ἐκτρέχω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
fut.
A -δρᾰμοῦμαι Diph.19.3: pf. ἐκδεδράμηκα Arist.Aud. 802a21:—run out or forth, ἐκ δὲ θύραζε ἔδραμον ἀμφ' Ἀχιλῆα Il.18.30; τῆς συγκλήτου εἰς τὸν δῆμον Hdn.7.11.5; make a sally, e)k po/lews Th. 4.25, etc.; ἐπὶ [σῦν] Arist.Fr.571, cf. PGurob 8.11 (iii B.C.). 2 run off or away, Ar.Av.991. 3 of horns, spring up, grow, ταχέως Arist.Aud.l.c.; of plants, run or shoot up, Thphr.CP2.15.5: c. gen., ἐ. τῶν ἄλλων Id.HP6.8.1. 4 c. acc., exceed, τὸν καιρόν Lycon ap. D.L.5.65: abs., of anger, exceed bounds, S.OC438. 5 digress, wander from the point, Corp.Herm.1.16. 6 c. gen., escape from the clutches of, δανειστοῦ App.Fr.22. b to be born of, τῆς μητρός Lib. Ep.1036.9. 7 of Time, expire, come to an end, PSI4.444 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 783] (s. τρέχω), herauslaufen; ἐκ τῆς πόλεως Thuc. 4, 25, einen Ausfall machen; so oft von Soldaten, Xen., z. B. Hell. 2, 4, 33; τῆς συγκλήτου εἰς τὸν δῆμον Hdn. 7, 11, 10; τὸν καιρόν, überschreiten, D. L, 5, 65; τὸν θυμὸν ἐκδραμόντα, übermäßiger Zorn, Soph. O. C. 439; – hindurchlaufen, διά τινος, Philostr. – Von Gewächsen, schnell aufschießen (auflaufen), Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρέχω: μέλλ. -θρέξομαι ἢ δραμοῦμαι: - τρέχω ἔξω, ἐξέρχομαι τρέχων, τρέχω εἰς τὰ πρόσω, ἐκ δὲ θύραζε ἔδραμον ἀμφ’ Ἀχιλῆα Ἰλ. Σ. 30˙ κάμνω ἔξοδον, ἐξορμῶ, ἐκ πόλεως Θουκ. 4. 25, κτλ.˙ ἐπί τινα Ἀριστ. Ἀποσπ. 530. 2) δρόμῳ οἴχομαι, φεύγω τρέχων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 991. 3) ἐπὶ κεράτων, αὐξάνομαι, τὴν φύσιν ἔχειν τῆς αὐξήσεως ὁμαλὴν... καὶ μὴ ταχέως ἐκδεδραμηκυῖαν Ἀριστ. περὶ Ἀκουστῶν 31: - ἐπὶ φυτῶν, ἀναβλαστάνω, ἀνέρχομαι, «μεγαλώνω», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5˙ μετὰ γεν., ἐκτ. τῶν ἄλλων ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8. 1. 4) μετ’ αἰτ., ὑπερβαίνω, τὸν καιρὸν Διογ. Λ. 5. 65˙ ἀπολ. ἐπὶ θυμοῦ, ὑπερβαίνω τὰ ὅρια, Σοφ. Ο. Κ. 438.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκθρέξομαι ou ἐκδραμοῦμαι, ao.2 ἐξέδραμον;
1 sortir en courant;
2 faire une sortie en parl. de troupes;
3 s’élancer, jaillir ; fig. θυμὸς ἐκδραμών SOPH sa colère ayant fait explosion.
Étymologie: ἐκ, τρέχω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. subj. 3a sg. ἐγδρ<ά>μωντι ICr.1.16.5.21 (Lato II a.C.)]
A intr.
I 1salir corriendo gener. c. giro prep. o gen. δμῳαὶ ... ἐκ δὲ θύραζε ἔδραμον ἀμφ' Ἀχιλῆα las siervas salieron fuera corriendo en torno a Aquiles, Il.18.30 (tm.), οὔκουν ἑτέρωσε χρησμολογήσεις ἐκτρέχων; ¿Por qué no te largas a vaticinar a otra parte? Ar.Au.991, cf. LXX 3Re.18.16, τοῦ φύλακος ἐκδραμόντος ἐπ' αὐτούς PGurob 8.11 (III a.C.), εἰς τὴν ἀγοράν Aen.Tact.11.14, ὁ δὲ ... ἐκδραμὼν τῆς συγκλήτου ἐς τὸν δῆμον μέσον Hdn.7.11.5.
2 escapar ἤθελ' Εὐρυσθεὺς κτανεῖν· ἀλλ' ἐξέδραμεν quería Euristeo matarnos. Pero escapamos E.Heracl.14, cf. Luc.Sol.3, μὴ ἐγδράμῃ ὁ καιρός que no se escape la ocasión, PCair.Zen.264.14, cf. 19.8 (ambos III a.C.), ἐξέδραμε τοῦ δανειστοῦ escapó de las garras del usurero App.Fr.22
•sobrepasar, adelantar, dejar atrás ταῦτα ... πολὺ ἐκτρέχει τῶν ἄλλων ésas (flores) se anticipan con mucho a las demás Thphr.HP 6.8.1.
3 salir al ataque ἐκδραμόντες ἄφνω ἐκ τῆς πόλεως habiendo hecho desde la ciudad una salida repentina Th.4.25
•c. ἐπί: atacar, embestir ἐφ' ὃν ἐκδραμών un jabalí, Arist.Fr.571.
II fig.
1 en Creta salir definitivamente de la ἀγέλη tras la efebía ἐπεὶ κ' ἐγδρ<ά>μωντι ICr.l.c., ICr.App.43.29 (Lato II a.C.), SEG 41.742.23 (Eleuterna II a.C.).
2 resultar, tener éxito δαίμων δὲ φήμας ἐς τὸ λῷον ἐκδραμεῖν τεύξειεν pero quiera la divinidad que estas predicciones sean para bien Lyc.1472.
3 gram. elidirse, suprimirse ἐκδραμόντος τοῦ ῑ διὰ χρείαν μετρικήν Eust.67.40, cf. 150.34.
4 crecer, coger altura, subir ἡ δὲ Φωκὶς ... ἐκτρέχει γὰρ ἄγαν μὴ κολουσθεῖσα sin la poda crece demasiado (un árbol), Thphr.CP 2.15.5
•crecer, brotar impetuosamente, estallar κἀμάνθανον τὸν θυμὸν ἐκδραμόντα μοι μείζω κολαστὴν τῶν πρὶν ἡμαρτημένων comprendía que el furor que había crecido en mí había castigado con demasiada dureza los pecados cometidos anteriormente S.OC 438.
5 salirse fuera, desviarse del tema μὴ ἔκτρεχε Corp.Herm.1.16.
B tr. sobrepasar, dejar atrás κόρη ... ἐκτρέχουσα τὸν ἀκμαῖον τῆς ἡλικίας καιρόν Lyco 27.
Greek Monolingual
(AM ἐκτρέχω)
τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο
μσν.
1. διατρέχω
2. αναζητώ, επιδιώκω
3. ορμώ, εξορμώ
4. περιέρχομαι
αρχ.
1. φεύγω τρέχοντας
2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι
3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω
4. (για θυμό) εκνευρίζομαι υπερβολικά, ξεπερνώ τα όρια, γίνομαι έξω φρενών
5. (με γεν.) υπερβαίνω, ξεπερνώ
6. απομακρύνομαι
7. (με γεν.) ξεφεύγω τη λαβή κάποιου
8. (για χρόνο) περνώ, εκπνέω
9. προσφεύγω
10. αποβαίνω
11. συνεχίζω
12. κατακλύζω, κάνω επιδρομή
13. προέρχομαι.
Greek Monotonic
ἐκτρέχω: μέλ. -θρέξομαι και -δρᾰμοῦμαι,
1. τρέχω προς τα έξω ή εξέρχομαι τρέχοντας, πραγματοποιώ έξοδο, εξορμώ, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
2. τρέπομαι σε φυγή ή το βάζω στα πόδια, σε Αριστοφ.
3. τρέχω πέρα από τα όρια, τα υπερβαίνω, τα ξεπερνώ, παρεκτρέπομαι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτρέχω: (fut. ἐκθρέξομαι и ἐκδραμοῦμαι, aor. 2 ἐξέδραμον)
1) выбегать, отправляться бегом (εἰς τὴν ἰδίαν χώραν Arst.; ἐπὶ τὸν τόπον Plut.);
2) воен. совершать вылазку (ἐκ τῆς πόλεως Thuc.; οἱ ψιλοὶ ἐκδραμόντες ἠκόντιζον Xen.);
3) протекать, развиваться: ἡ αὔξησις ταχέως ἐκδεδραμηκυῖα Arst. стремительный рост;
4) переступать пределы: ὁ θυμὸς ἐκδραμών Soph. неумеренный гнев; τὸν ἀκμαῖον τῆς ἡλικίας καιρὸν ἐκδραμεῖν Diog. L. перерасти самый цветущий возраст.
Middle Liddell
fut. -θρέξομαι fut. -δρᾰμοῦμαι
1. to run out or forth, make a sally, Il., Thuc.
2. to run off or away, Ar.
3. to run beyond bounds, exceed bounds, Soph.