τινι appuyer une ch. sur ou contre une autre ; Pass. être appuyé sur ou contre, τινι;
2 incliner vers, fig. : τινι τὴν ψυχήν PLUT incliner l’âme vers qch.
Étymologie: πρός, κλίνω.

Greek Monolingual

ΝΑ κλίνω
1. κλίνω, στρέφω κάτι προς κάτι άλλο, το στηρίζω πάνω σε κάτι άλλο
2. στηρίζομαι, γέρνω, ακουμπώ
3. μτφ. έχω ενδιάθετη κλίση, αισθάνομαι φυσική συμπάθεια προς ένα πρόσωπο και τείνω να συνταχθώ με τις απόψεις του, να πάω με το μέρος του
4. (σχετικά με χαιρετισμό) κλίνω προς τα εμπρός τον κορμό και το κεφάλι, χαιρετώ με υπόκλιση ως ένδειξη σεβασμού
αρχ.
1. γραμμ. κλίνω, σχηματίζω τους τύπους
2. μτφ. προσέλκω («προανοίγει καὶ προσκλίνει τὴν τοῦ νέου ψυχὴν τοῑς ἐν φιλοσοφίᾳ λόγοις», Πλούτ.)
3. παθ. προσκλίνομαί τινι
προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι.

Greek Monotonic

προσκλίνω: [ῐ], μέλ. -κλῐνῶ,
I. γέρνω πάνω σε, ακουμπώ, στηρίζω πάνω σε, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., θρόνος ποτικέκλῐται (Δωρ. Παθ. παρακ.) αὐτῇ (κίονι), στέκεται ή στηρίζεται πάνω στον κίονα, στο ίδ.· νῶτονποτικεκλιμένον, η πλάτη του στηρίζεται πάνω σ' αυτό, σε Πίνδ.
II. Παθ., κλίνω προς κάποιον ή κάτι, προσχωρώ στην ομάδα κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

προσκλίνω: дор. [[ποτικλίνω |ποτῐκλίνω]] (λῑ)
1) прислонять, приставлять (βέλος τινί Hom.): θρόνος ποτικέκλῐται (pf. pass.) αὐγῇ Hom. кресло стоит у огня;
2) склонять, убеждать (τὴν ψυχήν τινος τοῖς λόγοις Plut.): προσκλιθῆναί τινι Sext. склониться в пользу чего-л.; ᾧ προσεκλίθη ἀνδρῶν ἀριθμὸς τετρακοσίων NT к которому пристало четыреста человек;
3) (sc. ἑαυτόν) склоняться, переходить (на чью-л. сторону) (τοῖς Ῥοδίοις Polyb.; med. τινι Sext.);
4) грам. склонять, флектировать.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κλίνω, ep. perf. med.-pass. ποτῐκέκλῐται, ptc. ποτικεκλιμένον act. met acc. plaatsen tegen, met dat.: βέλος καλῇ προσέκλινε κορώνῃ hij plaatste de pijl tegen de fraaie haak Od. 21.138. pass. aanleunen tegen, met dat.:; θρόνος ποτικλίνεται αὐτῇ de troon leunt er tegen aan Od. 6.308; overdr. zich aansluiten bij:. ᾧ προσεκλίθη ἀνδρῶν ἀριθμὸς ὡς τετρακοσίων bij wie zich ongeveer vierhonderd mensen hadden aangesloten NT Act. Ap. 5.36.

Middle Liddell

fut. -κλῐνῶ
I. to make to lean against, put against, Od.:—Pass., θρόνος ποτικέκλῐται (doric perf. pass.) αὐτῇ [κίονι] leans or stands against the pillar, Od.; νῶτον ποτικεκλιμένον his back thereon reclined, Pind.
II. Pass. to incline towards, to be attached to one, NTest.

Chinese

原文音譯:proskoll£w 普羅士-可拉哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向著-連接
字義溯源:黏接,從事,連接,連合;由(πρός)=向著)與(κολλάω)=黏)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (κολλάω)出自(κολαφίζω)X*=黏,膠)。參讀 (ἀντέχω)同義字
出現次數:總共(2);可(1);弗(1)
譯字彙編
1) 連合(2) 可10:7; 弗5:31